Σαν σήμερα συμπληρώνονται 66 χρόνια από τα γεγονότα της νύχτας της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου του έτους 1955, όταν και ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης βίωσε ένα βίαιο πογκρόμ από τον τουρκικό όχλο υπό την μεθόδευση και την καθοδήγηση της τότε κυβέρνησής Μεντέρες. Αποτέλεσμα των γεγονότων αυτών ήταν ο ξεριζωμός και η σταδιακή συρρίκνωση της ακμάζουσας και πολύχρονης ελληνικής μειονότητας της Πόλης.
Την δεκαετία του 50 οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν επιδεινωθεί αρκετά. Αφορμή φυσικά αποτέλεσε το κυπριακό ζήτημα. Οι Έλληνες της Κύπρου, που ήταν και είναι η πλειοψηφούσα εθνοτική ομάδα στο νησί διεκδικούσαν την ένωση τους με την μητέρα πατρίδα. Από την άλλη οι Τούρκοι της Κύπρου επιδίωκαν την διχοτόμηση της νήσου (Taksim) μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων πολιτών. Παράλληλα η τουρκική οικονομία την περίοδο αυτή ακολουθούσε φθίνουσα πορεία.
Όλα αυτά λοιπόν, σε συνδυασμό και με τον τουρκικό εθνικιστικό πυρετό που υπήρχε στο εσωτερικό της Τουρκίας, έδωσαν το έναυσμα στην τουρκική κυβέρνηση να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από τα προβλήματά της στοχοποιώντας έτσι την ευημερούσα ελληνική μειονότητα.
Αφορμή για αυτό στάθηκε η έκρηξη που σημειώθηκε τα ξημερώματά της 6ης Σεπτεμβρίου, στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης. Εκεί στεγαζόταν και στεγάζεται ακόμα και σήμερα το σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ, ιδρυτή της Τουρκικής δημοκρατίας. Από την έκρηξή αυτή δεν σημειωθήκαν τεράστιες ζημίες, ωστόσο ο τουρκικός Τύπος επιδίωξε να διαστρεβλώσει και να μεγαλοποιήσει την είδηση αυτή, ώστε να στρέψει την κοινή τούρκικη γνώμη εναντίον της Ελλάδας. «Έλληνες τρομοκράτες κατέστρεψαν το πατρικό σπίτι του Ατατούρκ» ήταν ένα από τα πρωτοσέλιδα που κυκλοφορούσαν στον τουρκικό τύπο.

Το απόγευμα της 6 Σεπτεμβρίου εξαγριωμένο πλήθος 50.000 ατόμων στράφηκε κατά των ελληνικών περιουσιών στη συνοικία Πέραν. Ο όχλος αυτός μάλιστα, επιτέθηκε και σε ορισμένα καταστήματα που ανήκαν σε Αρμένιους ή Εβραίους. Οι λεηλασίες αυτές κράτησαν μέχρι τις πρωινές ώρες της 7ης Σεπτεμβρίου, οπότε και επενέβη ο στρατός και τερμάτισε τις λεηλασίες. Μέχρι τότε, οι τουρκικές αρχές παρέμεναν εξαιρετικά απαθείς και πολλές φορές μάλιστα ενθαρρύναν και βοηθούσαν τους τραμπούκους να συνεχίσουν το έργο τους. Επεισόδια σημειώθηκαν και στη Σμύρνη με το κάψιμο του νεόκτιστου ναού της Αγίας Φωτεινής και την λεηλασία σπιτιών Ελλήνων στρατιωτικών που υπηρετούσαν στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ.
Ο απολογισμός των βιαιοτήτων αυτών από τον τουρκικό όχλο, ήταν ο θάνατος 18 ανθρώπων (17 Έλληνες και ένας Αρμένιος ), ο βιασμός 12 Ελληνίδων όπως επίσης και ο βιασμός ενός αδιευκρίνιστου αριθμού ανδρών οι οποίοι αναγκάστηκαν να υποστούν περιτομή και βεβαίως η καταστροφή διαφόρων καταστημάτων (περίπου 1000 στον αριθμό) όλα ελληνικής ιδιοκτησίας. Η τότε κυβέρνηση Παπάγου προσπάθησε να διεθνοποιήσει το θέμα, χωρίς κάποια σαφή αποτελέσματα. Οι Αμερικάνοι δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να διαταραχθεί η σταθερότητα στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ενώ θεωρούσαν την Τουρκία στενό πολιτικό και στρατιωτικό σύμμαχο κατά την διάρκεια του Ψυχρού πολέμου. Έτσι προτίμησαν το θέμα να ξεχαστεί.
Εμείς ωστόσο οφείλουμε να θυμόμαστε και να μην ξεχνάμε το βίαιο εκείνο το πογκρόμ που υπέστη ο ελληνισμός της Πόλης, γι’ αυτό και η 6η Σεπτεμβρίου έχει οριστεί ακόμα και από την ίδια την Αμερικανική Γερουσία, ως η ημέρα μνήμης των θυμάτων του Πογκρόμ του 1955.
Μιχάλης Καλουτάς, Πολιτικός Επιστήμονας – Μεταπτυχιακός Φοιτητής