Ο Άλφρεντ Νόμπελ (1833-1896) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 19ου αιώνα. Σουηδός στην καταγωγή, χημικός, μηχανικός, εφευρέτης και επιχειρηματίας απέκτησε 350 πατέντες, με πιο γνωστές αυτές για την ανακάλυψη της δυναμίτιδας (το 1867) και του πυροκροτητή (το 1863). Κατά τη διάρκεια της ζωής του κατοχύρωσε συνολικά 355 διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Ως επιχειρηματίας δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην πολεμική βιομηχανία. Τα έσοδα από τις εφευρέσεις του τον μετέτρεψαν σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Ευρώπη.
Με την διαθήκη του στις 27 Νοέμβρη του 1895, ένα χρόνο πριν τον θάνατο του, διέθεσε το 94% της περιουσίας του (31.225.000 σουηδικές κορώνες ) ως καταπίστευμα, για να υλοποιηθεί αυτό που θεωρείται σήμερα η μεγαλύτερη τιμητική διάκριση στον κόσμο: Το Βραβείο Νόμπελ. Στη διαθήκη ορίζεται ότι «τα βραβεία θα δίνονταν κάθε χρόνο, σε όσους κατά τον προηγούμενο χρόνο θα είχαν προσφέρει τη μεγίστη ωφέλεια στην ανθρωπότητα» στους τομείς της φυσικής, της χημείας, της φυσιολογίας και ιατρικής, λογοτεχνίας και ειρήνης. Με την ίδια διαθήκη συστήθηκε το «Ίδρυμα Νόμπελ» (29 Ιουνίου 1900), που φροντίζει για τη σωστή εκπλήρωση των όρων της, σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη.

Τα πρώτα βραβεία Νόμπελ απονεμήθηκαν στις 10 Δεκεμβρίου 1901, την πέμπτη επέτειο από το θάνατο του Άλφρεντ Νόμπελ. Οι βραβευθέντες ήταν: ο Γερμανός φυσικός Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν με το Νόμπελ Φυσικής, για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, ο ολλανδός χημικός Ιάκωβος Ερρίκος βαν’τ Χοφ, με το νόμπελ Χημείας, για την ανακάλυψη των νόμων της χημικής δυναμικής και ωσμωτικής πίεσης στα διαλύματα, ο γερμανός γιατρός Εμίλ φον Μπέρινγκ, Ιατρικής – Φυσιολογίας, για το έργο του που αφορούσε τη χρήση του ορού ως θεραπευτικού μέσου, ειδικά στην εφαρμογή του κατά της διφθειρίτιδας μέσω της οποίας άνοιξε το δρόμο στον χώρο της ιατρικής, ο γάλλος ποιητής Σιλί Προυντόμ, Λογοτεχνίας, ο ελβετός έμπορος Ερρίκος Ντινάν και ο γάλλος ειρηνιστής Φρεντερίκ Πασί, που μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης, για την ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού ο πρώτος, και τους αγώνες του για την εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης ο δεύτερος.
Σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμπελ, τα βραβεία φυσικής και χημείας απονέμονται από τη Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, το βραβείο της φυσιολογίας – ιατρικής από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, το βραβείο της Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία και το βραβείο της Ειρήνης από πενταμελή επιτροπή, η οποία εκλέγεται από τα νορβηγικά νομοθετικά σώματα («Στόρτινγκ»). Ο Αλφρεντ Νόμπελ είχε εκφράσει «την επιτακτική επιθυμία κατά την απονομή των βραβείων να μη λαμβάνεται καθόλου υπόψιν η εθνικότητα των υποψηφίων, αλλά να απονέμεται το βραβείο στον καλύτερο, ανεξαρτήτως εάν είναι Σουηδός ή όχι». Κάθε νομπελίστας λαμβάνει ένα χρυσό μετάλλιο, ένα δίπλωμα και ένα χρηματικό ποσό. Δεν είναι δυνατόν να προταθεί μεταθανάτια ένα πρόσωπο για βράβευση, αν όμως η πρόταση για βράβευσή του έγινε κανονικά (πριν από τον θάνατό του), η βράβευση μπορεί να γίνει μεταθανάτια, όπως συνέβη στις περιπτώσεις του Νταγκ Χάμαρσκγελντ (Ειρήνης, 1961), του Έρικ Κάρλφελτ (Λογοτεχνίας, 1931) και του Ραλφ Στάινμαν (Ιατρικής, 2011).

https://www.google.com/search?q=%CE%B2%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B5%CE%AF%CE%B1+%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BB+%CF%83%CE%B5%CF%86%CE%B5%CF%81%CE%B7%3B&tbm=isch&ved=2ahUKEwiI8f-x8qDtAhUR2-AKHY9IAtYQ2-cCegQIABAA&oq=%CE%B2%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B5%CE%AF%CE%B1+%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BB+%CF%83%CE%B5%CF%86%CE%B5%CF%81%CE%B7%3B&gs_lcp=CgNpbWcQAzoECAAQGFDAlBRY3LQUYI-4FGgAcAB4AIABlwGIAcgIkgEDMC44mAEAoAEBqgELZ3dzLXdpei1pbWfAAQE&sclient=img&ei=Kvu_X4i0KZG2gwePkYmwDQ&bih=969&biw=1920&rlz=1C1CHBD_enGR919GR919#imgrc=opFMTzD7APHf1M
Οι απονομές των Νόμπελ Φυσικής, Χημείας και Ιατρικής είναι οι λιγότερο αμφιλεγόμενες, ενώ αντίθετα εκείνες της Λογοτεχνίας και της Ειρήνης, λόγω της φύσης των δύο αυτών τομέων, υπήρξαν σε μεγαλύτερο βαθμό αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων και αμφισβητήσεων. Η Ελλάδα, έχει κατακτήσει δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη (1963) ο οποίος είχε προταθεί άλλες τρείς χρονιές για το νόμπελ, το 1955, το 1961 και το 1962, και τον ομότεχνό του Οδυσσέα Ελύτη (1979). Ο Γιώργος Σεφέρης επελέγη για το υπέροχο λυρικό ύφος του, εμπνευσμένο από το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες ανάμεσα σε 80 υποψήφιους. Ο δε Οδυσσέας Ελύτης, διακρίθηκε για την ποίηση του που ζωντανεύει με πνευματική καθαρότητα βλέμματος για τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και δημιουργικότητα. Ακόμη μια διάκριση ήταν το νόμπελ οικονομικών επιστημών με το οποίο τιμήθηκε ο Χριστόφορος Πισσαρίδης το 2010 μαζί με τους Ντέιλ Μόρτενσεν και Πίτερ Ντάιαμοντ. Η Ελλάδα ωστόσο είχε στο πέρασμα του θεσμού και πολλές προτάσεις για νόμπελ όπως του Γιάννη Ρίτσου, υποψηφίου για νόμπελ 4 φορές, του Νίκου Καζατζάκη 9 φορές και του Κωστή Παλαμά 14 φορές από το 1926 ως το 1940 εκτός του έτους 1939. Στον τομέα της φυσικής προσφάτως υπήρξε υποψήφιος ο Έλληνας Δημήτρης Ψάλτης για την μεγαλύτερη ανακάλυψη του 2019, την φωτογράφιση μιας μαύρης τρύπας στον πυρήνα του γιγάντιου ελλειπτικού γαλαξία Μ87.
Η αξία των διακρίσεων των βραβείων απέκτησε μεγαλύτερη σημασία σε εποχές όπου οι γυναίκες δεν μπορούσαν να εργαστούν και να υπάρξουν στην κοινωνία επί ίσοις όροις με τους άνδρες. Παράδειγμα αποτελεί η Μαρί Κιουρί που έλαβε το Νόμπελ Φυσικής το 1903 και καθιέρωσε την γυναικεία ύπαρξη και συμβολή στην επιστήμη.
Σήμερα, η συνέχιση του θεσμού είναι αμφιλεγόμενη και τίθεται το ερώτημα εάν ο επιστημονικός χώρος χρειάζεται τη βράβευση για να λειτουργήσει. Βασικό κίνητρο των επιστημών είναι η έρευνα και όχι η βράβευση, απαντά στο ζήτημα αυτό η διευθύντρια του μουσείου Νόμπελ, Έρικα Λανέρ. Αυτό που καθιστά τις διακρίσεις αναγκαίες είναι η προβολή που λαμβάνει ο εκάστοτε επιστήμονας και η δημοσιοποίηση των επιτευγμάτων του.

Μαρία Τζόγκα, Μηχανικός Τηλεπικοινωνιών και Δικτύων