Η εικόνα της Ελλάδας εκείνο το μακρινό 1909 σίγουρα δεν ήταν ικανοποιητική. Η εξωτερική πολιτική δεν φαινόταν να πηγαίνει καλά. Παρότι το φθινόπωρο του 1908 έλαβαν χώρα δύο πραξικοπήματα με αποτέλεσμα την προσάρτηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία και την αυτοανακήρυξη της Βουλγαρίας σε ανεξάρτητο βασίλειο, η Μεγάλη Ιδέα για την Ελλάδα, φαινόταν όνειρο απατηλό. Η εξωτερική πολιτική όμως δεν ήταν η μόνη που είχε προβλήματα. Στο εσωτερικό, τα οικονομικά δεν είχαν επανακάμψει από την πτώχευση του 1893 ενώ η βασιλική οικογένεια ζούσε ζωή χαρισάμενη ξοδεύοντας απρόσκοπτα τα λεφτά του ελληνικού λαού. Τη γενικότερη ανεπάρκεια της ηγεσίας προσπάθησε να εκφράσει το κίνημα των Ιαπώνων το 1906, σε μια προσπάθεια επίσης ανεπαρκή. Όλα αυτά ως τα ξημερώματα της 15ης Αυγούστου και το Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμός ιδρύθηκε κάπου στον Οκτώβρη του 1908 και ήταν μια μυστική οργάνωση εντός του στρατού που στόχευε στην αναδιοργάνωση του μετά τις τρομερές ζημιές του Ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης Θεοτόκη, τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της πολιτικής του δεν ικανοποιούσαν και έτσι ο Σύνδεσμος, καθώς και άλλες στρατιωτικές οργανώσεις, απέκτησε ισχυρότατα ερείσματα στον στρατό. Ο Σύνδεσμος αποτελείτο από κατώτερους αξιωματικούς και καθρέφτιζε το λαό που δεν μπορούσε να περιμένει άλλο υπομένοντας αυτές τις κακές συνθήκες.
Τη ηγεσία του Συνδέσμου ανέλαβε ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, ένας ψύχραιμος και μετριοπαθής άνθρωπος που αργότερα θα συμβάλει στον «έλεγχο» των πιο θερμόαιμων αξιωματικών. Ήδη από τον Μάιο του 1909, κυκλοφορούσαν στην Αθήνα φήμες για στρατιωτικό πραξικόπημα το οποίο εν τέλει εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 15ης Αυγούστου. Ο ίδιος ο Ζορμπάς παραθέτει ως αίτια για το κίνημα: «Η Βουλευτοκρατία και η συναλλαγή, η οικονομική δυσπραγία ένεκα της πλημμελούς φορολογίας, επιβαρυνούσης ιδίως τας λαϊκάς τάξεις, η κακή απονομή της δικαιοσύνης και η έλλειψις δημοσίας ασφαλείας, ο ατυχής πόλεμος του 1897, το Κρητικόν ζήτημα και το απαράσκευον του κράτους προς οιανδήποτε πολεμικήν δράσιν». Παρότι επρόκειτο για μια ουσιαστικά παράνομη πράξη, η μεγάλη πλειοψηφία του λαού της Αθήνας τάχθηκε στο πλευρό των κινηματιών. Οι πολίτες στριμώχνονταν έξω από το στρατόπεδο στο Γουδί για να δουν την «επανάσταση» να ξετυλίγεται μπροστά τους. Βέβαια, το κίνημα δεν έγινε δεκτό από όλη την Ελλάδα με τον ίδιο ενθουσιασμό καθώς σε μέρη όπως η Πάτρα, έγιναν μαζικές εκδηλώσεις συμπαράστασης προς τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος αιτούνταν μεταρρυθμίσεις που εκτείνονταν σε διάφορους προβληματικούς τομείς της ελληνικής πραγματικότητας: παιδεία, δικαιοσύνη, δημοσιονομικά, αναδιάρθρωση του στρατού και φυσικά απομάκρυνση του διαδόχου Κωνσταντίνου. Η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη που διαδέχτηκε την κυβέρνηση Ράλλη, δρούσε ουσιαστικά υπό την κηδεμονία του Συνδέσμου και δέχτηκε όλα τα αιτήματα του. Ωστόσο, σύντομα έγινε φανερή η έλλειψη αποφασιστικότητας και συνοχής στο Σύνδεσμο ο οποίος δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κυβερνήσει και γνωρίζοντας την έλλειψη κατάρτισης στον τομέα της διακυβέρνησης του κράτους, ήθελε το συντομότερο να γλυτώσει από αυτό το βάρος.
Έτσι, εισήλθε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ελληνική πολιτική σκηνή, έπειτα από κλήση του Συνδέσμου, ερχόμενος από την Κρήτη που ακόμη δεν είχε ενσωματωθεί στην ελληνική επικράτεια.
Παρότι το Κίνημα στο Γουδί δεν είχε πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών για την ελληνική πραγματικότητα, η επιτυχία του φανέρωσε τα σαθρά θεμέλια της καθεστηκυίας τάξης. Ο Σύνδεσμος υποχρέωσε τα ανάκτορα να απομακρύνουν τον διάδοχο και τους πρίγκιπες ενώ έδωσε φωνή στο λαό για να διαδηλώσει εκφράζοντας πραγματικά ριζοσπαστικές απόψεις όπως η προστασία της παραγωγής, η βελτίωση της θέσης των εργατών κτλ. Ωστόσο, ο Σύνδεσμος παρέμεινε στη συντηρητική του θέση και επιζητούσε τον συμβιβασμό με την αστική τάξη που φυσικά δεν περίμενε τον Σύνδεσμο για να έχει μερίδα στην εξουσία, αλλά σίγουρα ευνοήθηκε από το κίνημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Κίνημα στο Γουδί εξέφραζε την λαϊκή αγανάκτηση προς μια αποπνικτική πραγματικότητα. Δεν επρόκειτο όμως για επανάσταση αλλά για ένα αστικό κίνημα που απέκτησε λαϊκή υποστήριξη και εν τέλει, ενίσχυσε την αστική τάξη.
Εβελίνα Παπαδοπούλου, Ιστορικός