Written by 1:05 μμ Αρθρογραφία

Το σύνδρομο του βραστού βατράχου και η επιλεκτική αντιμετώπιση της κοινωνίας | Νικόλαος Γ. Συρμαλής

Ο γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Olivier Clerk θέλοντας να αναλύσει απλοϊκά το φαινόμενο της συναισθηματικής κόπωσης παρέθεσε ένα αλληγορικό σχήμα, μια ιστορία την οποία χαρακτήρισε συνοπτικά ως ‘’το σύνδρομο του βραστού βατράχου’. Το φαινόμενο αυτό πηγάζει από έναν φυσικό νόμο σύμφωνα με τον οποίον σε ένα ρυθμό αύξησης της θερμοκρασίας του νερού της τάξεως των 0,02 βαθμών κελσίου ανά λεπτό ο βάτραχός παραμένει ακίνητος και πεθαίνει όταν ζεσταθεί πολύ. Αντιθέτως, σε μια εναλλακτική περίπτωση απότομης αύξησης θερμοκρασίας του νερού ο βάτραχος θα πηδούσε έξω από το καζάνι και θα το έσκαζε.

Η κλιμακούμενη αύξηση της θερμοκρασίας του νερού παρουσιάζει το εξής παράδοξο. Ο βάτραχος σε μια διαδικασία προσαρμογής του σώματος τους στις συνθήκες του καζανιού παραμένει στο νερό μέχρις ότου αυτό αποκτήσει θερμοκρασία βρασμού. Σε αυτό το σημείο καμπής και αφού πλέον ο βάτραχος αποφασίζει να πηδήξει έξω από το βραστό νερό διαπιστώνει ότι δεν μπορεί. Η επιμονή του στην προσαρμογή της αυξανόμενης θερμοκρασίας και η εξάντληση όλης της ενέργειας του σ΄ αυτή την προσπάθεια οδηγεί τελικώς τον βάτραχο στον θάνατο. Ενώ επιφανειακά αιτία θανάτου του βατράχου ήταν το βραστό νερό, κατ’ ουσία η αδυναμία του να αποφασίσει για το ποια ήταν η καταλληλότερη στιγμή να πηδήξει έξω από το καζάνι ήταν το μοιραίο δίλημμα που τον οδήγησε στην οδυνηρή κατάληξη.

Αν με ένα λογικό άλμα στην θέση του βατράχου τοποθετούσαμε την υφέρπουσα και γενετήσια καχύποπτη τάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο κράτος, την επιφυλακτικότητα ως προς την υιοθέτηση κάθε κεντρικής κρατικής επιταγής και την δυσκολία εφαρμογής της θα καταλήγαμε σε κάποια εύλογα συμπεράσματα. Η ελληνική κοινωνία διδάχθηκε το χρέος της να είναι πρόθυμη να δώσει το αίμα της για την σωτηρία του έθνους αλλά παράλληλα να στέκεται επιφυλακτικά σε ο,τιδήποτε αποτελεί κρατική επιταγή. Η πεποίθηση ότι το κράτος εχθρεύεται τον πολίτη και είναι ασύμβατη με την ιερότητα του έθνους είναι το τραγικό απότοκο δύο ουσιωδών γεγονότων. Αφενός της οικοδόμησης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους του 1830 αποκλειστικά υπό την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων, αφετέρου δε η αποπομπή των πρωταγωνιστών του Αγώνα από τις περισσότερες κρατικές θέσεις. Το κράτος όχι μόνο δεν αναγνώρισε τις θυσίες των αγωνιστών αλλά σε πολλές περιπτώσεις κατέστησε σαφές πως τους θεωρεί εξ’ ολοκλήρου παρείσακτους.

Η αντικατάσταση του βατράχου από την εγγενή ελληνική καχυποψία και απείθεια και η παρομοίωση του ανωτέρω παραδείγματος με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επικρατεί εντός συνόρων είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Η ελληνική κυβέρνηση καλείται επί της ουσίας να απαντήσει σε ένα ουσιαστικό δίλημμα μεταχείρισης των πολιτών της χώρας στο σύνολο τους. Καλείται να επιλέξει αν και κατά πόσο θα επιλέξει να διαχειριστεί την δυσπιστία σαν τον βάτραχο στην πρώτη ή στην δεύτερη περίπτωση.

Εφόσον συνεχίζει παγιδευμένη στην προσπάθεια απορρόφησης του μέγιστου οφέλους από μια σωστή επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος να περιθωριοποιεί το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που είτε από συνειδητή άγνοια και παραπληροφόρηση, είτε από γόνιμο προβληματισμό αντιδρά στην αναγκαιότητα επιβολής των μέτρων και στην ενδεχόμενη αυστηροποίηση τους θα προκαλέσει ακριβώς το αντίθετο από το επιθυμητό. Ο σπόρος της δυσπιστίας και της απείθειας ευδοκιμεί σε συνθήκες στοχοποίησης και επιθετικής αντιμετώπισης. Η απόταξη από το «στρατόπεδο των υπεύθυνων» θα έχει ως αποτέλεσμα την διάχυση της αντίδρασης των «ανεύθυνων» σε περισσότερα κοινωνικά στρώματα που βλέποντας την ένταση με την οποία η κυβέρνηση και το κράτος τους επιτίθενται θα ριζοσπαστικοποιούνται ολοένα και περισσότερο. Η ήδη υπάρχουσα διαφωνία και ο προβληματισμός σ’ αυτή την περίπτωση θα δραπετεύσουν σαν άλλος βάτραχος από το ζεστό καζάνι της επίκρισης και θα ξεχυθούν με ανυπολόγιστες συνέπειες για την φαινομενική ομόνοια της ελληνικής κοινωνίας.

Στην περίπτωση ωστόσο που η κυβέρνηση θυμηθεί πως δεν είναι κυβέρνηση αποκλειστικά και μόνο των πολλών και υπάκουων αλλά παραλλήλως και των λίγων και απείθαρχων και αντί να στέλνει στο πυρ το εξώτερον κάθε επιχείρηση διατύπωσης ενστάσεων ενσκήψει και αφουγκραστεί τους λόγους ανυπακοής και αντίστασης ίσως μπορούσε να σωθεί και να σώσει. Αν ο χρόνος που αφιερώνεται για να γίνει άλλη μία υπενθύμιση της αντιστοίχησης του κορονοϊού με πολεμική επιχείρηση στην οποία είναι φυγόπονοι λιποτάκτες όσοι δεν συνασπίζονται με την κυβερνητική πολιτική ίσως η δυσπιστία μπορούσε να έχει την μοίρα του βατράχου στην δεύτερη περίπτωση. Μια προσπάθεια απήχησης εκείνων που αρνούνται με επιχειρήματα ή χωρίς να αποδεχθούν την θεωρία της αντιμετώπισης του ιού με υιοθέτηση μέτρων οικονομικής καταστολής και κοινωνικού εμποδισμού ίσως έπνιγε την υποφαινόμενη καχυποψία.

Η παράθεση της υποχρεωτικότητας επιβολής πολιτικών αυστηρού περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων ως μόνης βιώσιμης λύσης απέναντι στην υγειονομική απειλή χωρίς την άρνηση συζήτησης μιας πιθανής εναλλακτικής θα ήταν σε θέση να λύσει τον γόρδιο δεσμό της επαναστατικότητας των διαφωνούντων. Όπως ο βάτραχος έτσι και η δυσπιστία θα αργοπέθαιναν διαπιστώνοντας την συντριβή στην οποία οδηγεί ένα αδιάσειστο επιχείρημα εφόσον αυτό υπάρχει. Ο ρεαλισμός και η ωμή παράθεση της αλήθειας είναι η μόνη δυνατή ίαση σε περιπτώσεις έκτακτων κρίσεων. Σε έναν τέτοιον αγώνα δεν νοείται επιλεκτική επιλογή πολεμιστών. Υγιής κοινωνία είναι εκείνη που μπορεί να συνδιαλέγεται και να προχωρά διαφωνώντας. Υγιείς κυβερνήσεις είναι εκείνες που βρίσκουν ευκαιρίες σύγκλισης μέσα σε αντιθετικά συμφέροντα και προσεγγίσεις και όχι εκείνες που επιτείνουν τον διχασμό δημιουργώντας τέρατα.

Νικόλαος Γ. Συρμαλής, Πολιτικός Επιστήμων

(Visited 582 times, 1 visits today)

Κλείσιμο