Είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ο λαός απεργεί ασταμάτητα λόγω των δυσχερειών που αντιμετωπίζει και το ΚΚΕ βρίσκεται στην πρώτη γραμμή κάθε διαδήλωσης και κάθε αγώνα κερδίζοντας έδαφος στον πολιτικό χώρο. Η κυβέρνηση Βενιζέλου βλέπει με καχυποψία την ταύτιση του λαού με το ΚΚΕ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε φυσικά ότι μιλάμε για τη δεκαετία που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία στην Ελλάδα θα εκδηλωθεί το 1932. Παρόλα αυτά, η χώρα δεν απέχει από τη διεθνή αγορά και γρήγορα η χειροτέρευση της ζωής του λαού προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τους εργαζόμενους. Οι απεργιακές μάχες εξαπλώνονται σε όλη τη χώρα και ο Βενιζέλος με το που πήρε την εξουσία και ξεκίνησε τη «χρυσή τετραετία» του, έδωσε προτεραιότητα στην ποινικοποίηση την ελεύθερης σκέψης.
Η κυβέρνηση έβλεπε σε κάθε απεργό έναν εν δυνάμει κομμουνιστή, έναν μπολσεβίκο που θα έπαιρνε το κεφάλι του πρωθυπουργού και θα το κρεμούσε στην πλατεία Συντάγματος. Ο πρωθυπουργός ήδη από την προεκλογική του συγκέντρωση στα 1928 είχε δηλώσει ρητώς: «Πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος, του οποίου στερεά θεμέλια είνε η πατρίς, η οικογένεια, η ιδιοκτησία θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του Κράτους. Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά τας αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκάλυπτων ανατρεπικών ενεργειών των εχθρών του κοινωνικού καθεστώτος». Λίγους μήνες μετά τον εκλογικό του θρίαμβο, έφερε στη Βουλή το νομοσχέδιο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» που είχε εισηγηθεί ο δεδηλωμένος αντικομμουνιστής Ζαβιτσάνος ο οποίος αργότερα θα σταδιοδρομήσει στο πλάι του Μεταξά. Το νομοσχέδιο κατακρίθηκε έντονα από τους Καφαντάρη και Παπαναστασίου με τον τελευταίο να προσπαθεί απεγνωσμένα τουλάχιστον να εκδιώκονται και οι φασίστες. Η πρόταση του απορρίφθηκε από τον Βενιζέλο, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε στις 18 Ιουλίου και τέθηκε σε εφαρμογή από τις 25 Ιουλίου του 1929. Ο νόμος υπ’ αριθμό 4229/1929 έμεινε στην ιστορία ως «Ιδιώνυμο». Ιδιώνυμο στη νομική ορολογία ονομάζεται το έγκλημα για το οποίο προβλέπονται ιδιαίτερα αυστηρές ποινές συγκριτικά με τα υπόλοιπα εγκλήματα της γενικής κατηγορίας στην οποία αυτό υπάγεται. Από την ψήφιση του νομοσχεδίου, ο όρος έλαβε πολιτική σημασία και σήμανε κάθε κατασταλτικό μέσο έναντι των κομμουνιστών που εφαρμόστηκε ως τη Μεταπολίτευση και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και ποινικοποιούσε την υποστήριξη κομμουνιστικών ιδεών. Συγκεκριμένα: «Όστις επιδιώκει την εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν τη διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον εξι μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται διά της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός μέχρι δύο ετών εις τόπον εν αυτή οριζόμενον Μετά τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις επωφελούμενος απεργίας ή λοκ – άουτ, προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις».
Το Ιδιώνυμο εφαρμόστηκε καθαυτό με μεγάλη συνέπεια για 7 συναπτά έτη έως ότου αποτέλεσε την έμπνευση στον δικτάτορα Μεταξά για πιο αυστηρό ποινικοκατασταλτικό σύστημα έναντι των κομμουνιστών. Έως τότε όμως δικαίωσε τους εμπνευστές του στέλνοντας τουλάχιστον 3.000 στην εξορία, απολύοντας ανθρώπους από τις δουλειές τους, διασπείροντας την τρομοκρατία και το διχασμό στην ελληνική κοινωνία και διαλύοντας με δικαστικές αποφάσεις οργανώσεις και σωματεία όπως την ΓΣΕΕ. Το Ιδιώνυμο αποτέλεσε τη βάση των αντικομμουνιστικών μέτρων που συνεχίστηκαν από τη μεταξική δικτατορία και έφτασαν στο ζενίθ με τον ΑΝ 509/1947 της κυβέρνησης Σοφούλη που έθεσε το ΚΚΕ εκτός νόμου και εντατικοποίησε τις διώξεις των κομμουνιστών. Ο Εθνάρχης έλεγε ότι με το Ιδιώνυμο φιλοδοξούσε να προστατεύσει τις ελευθερίες των πολιτών. Όχι όλων των πολιτών όμως. Όχι όλου του έθνους.
Εβελίνα Παπαδοπούλου, Ιστορικός