Tο «Belfast» αποτελεί μια βαθιά αυτοβιογραφική ταινία αλλά και προσωπική εξομολόγηση του Κένεθ Μπράνα. Ο γνωστός ηθοποιός αναλαμβάνει τον ρόλο του σκηνοθέτη για να αποτυπώσει το Μπέλφαστ, την πόλη της Βόρειας Ιρλανδίας που πέρασε τα πρώτα του χρόνια.
Από τα αρχικά πλάνα, γίνεται αντιληπτό ότι ο Μπράνα προσπαθεί με το έργο του να αποδώσει έναν φόρο τιμής στην παιδική του ηλικία, την γενέτειρα και όλα τα πρόσωπα που στιγμάτισαν για πάντα το “είναι” του. Κάποιος θα έλεγε ότι ο σκηνοθέτης θέλει για μια τελευταία φόρα να δώσει πνοή στους ανθρώπους που χάθηκαν από την ζωή του και να περπατήσει μια τελευταία φόρα στους δρόμους που μεγάλωσε. Το σημαντικότερο δε, να απελευθερώσει τις αναμνήσεις που κρατούσε τόσο καιρό μέσα του. Αυτό το μείγμα νοσταλγίας, κωμωδίας και αθωότητας είναι αυτό που κάνει το έργο αρκετά προσιτό και μετατρέπει την ασπρόμαυρη εικόνα σε μια ανάμνηση όπου συμμετέχουμε όλοι σα θεατές.
Ένα καλοκαίρι στο νότιο Μπελφαστ του 1969
Ο Κενέθ Μπράνα μας μεταφέρει με το έργο του στην καρδιά του καλοκαιριού του 1969. Μέσα από τα μάτια του εννιάχρονου ήρωα, Μπάντι, βιώνουμε την ηρεμία και το παιχνίδι που χαρακτηρίζουν τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού, αυτές που για πάντα παραμένουν στο μυαλό μας. Ο σκηνοθέτης μας εισάγει επίσης στο νότιο Μπέλφαστ, ένα μέρος που οι άνθρωποι ζούν αρμονικά αντιμέτωποι με τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Παρά τη νεαρή του ηλικία, ο εννιάχρονος Μπράνα έχει ήδη αναπτύξει ενδιαφέρον για το σινεμά κι έχει δημιουργήσει πολλές και στενές φιλίες με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Αυτό το πάθος για τις κινηματογραφικές ταινίες θα αποτελέσει μελλοντικά το ίδιο συναίσθημα που θα τον οδηγήσει μελλοντικά στο να επιδιώξει μια καριέρα σαν ηθοποιός και σκηνοθέτης. Παρόμοια θέματα βλέπουμε και σε άλλη ταινία σταθμό για τον Βρετανικό κινηματογράφο, «The Long Day Closes», του Terence Davies.
Σύντομα όμως αποδεικνύεται ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα στη Βόρεια Ιρλανδία. Η μαμά του, Μπαλγ, παλεύει να τα βγάλει πέρα ενώ ο πατέρας του, Ντόρμαν, εργάζεται στην Αγγλία, προσπαθώντας να βγάλει αρκετά χρήματα για να στηρίξει την οικογένεια. Μέσα από τους καυγάδες στον οικογενειακό κύκλο, ο Μπαντί σιγά-σιγά αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι γονείς του.
Ένα Μπέλφαστ στη σκιά ενός εμφυλίου
Εκτός από τις οικονομικές δυσκολίες, ο μικρός ήρωας είναι αντιμέτωπος και με κάτι μεγαλύτερο. Το 1969, συγκεκριμένα το χρονικό διάστημα μεταξύ 12 και 17 Αυγούστου, η Βόρεια Ιρλανδία συγκλονίστηκε από ταραχές που προέκυψαν από την εκστρατεία για τα δικαιώματα των πολιτών της χώρας, η οποία απαιτούσε τον τερματισμό των διακρίσεων εις βάρος των Ιρλανδών καθολικών. Τα γεγονότα του Αυγούστου του 1969 θεωρούνται ως η αρχή της τριαντάχρονης σύγκρουσης στη Βόρεια Ιρλανδία.
Η σύγκρουση αυτή μεταφέρεται και στην γειτονιά του Μπράνα αλλάζοντας την αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των δυο κοινοτήτων, Καθολικών και Προτεσταντών. Αφορμή για την όξυνση των σχέσεων γίνεται μια επίθεση κουκουλοφόρων που φέρνει την αναταραχή και λαμβάνει συγκρουσιακές διαστάσεις σε όλη την πόλη με τη θρησκεία να πυροδοτεί το μίσος.
Ωστόσο, η ταινία δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο εμφύλιος διαχέεται και στις άλλες πτυχές της ζωής του Μπράνα και της οικογένειας του. Ο κόσμος γύρω από τον εννιάχρονο ηρώα αρχίζει σταδιακά να αλλάζει. Το πέπλο της αθωότητας φθείρεται κάτω από τις πιέσεις του εμφυλίου πολέμου και της εμπόλεμης κατάστασης που γεννά την παράνοια. Ενώ ο εμφύλιος αρχικά φαίνεται σαν κάτι προσωρινό, αρχίζει σταδιακά να λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις επηρεάζοντας τον Μπάντι, τα άλλα παιδιά και τους ενήλικες. Όμως αυτό που διαχωρίζει τα παιδιά είναι η αθώα και σχεδόν μυωπική όραση τους. Μια όραση που αδυνατεί να συλλάβει τους πολιτικούς, ιστορικούς και θρησκευτικούς λόγους που λανθάνει η βία.
Τίποτα δεν πτοεί τον μικρό Μπάντι. Προσπαθεί να κερδίσει την προσοχή της κοπέλας που του αρέσει στο σχολείο και να κάνει ευτυχισμένους τους γύρω του, όπως τη μαμά, τον παππού, την γιαγιά. Συνεχίζει να χορεύει, να τραγουδάει, να πηγαίνει στο σινεμά, να απολαμβάνει την παιδική του ηλικία. Όλα όσα αγαπούσε και του έδιναν ασφάλεια – η μουσική, η αγάπη των οικείων του, το γέλιο κι η μαγεία του κινηματογράφου – δεν άλλαξαν.
Καθώς όμως τα γεγονότα αρχίζουν να κλιμακώνονται, οι προσπάθειες του μικρού Μπάντι δεν είναι πια αρκετές. Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις έναν κόσμο, γεμάτο από φόβους και μίσος.
Το τέλος μιας εποχής
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «Belfast» είναι μια καλό-γυρισμένη ταινία με υπέροχη φωτογραφία και πολύ καλές ερμηνείες. Ωστόσο, αυτό που κάνει την ταινία ιδιαίτερη είναι η διάσταση της αυτοβιογραφίας. Ο Μπράνα καταφέρνει εξαιρετικά να αισθητοποιήσει το τέλος της παιδικής ηλικίας στο έργο του και να συνεχίσει την παράδοση που έχει σε αυτό ο βρετανικός κινηματόγραφος.
Άλλο ένα πράγμα που συλλαμβάνει ο Μπράνα είναι τα αποτελέσματα των συγκρούσεων, ειδικά τις συνθήκες πίσω από κοινωνικά φαινόμενα, όπως η μετανάστευση. Όπως δείχνει στο έργο του, δεν είναι καθόλου εύκολο να αφήσει κανείς την ταυτότητα, την οικογένεια και την αθωότητα του για να εγκατασταθεί σε έναν τόπο ξένο. Μπορεί τώρα με την εμφάνιση του διαδικτύου αυτό να μην είναι τόσο δύσκολο, σε κάθε περίπτωση όμως το 1969 η γεωγραφική απόσταση χώριζε τους ανθρώπους.
Επίσης, η ταινία έχει πολιτική διάσταση. Δεν γίνεται να αγνοήσει κάποιος τα ιστορικά γεγονότα που εκτυλίσσονται στην ταινία, καθώς αυτά διαμορφώνουν την πλοκή της ταινίας. Ωστόσο, ο Μπράνα κάνει μια ενδιαφέρουσα ή απολιτίκ -ως ένα βαθμό- επιλογή στην απεικόνιση τους: τα παρουσιάζει ως παιδική ανάμνηση.
Ενώ αυτή η επιλογή του σκηνοθέτη έχει γίνει αντικείμενο κριτικής, πιστεύω ότι είναι ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας. Η θέαση ενός πολύ σκοτεινού κεφαλαίου της ιστορίας της Βόρειας Ιρλανδίας μέσα από τα ματιά ενός παιδιού, μας προσφέρει μια νέα οπτική των συγκρούσεων και του πολέμου αφού το συλλαμβάνει στην καθαρή του μορφή χωρίς την επιρροή πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Δαβίδ-Αριστοτέλης Φουσίεκ, Πολιτικός Επιστήμονας