Written by 6:00 μμ Αρθρογραφία, Επικαιροτητα

Τεχεράνη Πεκίνο και στο βάθος Ουάσιγκτον | Παναγής Παναγιωτόπουλος

Η Κίνα βρήκε την ευκαιρία να δηλώσει βροντερό παρών στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι και το Ιράν να θυμίσει στους πολέμιούς του πως βρίσκει τρόπο να παραμένει μια υπολογίσιμη δύναμη.

Στις 27 του περασμένου Μάρτη η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επισφράγισαν με τον πλέον επίσημο τρόπο, τη σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων, μέσω της υπογραφής μιας πολυεπίπεδης συμφωνίας, αυτή της Συνολικής Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης (Comprehensive Strategic Partnership). Μια συμφωνία που διαθέτει το μέγεθος και τη δυναμική, ώστε να θέσει νέα θεμέλια στη χαρτογράφηση του διεθνούς πολιτικού σκηνικού και των διεθνών εξελίξεων.

Ήδη από το 2016 οι δυο δημοκρατίες (!) βρίσκονταν σε στενή συνεννόηση με σκοπό τη δημιουργία της κατάλληλης φόρμουλας, που θα τους επέτρεπε να έρθουν σε τελική συμφωνία. Για μια χώρα όπως η Κίνα που μελετάει προσεκτικά τα βήματα και τις κινήσεις της, τόσο σε επίπεδο εντυπώσεων όσο και ρητορικής, το χρονικό ανακοινωθέν της συμφωνίας και οι δηλώσεις που την συνόδευαν μόνο τυχαία δεν μπορούν να θεωρηθούν.

Στις αρχές της τελευταίας εβδομάδας του Μαρτίου ο επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας, Γουάνγκ Γι, ξεκίνησε την προγραμματισμένη παγκόσμια περιοδεία του, αποσκοπώντας στη δημιουργία διεθνών στρατηγικών συμφωνιών και προσβλέποντας στην περαιτέρω ενδυνάμωση της χώρας του.

Πριν όμως την επίσκεψή του στη Μέση Ανατολή προηγήθηκε μια άτυπη σύνοδος στην Αλάσκα, όπου είχε την ευκαιρία να διαφωνήσει εντόνως και να ανταλλάξει λεκτικούς διαξιφισμούς με τον Aμερικανό ομόλογό του Άντονι Μπλίνκεν, στην πρώτη μεταξύ τους συνάντηση μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Τζον Μπάιντεν. Το τι ακολούθησε μετά, πλέον αποτελεί ιστορία. Σε ένα κοινό ανακοινωθέν με τον Σεργκέι Λαβρόφ, υπουργό Eξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, καταδίκασαν από κοινού- χρησιμοποιώντας βαρείς χαρακτηρισμούς- την επεμβατική αμερικανική εξωτερική πολιτική, προσθέτοντας νέα εμπόδια στον ήδη δύσκολο δρόμο που έχει και πρέπει να διαβεί η προεδρία Μπάιντεν.

Μετά από αυτή την ανακοίνωση ακολούθησε το ταξίδι στη Μέση Ανατολή και η επίσημη ανακοίνωση της συμφωνίας Κίνας – Ιράν δείχνοντας πως οι κινήσεις του Πεκίνου αποτελούν μέρος ολοκληρωμένου και προσχεδιασμένου πλάνου εξωτερικής πολιτικής, το οποίο απροκάλυπτα πλέον αποσκοπεί στην αναθεώρηση του υπάρχοντος «status quo».

Μια συμφωνία που δεσμεύει την Κίνα και το Ιράν σε μεταξύ τους οικονομική, στρατιωτική και πολιτιστική σχέση για τα επόμενα 25 χρόνια. Η κινεζική πλευρά θα διοχετεύσει με την μορφή επενδύσεων 400 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ιρανική οικονομία ενώ σε αντάλλαγμα η Τεχεράνη δεσμεύτηκε για- σταθερής ροής- παράδοση πετρελαίου, σε ιδιαίτερα επωφελείς τιμές.

Οι επενδύσεις θα αφορούν την αναβάθμιση του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, τις τηλεπικοινωνίες, την κατασκευή νέων εμπορικών εγκαταστάσεων καθώς και τον τραπεζικό και χρηματοοικονομικό τομέα. Ταυτόχρονα προβλέπεται η άμεση αναβάθμιση των στρατιωτικών σχέσεων των δυο χωρών. Η στενότερη συνεργασία των μυστικών τους υπηρεσιών, η από κοινού δημιουργία στρατιωτικών ασκήσεων καθώς και η ανάδειξη της Κίνας σε βασικό εξαγωγέα οπλικών συστημάτων στο Ιράν αποτελούν απλά ένα μέρος της συμφωνίας.

Πηγή Εικόνας: https://www.google.com/search?q=%CE%9A%CE%AF%CE%BD%CE%B1+%CE%99%CF%81%CE%AC%CE%BD&rlz=1C1CHBD_enGR919GR919&sxsrf=ALeKk0351DL2TlH-8XfsLXXWGtZeBiZ4Yw:1621948467687&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=2ahUKEwj_iory9OTwAhWh_rsIHSryBjIQ_AUoA3oECAEQBQ&biw=1920&bih=969#imgrc=2czaTGQosgPUqM

Τι πραγματικά διακυβεύεται πίσω από την συμφωνία

Ένα πρώτο-πρόχειρο επίπεδο ανάλυσης θα μας οδηγούσε στο συμπέρασμα πως μια πιεσμένη οικονομικά και απομονωμένη διπλωματικά χώρα ήρθε σε συμφωνία με τη δεύτερη (και προσεχώς πρώτη) μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, η οποία βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών.

Αντίθετα ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης θα μας υποδείκνυε πως δυο κράτη- παίκτες στο διεθνές σύστημα που διακατέχονται από αντί- Δυτικές πολιτικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα συμπαγές αντιαμερικανικό μπλοκ, που πλέον έχει τη δυνατότητα να ανατροφοδοτείται και να συντηρείται από μόνο του.

Το Ιράν αποκτά την ικανότητα να προβληθεί στη διεθνή κοινότητα ως κράτος τόσο ισχυρό, που καταφέρνει να συνάπτει συμφωνίες τέτοιας στρατηγικής σημασίας με χώρες του βεληνεκούς της Κίνας. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο βασικός σύμβουλος του πρόεδρου Ροχανί, Χεσαμεντίν Ασενά «η ισχύς μιας χώρας φαίνεται από την ικανότητά της να συμμετέχει σε συμμαχίες, να μην παραμένει απομονωμένη».

Οι σχέσεις των δυο χωρών αναβαθμίζονται συνολικότερα, εξασφαλίζοντας πολιτικό δίκτυ προστασίας και «παράταση ζωής» στο εύθραυστο Σιιτικό καθεστώς. Σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο η ρευστότητα που θα συνοδεύει τις κινεζικές επενδύσεις θα δώσει μια δημοσιονομική ανάσα στην Ιρανική οικονομία, καθώς θα επιτρέψει σε ένα βαθμό στο καθεστώς να αντισταθμίσει τις απώλειες που προκαλούν οι Δυτικές κυρώσεις. Ταυτόχρονα σε διπλωματικό επίπεδο η Τεχεράνη αποκτά ένα ισχυρό σύμμαχο, διαθετιμένο να υποστηρίξει τις πολιτικές φιλοδοξίες της.

Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Γουάνγκ Γι, οι σχέσεις των δυο χωρών θα είναι «μόνιμες» και «στρατηγικές». Παράλληλα εξέφρασε σε έντονο ύφος την αντίθεση του Πεκίνου με τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στο Ιράν, χαρακτηρίζοντάς τες παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, ενδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική ισχύ της Τεχεράνης στην αντιπαράθεσή της με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια αντιπαράθεση που φαίνεται ικανή να καθορίσει τις γεωπολιτικές ισορροπίες της Μέσης Ανατολής.

Στα μέσα του 2015 η σχετική πτώση των τιμών του πετρελαίου και οι διεθνείς κυρώσεις,κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα,είχαν φέρει σε δυσχερή θέση την Ιρανική οικονομία κάνοντας αναγκαία την ιστορική συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του Ιράν και των Δυτικών εταίρων του,συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.Οι Δυτικοί ήραν εν μέρει τις οικονομικές κυρώσεις παρέχοντας δημοσιονομικό χώρο,και το Ιράν σταμάτησε να εμπλουτίζει ουράνιο,δημιουργώντας έτσι άλλη δυναμική και προοπτική στις μεταξύ τους σχέσεις.

Η κατάσταση αυτή άλλαξε δραματικά όταν η προεδρία Τραμπ, ούσα σε στενή συνεννόηση με το Τελ Αβίβ, ανέδειξε το Ιράν ως βασικό «εχθρό» της  Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και κυριότερο παράγοντα αποσταθεροποίησης της περιοχής, «υιοθετώντας την πολιτική της μέγιστης πίεσης» εγκρίνοντας ακόμα και στρατιωτική επιχειρησιακή δράση εναντίον του. Ακολούθησε η μονομερής αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία και η επιβολή νέων οικονομικών κυρώσεων, οι οποίες γονάτισαν ξανά την οικονομία του Ιράν. Γεγονός που συντέλεσε, το 2019, στη δημιουργία των μαζικότερων κοινωνικών αναταραχών των τελευταίων 40 ετών.

Το Ιράν ήθελε μια συμφωνία και την ήθελε «χτες». Μια συμφωνία που θα δίνει τη δυνατότητα στην Τεχεράνη να παρουσιαστεί ως πόλος σταθερότητας, καμουφλάροντας έτσι τις αναθεωρητικές διαθέσεις του Σιιτικού θρησκευτικού κατεστημένου. Μια συμφωνία που θα λειτουργήσει σαν ένας επιπλέον μοχλός πίεσης όσον αφορά την επανέναρξη των συνομιλιών για επιστροφή του Ιράν στη συμφωνία του 2015. Παρότι το Τελ Αβίβ είναι παντελώς αρνητικό σε μια ενδεχόμενη επιστροφή της Τεχεράνης στη συμφωνία και κάνει ό,τι μπορεί για να φορτίσει το κλίμα και να υπενθυμίσει στη διεθνή κοινότητα πως θα κάνει ό,τι θεωρεί αναγκαίο για να προφυλάξει τα εθνικά ζωτικά του συμφέροντα, οι συνομιλίες ξεκίνησαν.

Ήδη η πρώτη επίσημη φάση των συνομιλιών πραγματοποιήθηκε στην Βιέννη για συμβολικούς λόγους, μιας και η Αυστριακή πρωτεύουσα είχε φιλοξενήσει και το 2015 τις αντίστοιχες τότε συνομιλίες. Έγινε ένας πρώτος γύρος επαφών ο οποίος- εκτός από τις αντιπροσωπείες των ΗΠΑ και ΙΡΑΝ (οι οποίες δεν ήρθαν σε μεταξύ τους συνάντηση !) – περιλάμβανε και τους εκπροσώπους των τριών ευρωπαϊκών χωρών, που είχαν συνυπογράψει την αρχική συμφωνία (Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας) καθώς και τη Ρωσία και την Κίνα.

Παρόλα αυτά το Ισραήλ φαίνεται πως είναι διατεθειμένο να περιπλέξει  την κατάσταση δείχνοντας την «casus belli» αντίληψή του, όσον αφορά τα πυρηνικά σχέδια του Ιράν. Την Παρασκευή 11 Απριλίου πραγματοποιήθηκε στοχευμένη επίθεση στις Ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στην πόλη Νατάνζ. Παρότι δεν υπάρχει επίσημη ανάληψη της επίθεσης από το Τελ Αβίβ, είναι ένα χτύπημα που φαίνεται να ταιριάζει με το δόγμα των προληπτικών στρατιωτικών χτυπημάτων χειρουργικής ακρίβειας που πραγματοποιεί το Ισραήλ διαχρονικά.  

Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Μοχαμάντ Τζαβάντ Ζαρίφ, κατηγόρησε επίσημα το Ισραήλ ενώ σε μετέπειτα κοινή δήλωσημε τον Ρώσο ομόλογό του χαρακτήρισαν το συμβάν ως «κακό στοίχημα» από την πλευρά του Ισραήλ, το οποίο αντί να αποδυναμώσει τη διεθνή ισχύ της Τεχεράνης θα την ενδυναμώσει.

Πηγή Εικόνας: https://www.google.com/search?q=%CE%9A%CE%AF%CE%BD%CE%B1+%CE%99%CF%81%CE%AC%CE%BD&rlz=1C1CHBD_enGR919GR919&sxsrf=ALeKk0351DL2TlH-8XfsLXXWGtZeBiZ4Yw:1621948467687&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=2ahUKEwj_iory9OTwAhWh_rsIHSryBjIQ_AUoA3oECAEQBQ&biw=1920&bih=969#imgrc=htCQ76Os5ExQ3M

Πώς επωφελείται το Πεκίνο

Η ανάδειξη του Σι Τσι Πινγκ ως 7ου Προέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας συνοδεύτηκε από πολλές αλλαγές σε επίπεδο διεκδικήσεων αναφορικά με την προσέγγιση της Κίνας στις επιδιώξεις της εξωτερικής της πολιτικής. Η εποχή που η Κίνα ακολουθούσε πολιτική χαμηλού προφίλ (LPP-Low Profile Policy) και αρκούνταν στον ρόλο που της επέτρεπε να έχει το δυτικό σύστημα εξουσίας, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Πλέον η Κίνα αποτελεί έναν οικονομικό κολοσσό, έναν εξαγωγικό γίγαντα που σε συνάρτηση με τη γεωμετρικά αναπτυσσόμενη στρατιωτική της ισχύ, έχει δημιουργήσει τις συνθήκες για τη διεκδίκηση ενός πιο αναβαθμισμένου ρόλου στο διεθνές σύστημα. Αμφισβητεί ευθέως το μονοπολικό σύστημα κατανομής ισχύος, που χαρακτηρίζεται από την μονοκαθεδρία των ΗΠΑ (Pax Americana) και εμφανίζει τον εαυτό της έτοιμο  να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στο αμερικανοκεντρικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα.

Τέτοιες συμφωνίες στρατηγικής σημασίας, όπως αυτή με το Ιράν, εξυπηρετούν πλήρως τις κινεζικές γεωοικονομικές επιδιώξεις. Σε συνδυασμό με το κολοσσιαίο project του νέου δρόμου του μεταξιού η Κίνα φαίνεται να εμπλέκεται ενεργά- είτε με άμεση είτε με έμμεση παρουσία- σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Ταυτόχρονα μέσα από αυτές τις διαδικασίες δημιουργίας δεσμευτικών σχέσεων με τρίτες χώρες, η Κίνα καταφέρνει να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία ενός νέου παγκόσμιου αρχιτεκτονικού οικονομικού μοντέλου, όπου η ίδια θα διατηρήσει για τον εαυτό της τον ηγετικό ρόλο.

Έτσι η Κίνα από το 2012 και μετά έχει επιδοθεί σε μαζικές επενδύσεις σε χώρες στις οποίες θεωρεί πως έχει ζωτικά συμφέροντα. Χώρες οι οποίες είναι στο σύνολό τους από failed states μέχρι (στην καλύτερη περίπτωση) αναπτυσσόμενες, δυσκολεύονται να βρουν δημοσιονομική υποστήριξη από τους δυτικούς θεσμούς, εξαιρουμένων φυσικά των πακέτων ανθρωπιστικής βοήθειας. Αυτό γιατί οι σύγχρονοι δυτικοί χρηματοοικονομικοί θεσμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για να προβούν σε δανειοδοτήσεις, πρέπει να καταλήξουν σε αυστηρά μνημόνια συνεργασίας με τις πιθανές εμπλεκόμενες χώρες. Μνημόνια συνεργασίας που θα περιλαμβάνουν ριζικές πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θεωρητικά θα εξασφαλίσουν τη μελλοντική βιωσιμότητα των δανείων. Μεταρρυθμίσεις όμως που πολλά αυταρχικά καθεστώτα δεν είναι διατεθιμένα να πραγματοποιήσουν.

Έτσι τα άφθονα κινεζικά γουάν έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό ισχύος (gap of power) χωρίς να συνοδεύονται από δεσμεύσεις για πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Γι’αυτό σε πολλές περιπτώσεις, όπως αυτή της Σρι Λάνκα, η οποία αδυνατούσε να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις και να εγγυηθεί τη μελλοντική εξυπηρετησιμότητα των δανείων της απέναντι στην Κίνα, αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει άλλου είδους συμφωνία για να μην επιβαρυνθεί περαιτέρω η κατάσταση. Μια συμφωνία που περιελάμβανε την παραχώρηση ενός τεράστιου εμπορικού κόμβου, εντός της εθνικής κυριαρχίας της Σρι Λάνκα, στους Κινέζους για τα επόμενα 99 χρόνια. Έτσι χώρες όπως η Βενεζουέλα, το Ιράν, το Τζιμπουτί, το Πακιστάν, η Κούβα, η Ζιμπάμπουε ή το Λάος, είναι χώρες που απολαμβάνουν την κινεζική χρηματοδότηση πάντα με τη μορφή επικερδών επενδύσεων, παρότι σε πολλές περιπτώσεις έχει φανεί πως ούτε επικερδείς ούτε επενδύσεις είναι!

Ενεργειακή ασφάλεια και πρόσβαση σε ενεργειακούς πόρους

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων και ειδικά στην περίπτωση της Κίνας και της Αμερικής είναι η πρόσβαση σε ενεργειακούς πόρους. Η ενεργειακή εξάρτηση ενός κράτους με ηγεμονικές βλέψεις, θεωρείται «αχίλλειος πτέρνα» και μεταφράζεται ως εσωτερική παθογένεια και δομική αδυναμία στο σύγχρονο διεθνές σύστημα.

Η μετατροπή της Κίνας σε παγκόσμιο εργοτάξιο και η μαζική βιομηχανοποίησή της αύξησαν κατακόρυφα τις ενεργειακές της ανάγκες. Πλέον στη σύγχρονη εποχή η Κίνα έχει αναδειχθεί σε δεύτερο μεγαλύτερο εισαγωγέα αργού πετρελαίου και τέταρτου εισαγωγέα αερίου αντίστοιχα. Το 2016 καταναλώθηκαν περισσότεροι από 600 εκατομμύρια τόνοι πετρελαίου στην Κίνα με τον δείκτη εξάρτησης της κινεζικής οικονομίας στις εισαγωγές ξένου πετρελαίου να εκτοξεύεται στα επίπεδα του 65%. 

Παρότι και η Αμερική είναι ένας σχετικά μεγάλος εισαγωγέας πετρελαίου, η κατάσταση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού διαφέρει σημαντικά. Η Βόρεια Αμερική διαθέτει αξιόλογες ποσότητες ενεργειακών κοιτασμάτων (πετρέλαιο, σχιστολιθικό αέριο κ.α) και παρότι θα μπορούσε να προβεί σε εξαγωγές, δημιουργώντας μια επιπλέον πηγή εσόδων στην εγχώρια βιομηχανία, δεν το έκανε. Με μια νομοθετική πράξητου 1975 (Energy Policy and Conservation Act) το Αμερικανικό Κογκρέσο απαγόρευσε την εξαγωγή ορυκτού πλούτου σε τρίτες χώρες. Στο πλαίσιο του τότε ανταγωνισμού με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία χαρακτηριζόταν από πλήρη ενεργειακή επάρκεια, θεωρείται μια λογική και στρατηγικής σημασίας κίνηση, που εξασφάλισε τα ενεργειακά αποθέματα των ΗΠΑ.

Αντίστοιχα η Κίνα με την υπογραφή της συμφωνίας με το Ιράν φαίνεται να κάνει ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Έχοντας συμφωνήσει πλέον να λαμβάνει σταθερές ποσότητες πετρελαίου σε μη κυμαινόμενες τιμές, φαίνεται να μειώνει σημαντικά την εξάρτησή της από τρίτες χώρες. Αυτό αλλάζει σημαντικά τις κατανομές ισχύος υπό το πρίσμα της ενεργειακής ασφάλειας και των διλημμάτων ασφαλείας. Η Κίνα μπορεί να μην λύνει τελείως το ενεργειακό της πρόβλημα αλλά βελτιώνει σημαντικά μια εσωτερική της παθογένεια, κρούοντας περισσότερο τον «κώδωνα του κινδύνου» στο Δυτικό μπλοκ.

Πηγή Εικόνας: https://www.google.com/search?q=%CE%9A%CE%AF%CE%BD%CE%B1+%CE%99%CF%81%CE%AC%CE%BD&rlz=1C1CHBD_enGR919GR919&sxsrf=ALeKk0351DL2TlH-8XfsLXXWGtZeBiZ4Yw:1621948467687&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=2ahUKEwj_iory9OTwAhWh_rsIHSryBjIQ_AUoA3oECAEQBQ&biw=1920&bih=969#imgrc=B2jbQMgivZqokM

Συμπεράσματα προκαταλήψεις και δεδομένα

Τα δεδομένα και οι συνθήκες στο σύγχρονο διεθνές σκηνικό αλλάζουν με δραματική ταχύτητα. Η συμφωνία αυτή αποτελεί τρανό παράδειγμα επιβεβαίωσης του παραπάνω ισχυρισμού. Η Κίνα βρήκε την ευκαιρία να δηλώσει βροντερό παρών στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι και το Ιράν να θυμίσει στους πολέμιούς του πως βρίσκει τρόπο να παραμένει μια υπολογίσιμη δύναμη.

Η Κίνα κάνει περισσότερο ξεκάθαρο από ποτέ πως η αντίληψη για το διεθνές πολιτικό σκηνικότης πλέον ταιριάζει με την αντίληψη μια υπερδύναμης ( super-power) η οποία επιδιώκει να αλλάξει τα μέχρι πρότινος δεδομένα. Εκτός από τα προφανή οφέλη, όπως η εξασφάλιση σταθερών ροών ενέργειας ( energy security) σε ιδιαίτερα επωφελείς τιμές, η Κίνα κατάφερε να κερδίσει κάτι για το οποίο πάλευε αρκετό καιρό, πρόσβαση στη Μέση Ανατολή και στον αραβικό κόσμο. Μέσω αυτού η Κίνα δείχνει πως δεν είναι διαθετιμένη να περιοριστεί στον ρόλο του περιφερειακού ηγεμόνα αλλά ικανή να προβάλλει τη δύναμή της σε παγκόσμιο επίπεδο (global projection of power).

Δεν είναι τυχαίο πως το Πεκίνο, σύμφωνα με ανώτατες διπλωματικές πηγές, ετοιμάζεται να προσκαλέσει το Ισραήλ και την Παλαιστίνη στην Κίνα για διαπραγματεύσεις, θέλοντας να αποτελέσει εναλλακτική στο δίπολο Αμερικής- Ρωσίας ενώ ταυτόχρονα έχει ήδη προτείνει το σχέδιο των «πέντε σημείων» όσον αφορά την εξομάλυνση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή.

Ένα σχέδιο το οποίο περιλαμβάνει τον αμοιβαίο σεβασμό, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, τη μη διάδοση και διασπορά των πυρηνικών όπλων με κομβικό σημείο την επανέναρξη των συνομιλιών με το Ιράν και τη μερική άρση των κυρώσεων. Επίσης την από κοινού προώθηση της συλλογικής συνεργασίας σε θέματα περιφερειακής ασφάλειας καθώς και σε θέματα ανάπτυξης και οικονομικής μεγέθυνσης.

Είναι φανερό πως η Κίνα- μέσω των φιλοδοξιών της και των πρακτικών που ακολουθεί- επιδιώκει να συστήσει μια νέα αρχιτεκτονική, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Μια νέα τάξη πραγμάτων ( new world order) προσανατολισμένη στο ιδιότυπο πρότυπο της κινεζικής αναπτυξιακής πρωτοβουλίας και πολιτικής αντίληψης.

Παναγής Παναγιωτόπουλος, Οικονομολόγος -Διεθνολόγος

Πηγή Εικόνας: https://www.google.com/search?q=%CE%9A%CE%AF%CE%BD%CE%B1+%CE%99%CF%81%CE%AC%CE%BD&rlz=1C1CHBD_enGR919GR919&sxsrf=ALeKk0351DL2TlH-8XfsLXXWGtZeBiZ4Yw:1621948467687&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=2ahUKEwj_iory9OTwAhWh_rsIHSryBjIQ_AUoA3oECAEQBQ&biw=1920&bih=969#imgrc=HvrxJvwWXjRM_M

(Visited 255 times, 1 visits today)

Κλείσιμο