Το αποτέλεσμα των εκλογών της 4ης Ιουλίου του 1928 στην Ελλάδα, ανέδειξε ως νικητή τον πολιτικό σχηματισμό των Φιλελευθέρων,[1] ηγέτης του οποίου ήταν Ελευθέριος Βενιζέλος. Το έργο της νέας κυβέρνησης ήταν εξαιρετικά δύσκολο καθώς οι κυβερνήσεις της περιόδου, είχαν να αντιμετωπίσουν την ρευστή πολιτική κατάσταση της Ευρώπης που επούλωνε τα τραύματα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, παράλληλα με την ανάδειξη δικτατορικών καθεστώτων. Οι δε πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πάλευαν να επιβιώσουν, σε μια χώρα που οι υποδομές της αναπτύσσονταν με αργούς ρυθμούς, ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό τα εδαφικά κέρδη των Βαλκανικών πολέμων, αλλά και τα προβλήματα που απέρρεαν από την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία.[2] Και το κυριότερο: η ελληνική κοινωνία ήταν ιδιαιτέρως πολωμένη από την τροχοπέδη του εθνικού διχασμού, που κυριολεκτικά την εμπόδιζε να αντιμετωπίσει ψύχραιμα τα προβλήματα που ανέκυπταν.[3]
H προσέγγιση της Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας
Παρά την διπλωματική απομόνωση[4] της Ελλάδας έως το 1828, ένα από τα πρώτα επιτεύγματα της κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν η υπογραφή του Ελληνοϊταλικού Συμφώνου Φιλίας, Συναλλαγής και Δικαστικών Διακανονισμών στις 23 Σεπτεμβρίου του 1828. Με την προσέγγιση αυτή, προσφέρονταν η ελληνική ουδετερότητα σε περίπτωση συρράξεως της Ιταλίας με οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή Δύναμη, αλλά και την Γιουγκοσλαβία με την οποία τα συμφέροντα της Ιταλίας στην Αδριατική και τα Βαλκάνια βρίσκονταν σε οξεία αντιπαράθεση. Θα παρέχονταν επίσης και αμοιβαία παροχή πολιτικής και διπλωματικής υποστήριξης, αν ένας από τους δύο συμβαλλομένους βρίσκονταν σε κίνδυνο. Ήταν αυτή ακριβώς η διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας που οδήγησε την κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας να υπογράψει στις 27 Μαρτίου 1929 το Ελληνογιουγκοσλαβικό Σύμφωνο Φιλίας και Υποστήριξης, με το οποίο διατηρούνταν το συνοριακό στάτους κβο. Προσδιορίζονταν ακόμα επακριβώς, οι όροι με τους οποίους τα εμπορεύματα που ξεφορτώνονταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και προορίζονταν για τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, θα κατευθύνονταν από το λιμάνι της μέσω της Ελευθέρας Ζώνης, μιας στενής λωρίδας εδάφους που όμως έχρηζε ως τότε διευθετήσεις τελωνειακού, υγειονομικού, ταχυδρομικού και σιδηροδρομικού χαρακτήρα.[5]
Η δυσκολίες μιας ελληνοτουρκική φιλίας
Ο Βενιζέλος έκρινε ότι η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, την επαύριον της Μικρασιατικής περιπέτειας, ήταν πλέον όχι μόνο ανέφικτη, αλλά και βλαπτική για το Έθνος, είχε ανάγκη από την πρόοδο και την οικονομική ανάταση, σε βάρος των πολεμικών εξοπλισμών, όπως υπαινίχθηκε σε ομιλία του στην Βουλή την 10η Φεβρουαρίου του 1930. Πολλώ δε μάλλον απέναντι σε μια Τουρκία που δεν έδειχνε να διεκδικεί[6] την περίοδο αυτή ελληνικά εδάφη, στρεφόμενη προς την εσωτερική της ανασυγκρότηση. Η επίτευξη υπογραφής ενός Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας αντίστοιχο με εκείνα της Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας σκόνταφτε σε πάμπολλες δυσκολίες οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που άπτονταν της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών αλλά και των εγκαταλειψάντων περιουσιών σε Τουρκία και Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς, Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και Μικρασιατική Καταστροφή. Με μια πρώτη διευθέτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου μέσω της Σύμβαση της Άγκυρας την 10η Ιουνίου του 1930, η Ελλάδα αποκτούσε την κυριότητα των εγκαταλειψάντων υπό των Τούρκων κτημάτων στο έδαφος της, ενώ η Τουρκία αποκτούσε την κυριότητα των ελληνικών κτημάτων στην Τουρκία που εγκαταλείφθηκαν θεωρώντας τα ίσης αξίας.[7] Η Ελλάδα επίσης θα ανελάμβανε να πληρώσει αποζημίωση για τα κτήματα των τουρκικών πληθυσμών που δεν συμπεριλήφθηκαν στην ανταλλαγή πληθυσμών, αλλά και για κτήματα τουρκικών της Δυτικής Θράκης που εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες.[8] Αν και η σύμβαση αυτή, υπέστη δριμεία κριτική από την αντιπολίτευση καθώς υποστηρίχθηκε ότι οι περιουσίες των Ελλήνων που εγκαταλείφθηκαν ήταν πολύ μεγαλύτερης αξίας, ο Βενιζέλος παρέμεινε ακλόνητος στα γραφόμενα της Σύμβασης, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Άλλωστε η πλήρης εκτίμηση των ελληνικών περιουσιών, μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης δεκαετιών χωρίς εγγυημένο ευνοϊκό αποτέλεσμα, ενώ τα οικονομικά οφέλη από τις τότε συνεννοήσεις με την Τουρκία μπορούσαν να είναι άμεσα ορατά, καθώς η υπάρχουσα τουρκική πολιτική ηγεσία της ήταν ευνοϊκή σε συνομιλίες.[9] Επωφελής ή όχι, η Σύμβαση αυτή, θεωρούνταν από την ελληνική κυβέρνηση, ένα πρώτο βήμα προσεταιρισμού της Τουρκίας.
Η υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας, Ουδετερότητας και διαιτησίας
Προκειμένου να οριστικοποιηθούν τα οφέλη από την προσέγγιση της Τουρκίας και ενώ η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 έχει ξεσπάσει και τα εμβάσματα των ναυτικών προς την Ελλάδα έχουν μειωθεί, ο Βενιζέλος υπέγραψε στις 30 Οκτωβρίου του 1930 το Σύμφωνο Φιλίας Ουδετερότητας και Διαιτησίας με την Τουρκία. Τα δύο κράτη αναλάμβαναν αμοιβαίως την υποχρέωση να μην μετάσχουν οιασδήποτε οικονομικής ή πολιτικής συνεννοήσεως, στρεφόμενης εναντίον του ετέρου εξ αυτών. Για το Σύμφωνο αυτό ήταν σύμφωνη και η Ιταλία, που φιλοδοξούσε να σχηματιστεί ένας Ελληνο-Ιταλο-Τουρκικός Συνασπισμός, τον οποίο θα μπορούσε να επηρεάζει κατά το δοκούν.
Παράλληλα υπογράφτηκε και Πρωτόκολλο που αναφέρονταν στους ναυτικούς εξοπλισμούς της Ελλάδας και Τουρκίας, όπου εγγυούνταν και τα δύο μέρη ότι καμιά παραγγελία ή πρόσκτηση ναυτικής μονάδας δεν θα εκτελούνταν αν δεν ειδοποιούνταν το άλλο μέρος έξι μήνες πριν, ώστε να παρασχεθούν οι σχετικές επεξηγήσεις και να προλαμβάνεται «άμιλλαν ναυτικών εξοπλισμών».[10] Η συντήρηση μεγάλων και δαπανηρών ναυτικών μονάδων εξάλλου, αποτελούσε κόλαφο για τον Βενιζέλο λόγο κόστους, που ήταν υπέρμαχος της άποψης που ήθελε τον ελληνικό στόλο να αποτελείται από ελαφρά πλοία μικρού εκτοπίσματος σε συνδυασμό με αεροπλάνα.[11]
Ο τρίτος πυλώνας του Συμφώνου ήταν η Σύμβαση Εμπορίου, Εγκατάστασης και Ναυτιλίας που είχαν σαν στόχο την τόνωση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, την κατοχύρωση δικαιώματος εγκατάστασης Ελλήνων στην Τουρκία ή την Ελλάδα, όσων θα ήθελαν να εγκατασταθούν εκεί από τούδε και στο εξής, αλλά και των ήδη εγκατεστημένων.
Η επικύρωση του Συμφώνου
Καρπός του Συμφώνου μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας ήταν με την διαμεσολάβηση της Ελλάδας η είσοδος της Τουρκίας στην Κοινωνία των Εθνών στις 18 Ιουλίου του 1932. Το ίδιο το Σύμφωνο είχε κυρωθεί τελικά ένα χρόνο πριν, την 5η Οκτωβρίου του 1831, με την επίσκεψη του πρωθυπουργού της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού (Ισμέτ Πασάς) στην Αθήνα εν μέσω εγκάρδιου κλίματος. Σε ομιλία του μετά την τελετή ο Βενιζέλος ανέφερε ότι:
«Τα έγγραφα των κυρώσεων έχασαν ένα μέρος της σημασίας των, αφού τα κυρώσεις τας έχει ήδη δώσει η λαϊκή ψυχή»[12]
Βιβλιογραφία
Δάφνης, Γ.(1974), Η Ελλάς μεταξύ δύο Πολέμων 1923-1940, Τόμος Β, Αθήνα: Ίκαρος.
Στεφάνου, Σ.Ι.(1981), Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου- Η ζωντανή Ιστορία της δραματικής περιόδου του Έθνους 1909-1936, Τόμος Δ, Αθήνα: Λέσχη Φιλελευθέρων.
[1] Δάφνης (1974) 49.
[2] Δάφνης (1974) 50.
[3] Στεφάνου(1981) 35.
[4] Δάφνης (1974) 51.
[5] Δάφνης (1974) 60.
[6] Δάφνης (1974) 6.
[7] Δάφνης (1974) 64.
[8] Δάφνης (1974) 64. Τα ποσά ανέρχονταν σε 125.000 Αγγλικές λίρες και 150.000 αντίστοιχα.
[9] Δάφνης (1974) 65. Στην εφημερίδα των Συζητήσεων της Βουλής ο Ε.Βενιζέλος ανέφερε για τις περιουσίες «…δεν ήτο δυνατή η εκτίμησις η ατομική των περιουσιών, άνευ μακροτάτης προθεσμίας χρόνου και δαπάνης μεγίστης». Στεφάνου (1981) 256,260.
[10] Δάφνης (1974) 68.
[11] Στεφάνου (1981 259).
[12] Δάφνης (1974) 69.
Μιχάλης Κατσικαρέλης, Ιστορικός
Πηγή Εικόνας: https://www.in.gr/2019/10/30/plus/features/30-10-1930-proseggisi-venizelou-kemal-epistegazetai-symfono-filias/