Άραγε πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς το clickbait; Χωρίς ολογράμματα νεκρών παιδιών σε απογευματινές εκπομπές και χωρίς την θολή κάλυψη θυμάτων ενός πολέμου σε άρθρα και πρωτοσέλιδα; Σίγουρα πιο υγιείς όσον αφορά την ψυχική μας υγεία. Η τάση των ΜΜΕ να εισβάλουν στην προσωπική σφαίρα των γεγονότων δεν είναι κάτι καινούριο. Ήδη από την δεκαετία του ’70 η δημοσιογραφία έχει πάρει μια πιο άμεση και ποπ προσέγγιση στην παρουσίαση των γεγονότων ανταποκρινόμενη πιο πολύ στις ανάγκες του ιδιωτικού ανταγωνισμού. Κύριο περιεχόμενο των συμβατικών μέσων ενημέρωσης και μετέπειτα των ψηφιακών είναι συνήθως τραγικές ειδήσεις που θα τραβήξουν εύκολα το ενδιαφέρον. Πολλές φορές, όμως, τα όρια ξεπερνιούνται και αγγίζουν την ανθυγιεινή ανάγκη για παραγωγή εύπεπτου θεάματος.
Μια βασική οπτική για την εκτενή κάλυψη τραγικών γεγονότων θα μπορούσε να είναι η ελεύθερη και αμερόπλητη ενημέρωση των πολιτών. Κύριος σκοπός είναι, φυσικά, η ευαισθητοποίηση τους σχετικά με κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, η αφύπνιση απέναντι σε βίαιες συμπεριφορές με στόχο μια μελλοντική άμεση αντίδραση και γενικότερα η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης άποψης για τρέχοντα ζητήματα της επικαιρότητας. Από τα παραπάνω μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε την συμβολή των ΜΜΕ – τα οποία αναλαμβάνουν τον ρόλο του έμμεσου εκπαιδευτή – στην διαμόρφωση του ηθικού κώδικα αξιών μιας κοινωνίας. Παρόλα αυτά, η φύση αυτού του ρόλου είναι τόσο προβεβλημένη που αρκετές φορές νομιμοποιείται άτυπα ο κιτρινισμός της είδησης. Έστω, λοιπόν, ότι η απόλυτη και ολοκληρωμένη ενημέρωση αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση του πολίτη και ίσως ακόμα να λειτουργεί ως μέσω εκτόνωσης της καθημερινής έντασης, μιας κακής μέρας ή και αρνητικών σκέψεων. Είναι αυτή μια ικανοποιητική εξήγηση για την φανφαρική κάλυψη σημαντικών θεμάτων; Όχι.
Προκειμένου να επεξηγηθούν τα παραπάνω ας χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα την κάλυψη ενός θανάτου. Ανάμεσα σε ειδήσεις για την ακρίβεια, τις πολιτικές εξελίξεις και το ελαφρύ lifestyle προβάλεται επαλαμβανόμενα και θεατρικά ο θάνατος στην πιο ωμή του μορφή. Δολοφονίες, πόλεμος και ασταμάτητο αστυνομικό ρεπορτάζ σε φόντο κόκκινο – για να αφυπνιστούν και τα πάθη των παραληπτών του εκάστοτε μηνύματος – κατακλύζουν τα δελτία ειδήσεων, διάφορες εκπομπές και την αρθρογραφία. Η εκτεταμένη προβολή του θανάτου, από την στιγμή αυτού μέχρι τα διαδικαστικά (ιατροδικαστικές εξετάσεις, ιατρικές αναφορές, τελετές) έχει οδηγήσει στην απομυθοποίηση του μυστηριακού του χαρακτήρα και στην ανάγκη μιας συλλογικής συμμετοχής στο δράμα που τον συνοδεύει. Και ως εδώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι βλέπουμε μια μετατόπιση του πένθους από την στενή σφαίρα των άμεσα επηρεαζόμενων στην δημόσια θέαση αυτού, πρακτική που σε γενικά πλαίσια φαίνεται άκακη. Όταν, όμως, η είδηση μεταδίδεται σαν τρέιλερ αστυνομικής ταινίας χρησιμοποιώντας είτε εκλαϊκευμένο λόγο είτε βαθύ επιστημονικό περιεχόμενο στερούμε από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού την προαναφερόμενη ελεύθερη ενημέρωση ή συμβάλλουμε στην κλειστή και ελιτίστικη ενημέρωση ενός άλλου κομματιού του.
Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ζώντας σε μια κοινωνία με χαμηλή παιδευτική κουλτούρα, η αναπαραγωγή ειδήσεων με απόλυτη επίκληση στο συναίσθημα ή αποκλειστική χρήση εξειδεκευμένων όρων δεν μπορεί παρά να αποπροσανατολίσει από την αντικειμένικότητα τόσο της προβολής όσο και της επεξεργασίας του εκάστοτε γεγονότος. Είναι δυνατόν να λειτουργήσει ακόμα και αναπαραγωγικά για την παραπληροφόρηση καθώς πλέον μια είδηση μπορεί να αναρτηθεί, κοινοποιηθεί και ερμηνευτεί, εύκολα και γρήγορα, χωρίς να γίνει ιδιαίτερη επεξεργασία από τον παραλήπτη – διακινητή.
Με αυτό τον τρόπο τα ΜΜΕ έχουν συμβάλλει στην δημιουργία ενός νέου είδους ενημερωμένου πολίτη που από απλός παραλήπτη του μηνύματος γίνεται πλέον ένας ενεργός κριτής των γεγονότων που μπορεί να εκφράσει άμεσα την άποψή του, κυρίως στον ψηφιακό κόσμο. Αυτός ο ενημερωμένος πολίτης, που επηρεάζεται από τα συναισθήματά του και προσπάθεί μέσα σε συνθήκες ημιμάθειας και κίτρινης πληροφόρησης να επεξεργαστεί δεδομένα για τα οποία δεν του έχουν δοθεί τα κατάλληλα μορφωτικά εργαλεία, είναι υπερ-ενημερωμένος και παράλληλα σχετικά άσχετος με την πληροφορία.
Αυτή του η “ασχετοσύνη” έγγυται στην αδυναμία του να αντιληφθεί όλο το φάσμα μιας είδησης και την δυνατότητα να κοιτάξει πίσω από αυτή έστω για να σκεφτεί ότι κάποιο άρθρο, κανάλι ή εφημερίδα ίσως και να τον κοροϊδεύει. Αυτό το νέο είδος στερείται της διαμόρφωσης μιας αποστασιοποιημένης και αντικειμενικής απόψης για τα γεγονότα ενώ την ίδια στιγμή είναι σε θέση να μιλήσει για τους πάντες και τα πάντα χωρίς να καταλαβαίνει πραγματικά για ποιο πράγμα μιλάει. Είναι σε θέση να κρίνει, να βρίσει, να χλευάσει και να υποτιμήσει άμεσα και ανακουφιστικά χωρίς να υποστεί τις συνέπειες. Από την άλλη, ο υπερ-ενημερωμένος πολίτης που είναι σε θέση να επεξεργαστεί μια είδηση αντικειμενικά, κρατά τα όποια συμπεράσματα για τον δικό του στενό κύκλο. Η άποψή του δεν βγαίνει εκτός αυτού και συνήθως δεν ασκείται η κατάλληλη κριτική ώστε να έρθουν αλλαγές. Κι ενώ η μία πλευρά συμμετέχει άγαρμπα στον δημόσιο λόγο, η άλλη σιωπά και επιλέγει να αποστασιοποιηθεί όχι από τον τρόπο προβολής μιας είδησης αλλά από εκείνο το κομμάτι της κοινωνικής σφαίρας που είναι ικανό να επιφέρει αλλαγές.
Θα μπορούσα να προτείνω ή τουλάχιστον να σκεφτώ διάφορους τρόπους αντιμετώπισης αυτού είδους ενεργοπαθητικού πολίτη αλλά πιθανότατα να πέσω στην λούπα των επιχειρημάτων μιας έκθεσης Πανελληνίων. Εν είδη κατακλείδας, λοιπόν, θα αρκεστώ στα παρακάτω. Ίσως τα παραπάνω δίπολα να υπήρχαν πάντα και να έπαιρναν μορφή μέσα από τον εκάστοτε κοινωνικό ιστό. Ίσως να είναι σημεία των καιρών μας και να καθρεφτίζουν την κοινωνική μας συνείδηση. Ίσως πάλι να βρισκόμαστε απέναντι σε μια μεγάλη ανάγκη για συμμετοχή στα δημόσια γεγονότα χωρίς, όμως, να έχουμε την κατάλληλη ενημέρωση γι΄αυτά. Το μόνο σίγουρο είναι πως υπάρχει μεγάλη ζήτηση χωρίς να υπάρχει μια αξιοπρεπής προσφορά.
Ελένη Βασιλοπούλου, Κοινωνιολόγος