Έξι συντάκτες απαντούν στα ερωτήματα του LEP αναφορικά με τη δυνατότητα εκπαίδευσης των Ρομά στην Ελλάδα. Αφορμή για τη μελέτη του εν λόγω ζητήματος, υπήρξε η μήνυση που κατέθεσε η Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά προς την Υπουργό Παιδείας εξαιτίας του αποκλεισμού τους από την τηλεκπαίδευση κατά τη διάρκεια της καραντίνας τόσο του Μαρτίου όσο και του Νοεμβρίου. Στην παρούσα έρευνα, ωστόσο, δε θα σταθούμε στην περίοδο της καραντίνας, καθώς αποτελεί ένα “μικρό” και πρόσφατο κομμάτι της προβληματικής που αναπτύσσεται κατά καιρούς σχετικά με την συμμετοχή των Ρομά στην εκπαίδευση.
1) Με αφορμή τη μήνυση που κατέθεσε η Πανελλαδική Συνομοσπονδία Ελλήνων Ρομά προς την Υπουργό Παιδείας εξαιτίας του αποκλεισμού τους από την τηλεκπαίδευση, τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε για την ιδιότητα του πολίτη; Αντιμετωπίζονται οι Έλληνες Ρομά ως πολίτες “δεύτερης κατηγορίας”;
Πέτρος Νικολούδης: Χρόνια τώρα, οι Ρομά αποτελούν μια κοινωνικά αποκλεισμένη ομάδα. Αυτό σημαίνει ότι δε συμμετέχουν ισότιμα στη κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Τα τελευταία χρόνια είχαν γίνει κάποια αργά βήματα ως προς την ένταξη τον Ρομά στο ελληνικό κοινωνικό γίγνεσθαι, τα οποία όμως πήγαν πίσω λόγω της πανδημίας όσο και εξαιτίας της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία δε φαίνεται να έχει τη διάθεση να μεριμνήσει υπέρ των Ρομά. Το γεγονός ότι οι Ρομά αποκλείστηκαν από την τηλεκπαίδευση αποτελεί ένα δυσάρεστο παράδειγμα της οπισθοχώρησης των πολιτικών ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής στη χώρα μας. Τα παιδιά των Ελλήνων Ρομά αποκλείστηκαν από την τηλεκπαίδευση σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ελληνόπουλα, δημιουργώντας ουσιαστικά μαθητές δύο ταχυτήτων. Στερώντας από τα παιδιά των Ελληνών Ρομά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, είναι λογικό εκείνα να απογοητευτούν από το σύστημα, όπως και οι γονείς τους, και να μην επιθυμούν τη συμμετοχή σε αυτό, ακόμα και όταν περάσει η πανδημία. Εάν δεν αλλάξει η διαδικασία αυτή με φιλικές προς τους Ρομά πολιτικές, σε βάθος χρόνου θα είναι αδύνατη η ένταξη τους στην ελληνική κοινωνία, λόγω της αδιαφορίας της ελληνικής κυβέρνησης σε θέματα κοινωνικού αποκλεισμού.
Μαίρη Σκούρτι: Όπως όλοι γνωρίζουμε το τελευταίο χρονικό διάστημα η εκπαίδευση πραγματοποιείται εξ αποστάσεως λόγω της πανδημίας. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ο αποκλεισμός των Ελλήνων Ρομά από την τηλεκπαίδευση. Σε μια ευρωπαϊκή και δημοκρατική χώρα,όπως είναι η Ελλάδα η απόφαση αυτή είναι κατακριτέα. Όλα τα μέλη μιας κοινότητας έχουν την ιδιότητα του πολίτη, δηλαδή είναι ίσοι ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Ωστόσο, τα παιδιά των Ελλήνων Ρομά στερούνται το δικαίωμα στην μόρφωση και ως απόρροια αυτού μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αντιμετωπίζονται ως «πολίτες δεύτερης κατηγορίας».
Ορνέλα Σολλάκου: Η πανδημία ανέδειξε πολλές ελλείψεις της κρατικής οργάνωσης, ένα από αυτά είναι η ανεπάρκεια της εκπαίδευσης να μεριμνά, ώστε κανένα παιδί να μην μένει εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε τέτοιες καταστάσεις. Μια από τις πιο πληγείσες ομάδες σε αυτό το τομέα είναι οι Ρομά. Για ένα μεγάλο ποσοστό, αν όχι για το εκατό τοις εκατό, η τηλεκπαίδευση είναι κάτι εντελώς ξένο ή δύσκολα προσβάσιμο, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτοί οι άνθρωποι ζουν σε μέρη, όπου η σύνδεση στο διαδίκτυο, δεν είναι εφικτή. Όταν κάποια κοινωνική ομάδα δεν μπορεί να έχει πρόσβαση σε θεμελιώδεις παροχές που οφείλει να προσφέρει ένα κράτος, αυτόματα τίθεται στο περιθώριο, οπότε πράγματι συγκαταλέγεται στους πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
2) Η ισχνή παρουσία και οι χαμηλές επιδόσεις των παιδιών Ρομά στο σχολείο θεωρείτε πως απορρέουν από πολιτισμικούς ή κοινωνικούς παράγοντες κατά κύριο λόγο;
Μαίρη Γκαλιανίδου: Αμφότερα επηρεάζουν τη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Έτσι λοιπόν αν εξετάσουμε την κατάσταση από πολιτισμική σκοπιά, θα δούμε πως οι Ρομά έχουν μια διαφορετική αντιμετώπιση αυτού που λέγεται ζωή, ακόμη και η τάση τους να παντρεύονται από πολύ μικρή ηλικία και να δημιουργούν οικογένεια, μαρτυρά το γεγονός αυτό. Από την άλλη, προσεγγίζοντας κοινωνικά το θέμα, μπορούμε να πούμε ότι και οι υποχρεώσεις τους, τους αποσπούν σε μεγάλο βαθμό από την εκπαιδευτική διαδικασία. Για παράδειγμα, συχνά για βιοποριστικούς και οικονομικούς λόγους μετακινούνται από περιοχή σε περιοχή, με αποτέλεσμα να μην έχουν μόνιμο τόπο κατοικίας και πρόσβαση σε συγκεκριμένη σχολική μονάδα.
Εύη Κλειτσίκα: Θεωρώ ότι επηρεάζονται κατά κύριο λόγο από κοινωνικούς παράγοντες. Οι Ρομά αποτελούν μία κλειστή ομάδα με δικούς της κανόνες, τρόπους συμπεριφοράς, ήθη και έθιμα. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι ζουν όλοι μαζί στη δική τους κοινότητα και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με συγκεκριμένο γλωσσικό κώδικα. Τα παιδιά των Ρομά έχουν γαλουχηθεί σε αυτό το πολιτισμικό και κοινωνικό μοτίβο, ούτως ώστε όταν βγουν έξω από αυτό, να μην εντάσσονται ομαλά στα ευρύτερα κοινωνικά πλαίσια. Αυτή η ανεπάρκεια της ομαλής ενσωμάτωσης δημιουργεί στα παιδιά το αίσθημα της διαφορετικότητας και ψυχολογικά τους καθιστά ευάλωτα. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος, κατά την άποψή μου, που ευθύνεται πολλές φορές για τις χαμηλές τους επιδόσεις και την ελλειπή παρουσία τους στο σχολείο. Ας το σκεφτούμε ως εξής, θα μας άρεσε να είμαστε σ’ ένα χώρο με άτομα με διαφορετικές καταβολές και ίσως άλλο κώδικα επικοινωνίας; Ειδικά αν δεν μας «αγκάλιαζαν» κοινωνικά, δεν θα νιώθαμε θεωρητικά ότι εισβάλλουμε σε μια εμπόλεμη ζώνη;
Πέτρος Νικολούδης: Το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, με τον τρόπο που είναι δομημένο, δεν έχει καμία σχέση με την παράδοση των Ρομά. Οι Ρομά θεωρούν την οικογένεια και την κοινότητά τους ως τις βασικές πηγές μάθησης. Για αυτούς η αληθινή μάθηση είναι η μάθηση που δίνει η ζωή, ο δρόμος. Θεωρούν το σχολείο ότι χρειάζεται απλά για να προσφέρει στα παιδιά τους τις βασικές γνώσεις γραμματισμού και αριθμητικής, απλά και μόνο για να έχουν καλύτερη ζωή στο μέλλον (Τσιτσιπά, 2018). Με λίγα λόγια, οι Ρομά βλέπουν το σχολείο ως ένα «αναγκαίο κακό», που θέλει να αποβάλλει από τα παιδιά τους τη Ρομική κουλτούρα, και όχι ως κάτι ωφέλιμο. Πώς μπορεί λοιπόν να αλλάξει η σχέση των Ρομά με την εκπαίδευση; Σίγουρα όχι αποκλειόντας τους από τη τηλεκπαίδευση εν μέσω πανδημίας, αλλά αλλάζοντας το ίδιο το σχολείο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι φιλικό και χρήσιμο για τα παιδιά Ρομά.
Θα μπορούσε για παράδειγμα να συσταθεί μια επιτροπή αποτελούμενη από στελέχη του Υπουργείου Παιδείας όσο και από Έλληνες Ρομά- εκπροσώπους των κοινοτήτων τους, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένα σύστημα εκπαίδευσης κατάλληλο για τα παιδιά Ρομά, στο πλαίσιο του οποίου να μαθαίνουν εξειδικευμένα πράγματα τον δικό τους πολιτισμό, αλλά και για την ελληνική κουλτούρα, την ιστορία της χώρας στην οποία ζουν. Επίσης, προσπάθειες εξοικείωσης των ελληνόπουλων με τον πολιτισμό των Ρομά, σίγουρα θα φέρουν τους δύο πολιτισμούς σε βάθος χρόνου, πιο κοντά. Κοινωνικοί λειτουργοί με εξειδίκευση στη διαπολιτισμική κοινωνική εργασία, σε συνδυασμό με διαμεσολαβητές, μπορούν να συμβάλλουν ως προς αυτή τη κατεύθυνση. Βασική αρχή άλλωστε της μεθοδολογίας της διαπολιτισμικής κοινωνικής εργασίας, είναι η εκπροσώπηση των διαφόρων εθνοτικών ομάδων που αποτελούν τη μειοψηφία στη χώρα που ζουν, σε διοικητικά συμβούλια κοινωνικών υπηρεσιών, έτσι ώστε να επιτευχθεί σε βάθος χρόνου η ομαλή συνύπαρξη των πληθυσμών αυτών με την κυρίαρχη εθνική κουλτούρα (Δημοπούλου-Λαγωνίκα, 2011).
3) Θεωρείτε ότι η έλλειψη πρόνοιας από το Υπουργείο Παιδείας για την εκπαίδευση των Ρομά οξύνει το ρατσισμό;
Μαίρη Γκαλιανίδου: Σαφέστατα και αναζωπυρώνει το φαινόμενο του Ρατσισμού και μάλιστα γίνεται πιο έκδηλη από ποτέ η άνιση αντιμετώπιση τους από την Πολιτεία, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο υπόσταση στην πεποίθηση που τους θέλει να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ωστόσο μία Πολιτεία, που υποστηρίζει ότι μιλά με όρους δημοκρατίας και οραματίζεται τη συλλογική ευδαιμονία των πολιτών της, δεν επιτρέπεται να δίνει το περιθώριο στην ανάπτυξη ρατσιστικών φαινομένων. Εν καιρώ πανδημίας ευχής έργο είναι να θεαθούμε την πραγματικότητα ως αυτή έχει, με τις δυσκολίες, τις ανισότητες που διακατέχεται και να τολμήσουμε με τις πολιτικές μας επιλογές την ουσιαστική αλλαγή που δε θα ακρωτηριάζει επιτέλους τη δημοκρατία. Ας συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε το περιεχόμενο των επιλογών μας και από τη στιγμή που η Πολιτεία επιλέγει συνειδητά να προωθεί πολιτικές πρακτικές ανισότητας, ακόμη και στον τομέα της παιδείας, δεν μπορεί παρά να μην ταλανίζεται μελλοντικά τουλάχιστον από ρατσιστικά φαινόμενα.
Μαίρη Σκούρτι: Οι Έλληνες Ρομά ακόμη και σήμερα δέχονται ρατσισμό είτε για το χρώμα, για τις παραδόσεις, είτε για την καταγωγή τους. Ο αποκλεισμός τους από την εκπαίδευση επιβεβαιώνει την ρατσιστική συμπεριφορά που δέχονται και σίγουρα την μεγεθύνει. Αδιαμφισβήτητα, η κίνηση αυτή του κράτους οδηγεί τους Ρομά να αισθάνονται μειονεκτικά και «κατώτεροι» στην κοινωνία. Με λίγα λόγια, θεωρούν ότι είναι περιθωριοποιημένοι από την υπόλοιπη κοινωνία.
Ορνέλα Σολλάκου: Πλέον το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στην Ελλάδα, είναι σχεδιασμένο να δέχεται κάθε κοινωνική ομάδα, είτε αποτελεί μέλος μειονότητας, είτε είναι μέλος της ευρύτερης κοινωνίας. Εφαρμόζεται όμως κάτι τέτοιο στην πράξη; Για μια μειονότητα όπως αυτή των Ρομά, η εκπαίδευση αποτελεί μάλλον πολυτέλεια παρά ανάγκη. Δυστυχώς για αυτούς τους ανθρώπους, το κράτος δεν έχει μεριμνήσει ώστε να τους προσφέρει τα πιο βασικά αγαθά ακόμη, όπως ένα βιώσιμο μέρος για να ζουν σαν όλους τους υπόλοιπους, έτσι αναπόφευκτα η εκπαίδευση έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Η κουλτούρα τους γενικότερα, προάγει το αίσθημα της επιβίωσης παρά αυτό της πνευματικής ανάπτυξης. Αυτη η περιθωριοποίηση πρωτίστως από το κράτος, οδηγεί κατ΄επέκταση και στην περιθωριοποίησή τους απο τον υπόλοιπο πληθυσμό, οξύνοντας ετσι τον ρατσισμό απέναντί τους.
4) Τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση καταβάλλει προσπάθεια ένταξης των Ρομά στις κοινωνικές δομές και δη στην εκπαίδευση, μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων επιμόρφωσης και ευρύτερης εκπαίδευσης, θεωρείτε ότι η πολιτική της χωρας μας απέναντι στους Ρομά συνάδει με τις αρχές ενός σύγχρονου φιλελεύθερου Ευρωπαϊκου κρατους;
Εύη Κλειτσίκα: Νομίζω ότι εδώ έχουμε αρκετό δρόμο ακόμα. Με δεδομένα τα στοιχεία της επικαιρότητας και την έλλειψη πρόνοιας για την τηλεκπαίδευση των Ρομά, η πολιτική της Χώρας μας οφείλει να κινηθεί σε αέρα εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού. Η απόκλιση αυτή θίγει τα δικαιώματα των Ρομά στην εκπαίδευση. Είναι καίρια η προστασία των δικαιωμάτων σ’ ένα σύγχρονο Κράτος δικαίου, γιατί αυτά αποτελούν τον πυρήνα της φιλελεύθερης Δημοκρατίας μας. Η Ε.Ε. ακολουθεί συγκεκριμένη ανθρωπιστική πολιτική και αυτά τα θέματα έχουν σημαίνουσα βαρύτητα. Η κρατική πολιτική οφείλει, λοιπόν, να ενισχύσει την κοινή γραμμή με τους εταίρους και να ακολουθήσει αποτελεσματικούς μηχανισμούς δράσης, πιο φιλικά διακείμενες στους Ρομά.
Μαρία Μαρίνη: Βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων, είναι η δημοκρατία, ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και η έμπρακτη προστασία αυτών μέσω της συνεχούς προσπάθειας άμβλυνσης των ανισοτήτων. Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και το ελληνικό κράτος, τουλάχιστον σε επίπεδο προγραμματικών δηλώσεων. Κανείς δεν αμφισβητεί τη σημασία της ισότητας και της εκπαίδευσης, ως αγαθά, για όλους τους πολίτες της χώρας ανεξαιρέτως, χωρίς, ωστόσο, στην πράξη να αποδεικνύεται κάτι τέτοιο. Εξαίρεση αποτελούν τα προνοιακά επιδόματα που παρέχει το κράτος στους Έλληνες Ρομά προκειμένου να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, καθώς και τα λίγα εκπαιδευτικά προγράμματα που βρίσκονται σε ισχύ και αφορούν τη συμπερίληψη των Ρομά στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, μπορεί να υπάρχει καλή θέληση προς την κατεύθυνση της ένταξης των Ρομά σε κοινωνικές δομές, ωστόσο, η Ελλάδα έχει να κάνει μεγάλη πρόοδο ακόμα για να συνάδει έμπρακτα με τις αρχές ενός σύγχρονου φιλελεύθερου ευρωπαϊκού κράτους.
Πέτρος Νικολούδης: Σε μία σύγχρονη φιλελεύθερη κοινωνία, το άτομο, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, κοινωνικοοικονομικής προέλευσης, θρησκεύματος, σεξουαλικής ταυτότητας, έχει το δικαίωμα να είναι ελεύθερο να πετυχαίνει τους στόχους του και να επιδιώκει την ευτυχία του, αξιοποίωντας τους πόρους της κοινωνίας. Ενώ λοιπόν η ελληνική πολιτεία αυτοαποκαλείται φιλελεύθερη, στερεί από τα παιδιά των Ελλήνων Ρομά την πρόσβαση στη τηλεκπαίδευση, αποσυνδέοντας τα από την εκπαιδευτική διαδικασία, άρα και σε ένα σημαντικό βαθμό από την ίδια ελληνική κοινωνία. Συμπερασματικά, το ελληνικό κράτος όχι μόνο δε καταβάλλει προσπάθειες για την έξοδο των Ρομά από τον κοινωνικό αποκλεισμό που αντιμετωπίζουν (σε αντίθεση με την Ε.Ε.), αλλά στρέφεται και ενάντια στη φιλοσοφία του φιλελευθερισμού από την οποία υποτίθεται ότι διακατέχεται.
5) Ο ρατσισμός που βιώνουν τα παιδιά Ρομά πολλές φορές στο σχολείο οδηγεί στη γκετοποίησή τους και την συνακόλουθη στροφή στην κοινότητα που τους προσφέρει αποδοχή και το αίσθημα του ανήκειν. Πόσο εύκολο είναι όμως για τα παιδιά να ξεφύγουν από τα ήθη και τα έθιμα της κοινότητας και να εξελιχθούν μέσα από τη μόρφωση;
Μαίρη Γκαλιανίδου: Αρχικά και μόνο η μη συμπερίληψη της λέξης «μόρφωση» στα ήθη και τα έθιμα τους είναι μία προβληματική κατάσταση που θα έπρεπε να μας ανησυχεί και να εγείρει προβληματισμούς Πολιτειακούς. Θεωρώ, πως ο Πολιτισμικός Λόγος, τον οποίον πρεσβεύουν τα ήθη και τα έθιμα, συνδιαμορφώνεται με τον Πολιτικό Λόγο. Από τη στιγμή που σαν πολίτες νιώθουν ότι περιθωριοποιούνται και δεν τους δίνεται βήμα ώστε να εκφραστούν, έστω μέσα από το σχολείο ως φορέα εκπαίδευσης, είναι λογικό να δημιουργούν ως άμυνα έναν δικό τους Πολιτισμό που τους αντιπροσωπεύει καλύτερα και τους παραχωρεί την ελευθερία που πασχίζουν στην έξω κοινωνία να βρουν. Η αντιμετώπιση τους από την ίδια την κοινωνία σαν το «Άλλο», το «ξένο» που θα πρέπει να αποφεύγεται ως το κακό παράδειγμα, είναι μάλλον αυτό που τελικά τους κρατά μακριά από το κομμάτι της εκπαίδευσης. Δυστυχώς είναι δύσκολο να ανατραπεί αυτή η κατάσταση, διότι απαιτούνται δομικές αλλαγές που η Πολιτεία δεν μπορεί να υποστηρίξει τουλάχιστον άμεσα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αξιόλογα παραδείγματα Ρομά που κατάφεραν, παρά τις δυσμενείς συνθήκες, να εξελιχθούν και να φτάσουν πολύ ψηλά.
Μαρία Μαρίνη: Το σχολείο για τα περισσότερα παιδιά είναι συνυφασμένο με ένα ευχάριστο περιβάλλον που δίνει εφόδια για το μέλλον και ερεθίσματα για να ανακαλύψουν πτυχές του εαυτού τους συμβάλλοντας στην προσωπική τους εξέλιξη. Τα παιδιά Ρομά όμως, συχνά, αντιμετωπίζουν μία πολύ διαφορετική πραγματικότητα. Οι αναμενόμενες χαμηλές επιδόσεις τους στα μαθήματα, λόγω των πρακτικών δυσκολιών τις οποίες καλούνται να διαχειριστούν καθημερινά, αλλά και ο ρατσισμός που βιώνουν από τους συμμαθητές τους, εξαιτίας της διαφορετικότητάς τους, μετατρέπουν το σχολείο σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Ένα μέρος, το οποίο, αντί να αποτελεί ένα δρόμο που θα τους ωθήσει να πετάξουν μακριά και να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, γίνεται μια φυλακή που τα καταπιέζει. Αντιθέτως, την αποδοχή που αναζητούν και το αίσθημα του “ανήκειν”, τα βρίσκουν στο εσωτερικό της κοινότητας, όπου οι δεσμοί της οικογένειας και της αλληλεγγύης είναι ούτως ή άλλως στενοί. Συνεπώς, είναι πραγματικά δύσκολο και ταυτόχρονα αξιοθαύμαστο, ένα παιδί Ρομά, να καταφέρει να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του σχολείου και αντί να επιλέξει -το εύλογο για ένα παιδί- να παίξει, να τραγουδήσει και να χορέψει με άτομα της κοινότητάς του, να αφοσιωθεί στο διάβασμα με δυσμενέστερες συνθήκες σε σχέση με ένα άλλο παιδί της ηλικίας του.
Ορνέλα Σολλάκου: Γενικότερα παρατηρείται το φαινόμενο της γκετοποίησης των παιδιών Ρομά στα πλαίσια του σχολείου. Το γεγονός ότι αυτή η κοινωνική ομάδα αντιμετωπίζεται με καχυποψία από όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό οδηγεί τους Ρομά να αναζητούν τρόπους να βρίσκονται με τους ομοίους τους. Έτσι αυτά τα παιδία πολύ δύσκολα ξεφεύγουν από τα ήθη και τα έθιμα της κοινότητάς τους, καθώς μόνο μέσα από αυτά νιώθουν ότι ολοκληρώνονται και πως η εκπαίδευση, τουλάχιστον με τα τωρινά δεδομένα, αποτελεί τροχοπέδη για τους ίδιους. Ωστόσο κανένας δεν θα έπρεπε να καθορίζεται από την πολιτισμική του ταυτότητα, ούτε να την απαρνείται προκειμένου να ενταθεί σε ένα ευρύτερα αποδεκτό σύνολο ιδεών και πολιτισμικών πρακτικών. Ο άνθρωπος αναπτύσσεται μέσα από τον πολιτισμό και ο πολιτισμός από τον ίδιο τον άνθρωπο. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα πρέπει να προάγουν την αγάπη για τον κάθε πολιτισμό, να μην υπάρχει ένας μόνο κοινωνικά αποδεκτός. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η ανάγκη εξομάλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων πρωτίστως στα πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος· αρωγός σε αυτήν την προσπάθεια είναι φυσικά η παιδεία και η σωστή μετάδοσή της προς όλους, ισάξια.
6) Βασικό κίνητρο των Ρομά για την ένταξη των παιδιών τους στην εκπαίδευση είναι τα επιδόματα και οι παροχές του κράτους απέναντί τους. Θεωρείτε ότι η προσπάθεια συμπερίληψης των Ρομά στην κοινωνία μέσω μεταβιβαστικών πληρωμών είναι στη σωστή κατεύθυνση; Πως φαντάζεστε ότι θα ήταν τα πράγματα εάν δεν υπήρχε το οικονομικό κίνητρο;
Εύη Κλειτσίκα: Προσωπικά η προβληματική αυτή κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Από τη στιγμή που η εκπαίδευση αποτελεί δημόσιο αγαθό και δεν αποκλείει κανέναν από αυτή, θεωρώ ότι η επιχορήγηση από το Κράτος για κάτι που παρέχεται ήδη δωρεάν είναι κάπως οξύμωρη. Δεν γίνεται να θέτει ο κρατικός μηχανισμός ως κίνητρο το επίδομα για να σε προσελκύσει να μορφωθείς. Η μόρφωση είναι υπέρτατο αγαθό. Με αυτό τον τρόπο χάνεται η στοχοθεσία. Ο στόχος γίνεται πλέον το επίδομα. «Πιστεύω ότι ως Κράτος αντί να σε πληρώνω για να μάθεις, οφείλω να σου δημιουργήσω τις προοπτικές που να επιζητάς τη μόρφωση» Αν δεν υπήρχε το οικονομικό κίνητρο; Θεωρώ ότι το ποσοστό συμμετοχής θα ήταν χαμηλό για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Μαρία Μαρίνη: Το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που το κράτος θεωρεί πως με τα επιδόματα και τις παροχές, επιλύει το θέμα της εκπαίδευσης των Ρομά και τους εντάσσει μέσω αυτής στην κοινωνία. Το ζητούμενο σε αυτή την περίπτωση είναι το κράτος να καταστήσει την παιδεία όντως δημόσιο αγαθό, εξαλείφοντας την ανισότητα που διαφοροποιεί στην πράξη τον δημόσιο χαρακτήρα της. Αυτό φυσικά δεν ισχύει μόνο για τα παιδιά Ρομά αλλά και για όλα τα παιδιά που βρίσκονται στην επικράτεια και δεν έχουν τους πόρους για να καλύψουν βασικές βιοτικές ανάγκες ανεξαρτήτου εθνικότητας, θρησκείας και οποιουδήποτε άλλου διαχωρισμού. Φυσικά και αν δεν υπήρχε το οικονομικό κίνητρο, οι Ρομά θα ενθάρρυναν τα παιδιά τους να εργάζονται για να φέρνουν μεροκάματο στο σπίτι αντί να πηγαίνουν στο σχολείο και να μορφώνονται και αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το σημείο κλειδί. Η παρέμβαση του κράτους θα πρέπει κατ’ ουσίαν να αφορά τη διαμόρφωση καλύτερων συνθηκών που θα δίνει έμπρακτα την ευκαιρία στα παιδιά Ρομά να συμμετέχουν στην εκπαίδευση, όπως για παράδειγμα, με τη δημιουργία κέντρων όπου θα υπάρχει θέρμανση, ηλεκτρισμός, σχολικά βιβλία και γραφική ύλη καθώς και υπεύθυνοι εκπαιδευτικοί που θα διευκολύνουν τα παιδιά στη μελέτη. Μια τέτοια δράση σε συνδυασμό με την προώθηση μιας κουλτούρας ισότητας, συμπερίληψης αλλά και αποδοχής της διαφορετικότητας, θα βοηθούσε να αποφευχθούν ρατσιστικές συμπεριφορές εναντίον των Ρομά, καθιστώντας το σχολείο ένα ασφαλές και ζεστό περιβάλλον για όλους.
Μαίρη Σκούρτι: Το κράτος έχει αποφασίσει να χορηγεί επιδόματα στους Ρομά για να μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά. Τα επιδόματα σίγουρα αποτελούν βασικό κίνητρο για την ένταξη τους στην κοινωνία αλλά δεν θα πρέπει να είναι μόνο το οικονομικό. Είναι ωφέλιμο οι Ρομά να συνειδητοποιήσουν ότι θα πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνία και να μην ενδιαφέρονται μόνο για το χρήματα. Το ερώτημα είναι αν δεν χορηγούνταν τα επιδόματα πως θα ήταν τα πράγματα; Άποψη μου είναι ότι το μοναδικό που θα τους απασχολούσε είναι η εύρεση εργασίας και θα αδιαφορούσαν για την εκπαίδευση των παιδιών τους,τα οποία με την σειρά τους θα άρχιζαν να εργάζονται. Όμως δεδομένου των οικονομικών συνθηκών της Ελλάδας η αδυναμία εύρεση εργασίας είναι φανερή και η κατάσταση αυτή μπορεί να οδηγήσει και στην εγκληματικότητα. Όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του και την οικογένειά του αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει αθέμιτα μέσα.
Βιβλιογραφία:
- Δημοπούλου-Λαγωνίκα, Μ.(2011). Το μοντέλο της διαπολιτισμικής κοινωνικής εργασίας. Στο Αποστολοπούλου (Επιμ.), Μεθοδολογία κοινωνικής εργασίας: Μοντέλα παρέμβασης (σελ. 703-744). Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.
- Τσιτσιπά, Ε.Π. (2018). Εκπαίδευση των Ρομά και κοινωνικός αποκλεισμός. Εκπαιδευτικές πρακτικές και σχολική πορεία του 3ου Δ. Σχ. Ζεφυρίου (Διπλωματική Εργασία). Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κόρινθος.
Συντάκτες:
Μαίρη Γκαλιανίδου, Φοιτήτρια Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών
Εύη Κλειτσίκα, Φιλόλογος
Μαρία Μαρίνη, Πολιτικός Επιστήμονας
Πέτρος Νικολούδης, Κοινωνικός Επιστήμονας- Φοιτητής Κοινωνικής Εργασίας
Μαίρη Σκούρτι, Φοιτήτρια Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών
Ορνέλα Σολλάκου, Φοιτήτρια Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών