Αναφερόμενοι στην Τουρκία, σαφώς και κάνουμε λόγο για μία εξαιρετικά σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη στη γεωπολιτική σκακιέρα. Η γεωστρατηγική της θέση της επιτρέπει να ελίσσεται και της δίνει το πλεονέκτημα να κυριαρχεί επί των κινήσεων και των αποφάσεων στην ευρύτερη περιοχή. Μία πάλαι πότε ισχυρή αυτοκρατορία όπου άνθισε, παράκαμψε και κατάφερε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, επιβεβαιώνει την πολυσήμαντη παρουσία της με σθένος, όταν πολλές φορές έχει αμφισβητηθεί. Από τον ενοποιητικό Κεμάλ Ατατούρκ μέχρι τον αμφιταλαντευόμενο Ερντογάν, η Τουρκία εκδηλώνει έντονα την επιθυμία της να συμπεριληφθεί στις μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις. Το κατά πόσο το καταφέρνει, είναι ένα ζήτημα που αξίζει έρευνας και συζήτησης.
Λαμβάνοντας υπόψη τη ρητορική του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για μία υπερδύναμη, με ισχυρούς συμμάχους, αναπτυγμένη οικονομία σε επίπεδα αυτονομίας και στρατιωτική επάρκεια ικανή να ανταπεξέλθει σε οποιονδήποτε κίνδυνο είτε εσωτερικό είτε εξωτερικό. Η επιδειξιομανία αυτή είναι αναμενόμενο να εγείρει μία πληθώρα ερωτημάτων αναφορικά με την ακεραιότητα και την ισχύ των λεγομένων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς και κατά πόσο ανταποκρίνονται ή έστω τείνουν προς την πραγματικότητα. Με τα σημερινά δεδομένα, η τουρκική λίρα υποτιμάται όλο ένα και περισσότερο με την κοινωνία να αγωνιά για το πώς θα τη βρει η επόμενη μέρα. Παρόλα αυτά, ο Τούρκος πρόεδρος εξακολουθεί να αρνείται την όποια οικονομική κρίση κατηγορώντας τους αντιπάλους του και τη Δύση για δυσφήμιση στο πρόσωπο και το καθεστώς του. Είναι γεγονός ότι η τακτική που χρησιμοποιεί είναι αυτή του ολοκληρωτισμού, βυθίζοντας τη χώρα ακόμα περισσότερο στο μεσαιωνισμό και τον απολυταρχισμό που μάταια προσπάθησαν πολλοί να αποβάλλουν. Υποστηρίζεται από πολλούς, ότι ο Ρ. Τ. Ερντογάν είναι ένας σύγχρονος σουλτάνος που αδιαφορεί για τις δυσμένειες του λαού και αφιερώνεται στην προσωπική του ευημερία. Κι όμως, η Τουρκία του σήμερα λογίζεται ως όχι απλώς υπολογίσιμη, αλλά και ανερχόμενη δύναμη. Σε δηλώσεις του ο Τούρκος πρόεδρος χαρακτηρίζει τη χώρα του ως σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης δίνοντάς της έτσι στρατηγική άξια και δύναμη. Ήδη από τον Ψυχρό Πόλεμο, η Τουρκία δε θέλησε να απορρίψει καμία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, κι ας είχε από πολύ νωρίς δείξει την κλίση της προς τη Δύση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντιλαμβανόμενοι την ισχυρή θέση της χώρας τους, οι εκάστοτε πρόεδροι της Τουρκικής Δημοκρατίας θέλησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, να την τοποθετήσουν στο «τραπέζι των μεγάλων παικτών». Ας μην ξεχνάμε το αίτημα της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τις στάσεις της στις συνόδους κορυφής. Οι προκλήσεις κυρίως προς την Ελλάδα, είναι μία τακτική που ακολουθείται εδώ και πολλά χρόνια χωρίς ουσιαστική ανταπόκριση ή επίπληξη. Αυτό ακριβώς της δίνει και το περιθώριο να εξαπολύει με περίσσεια άνεση απειλές και ανιστόρητες (κατά βάση) κατηγορίες.
Με γνώμονα όλα τα παραπάνω, το ερώτημα που εύκολα θα μπορούσε κάποιος να θέσει είναι το εξής: Για ποιο λόγο η Τουρκία εξακολουθεί να υφίσταται ως απειλή; Η απάντηση σε μία τέτοια ερώτηση ποτέ δε μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Η φαινομενική προκλητικότητα και αυθάδεια του Τούρκου προέδρου δεν τον καθιστά τόσο παρανοϊκό και ουτοπιστή όσο προβάλλεται από τα διεθνή μίντια. Ένας όρος που θα μπορούσε κάλλιστα να του αποδοθεί είναι αυτός του οπορτουνιστή. Ήδη από το 2011 με την έκρηξη της Αραβικής Άνοιξης, έχει αποδείξει πως επιθυμεί να είναι ο ηγέτης του αραβικού-μουσουλμανικού κόσμου, δημιουργώντας έτσι σοβαρούς εχθρούς. Το 2016 με το πραξικόπημα-παρωδία, άνοιξε το δρόμο για την απολυταρχική πολιτική που διατηρεί μέχρι και σήμερα. Με κινήσεις «ματ» αποδεικνύει έμπρακτα την ουσιαστική επιρροή που έχει στη διεθνή σκηνή. Η τουρκική διπλωματία έχει αποδείξει πως είναι ικανή, εκτός του να εκτοξεύει απειλές, να προβαίνει σε συμφωνίες εξαιρετικού εθνικού συμφέροντος. Χαρακτηριστικό και πολύ πρόσφατο παράδειγμα, είναι η υπογραφή συμφωνιών με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα -μέχρι τώρα εχθρός του τουρκικού έθνους- με επενδύσεις 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων στους τομείς της ενέργειας, της τεχνολογίας, των μεταφορών, των υποδομών και της υγείας στην Τουρκία. Με άλλα λόγια, μία «ανάσα» για την οικονομία της χώρας μέσα στην τραγική αν όχι πολεμική κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
Είναι πλέον βέβαιο, ότι πρόκειται για μία χώρα με σίγουρα προβληματική ηγεσία που σε καμία περίπτωση δεν παύει να γνωρίζει την υπερδύναμη που της δίνει η γεωστρατηγική της θέση. Ίσως ο όρος «περιφερειακή δύναμη» να μην μπορεί ακόμα να της αποδοθεί με απόλυτη βεβαιότητα, σίγουρα όμως θέτει ισχυρή «υποψηφιότητα» δηλώνοντας συνεχώς και αδιαλείπτως την παρουσία της τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική που εν τέλει κρύβει ο όρος «σταυροδρόμι Ηπείρων».
Ασημίνα Σταυριανού, Πολιτικόε Επιστήμονας