Κάθε κράτος αποτελείται από τέσσερα συστατικά στοιχεία: το λαό, την επικράτεια, την αυτοδύναμη εξουσία και τη νομική προσωπικότητά του. Αυτά τα συνεκτικά στοιχεία μετατρέπουν το κράτος σε μια κυριάρχη οντότητα. Όπως τα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού αποτελούνται από δομικά στοιχεία και έχουν ένα πυρήνα δράσης, έτσι και το κυρίαρχο κράτος έχει έναν «σκληρό πυρήνα» πολιτικών με υψηλά ιστάμενες την οικονομική και την εξωτερική πολιτική. Στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων, στόχος είναι να καταδειχθούν κάποιες προβληματικές ως προς τις συγκεκριμένες πολιτικές δύο χωρών και τον τρόπο αλληλεπίδρασής τους. Αναφερόμαστε φυσικά στην αλληλεπίδραση της Ελλάδας με την Τουρκία.
Η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία χαρακτηρίζεται από μία σκληρή οικονομική πολιτική. «Έρμαιο» στις καμπές των οικονομικών κύκλων ξεκίνησε το 2010 από την σημαίνουσα κρίση, όπου αρχικά αφορούσε το δημοσιονομικό έλλειμμα και καθιστούσε εξαιρετικά αδύνατη την αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους. Η συνέχεια είναι γνωστή με δημοσιονομική κρίση, που οδήγησε στις μνημονιακές πολιτικές και σε μία σκληρή δημοσιονομική πολιτική με κατεύθυνση από την Ευρώπη. Η βίαιη πραγματικότητα αποτυπώθηκε στην κοινωνία και σημαντικό είναι ότι από το 2009 έως και το 2015 προκηρύχθηκαν πέντε εκλογικές αναμετρήσεις και ένα δημοψήφισμα. Ο οικονομικός κύκλος ολοκληρώθηκε επιτυχώς και εύλογα από το 2018 έως και το Μάρτιο του 2020 η Ελλάδα έκανε αργά και σταθερά βήματα προς την ανάπτυξη. Ήδη είχε δημιουργήσει ένα θετικό οικονομικό κλίμα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ωστόσο, η επέλαση του covid-19 τάραξε το ήδη κλονισμένο για αρκετά χρόνια οικονομικό μοτίβο και πλέον η χώρα κινείται σε αέρα ύφεσης σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Στον αντίποδα, η Τουρκία αποτελεί μία χώρα με ισχυρή οικονομία. Τα τελευταία χρόνια λόγω της ισχυρής της βιομηχανίας έχει δημιουργήσει αυξητικές τάσεις στο εξωτερικό εμπόριο με ικανοποιητικά νούμερα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι και η Τουρκία αντιμετώπισε κρίσεις, κυρίως από την αυταρχική πολιτική ηγεσία, όπου κινείται σε αντίθετη τροχιά από το δυτικό πρότυπο και ακολουθεί παραδοσιακούς και οπισθοδρομικούς μοχλούς δράσης. Πρόσφατα το ασταθές κλίμα από την πολιτική του Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν έριξαν την ισοτιμία της τουρκικής λίρας με αποτέλεσμα να υπάρχει μειωτική τάση και στο χρηματιστήριο. Η δήλωση, όμως, ότι ο Πρόεδρος θα υιοθετήσει μία φιλική προς τις αγορές πολιτική, τόνωσε την εμπιστοσύνη της αγοράς και οι δείκτες ακολούθησαν και πάλι μία αυξητική κλίση. Σε μακροοικονομικό επίπεδο σύμφωνα με αναλύσεις θα ακολουθηθεί και πάλι μία ορθόδοξη νομισματική πολιτική για σταθεροποίηση της τουρκικής λίρας με επιφυλάξεις ως προς τις εξελίξεις στον πληθωρισμό.
Ωστόσο, για να μην εθελοτυφλούμε και οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν εντάσεις στο πλαίσιο της εξωτερικής τους πολιτικής. Παρόλο που το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας καθιστούν σαφές και υπό ρύθμιση το καθεστώς των σχέσεων της Ελλάδας-Τουρκίας, παρατηρείται από την Τουρκική δημοκρατία μία συνεχόμενη προκλητική διάθεση στην περιοχή του Αιγαίου και στην ΑΟΖ. Οι συνεχείς προκλήσεις προς τη χώρα μας είναι επίφοβες και μπορεί στα πλαίσια τόσο των Ευρωπαϊκών όσο και των διεθνών σχέσεων να ακολουθείται πολιτική διπλωματίας και διαλόγου, όμως η αυξανόμενη παραβατικότητα κάποια στιγμή ίσως επιβεβαιώσει τις πεποιθήσεις των ρεαλιστών και η σύγκρουση αποδειχθεί αναπόφευκτη. Ωστόσο η Τουρκία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην εξωτερική της πολιτική και ούσα μια χώρα με ισχυρή οικονομία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας από την άλλη, μπήκε σε δεύτερο πλάνο εξαιτίας της δεκαετούς σκληρής οικονομικής δυσπραγίας με αποτέλεσμα αυτό το σύμπλεγμα να δημιουργεί αστάθειες. Τον τελευταίο χρόνο το έντονο κλίμα στα παράλια της Ελλάδας έχουν πυροδοτήσει συζητήσεις και ενέργειες υποστήριξης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Στο τέλος, οι αισιόδοξοι αναλυτές της κατάστασης παρακάμπτουν τα όρια της επιθετικότητας, η οποία ρυθμίζεται με νόμους και συμβάσεις στα πλαίσια μίας λελογισμένης κοινωνίας. Το ενδιαφέρον θα μπορούσε να στραφεί στις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χώρων, οι οποίες έχουν την προοπτική να αναπτυχθούν ακόμα περισσότερο. Και στα δυο κράτη, άλλωστε, ο τουρισμός αποτελεί σημαντικό τμήμα του ΑΕΠ τους και το εμπόριο ήδη ακμάζει στον άξονα των συνεργασιών τους. Ας ελπίσουμε ότι η λογική, η διπλωματία και οι κανόνες καλής γειτονίας θα αποτελέσουν σημαντικά ερείσματα στις μελλοντικές σχέσεις των δύο χωρών.
Εύη Κλειτσίκα, Φιλόλογος – Υπεύθυνη Μarketing και Επικοινωνίας LEP