Ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Ένα θέμα που επανέρχεται κατά καιρούς στο δημόσιο διάλογο. Έχουν ασχοληθεί μαζί του διάφοροι υπουργοί προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τις δεσμεύσεις της εκάστοτε κομματικής ατζέντας.
Ένα θέμα που έχει ορκισμένους εχθρούς από τη μία αλλά και ένθερμους υποστηρικτές από την άλλη. Είναι από τα λίγα θέματα που χωρίζουν την κοινωνία σε δύο πλειοψηφικά ρεύματα χωρίς κανένα να υπολείπεται του άλλου.
Ένα θέμα για το οποίο δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη όλα αυτά τα χρόνια καθώς η οποιαδήποτε αλλαγή αντίκειται στο άρθρο 16 του συντάγματος το οποίο αναφέρει στην παρ. 5: ¨H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.”. Επιπλέον το άρθρο 8 αναφέρει ρητά ότι: “H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.”
Το να θεσμοθετηθεί λοιπόν με ένα νομοσχέδιο η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι προφανώς αντισυνταγματικό γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις επιστρατεύουν κατά καιρούς καταξιωμένους συνταγματολόγους να μας πείσουν για το αντίθετο. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα οι κ. Βενιζέλος και Σκουρής οι οποίοι με άρθρο τους σε πανελλαδικής εμβέλειας εφημερίδα πριν περίπου ένα μήνα προσπάθησαν να πείσουν τους αναγνώστες τους ότι πρέπει να γίνει μια πιο σύγχρονη ερμηνεία του άρθρου 16 με βάση την αρχή της αναλογικότητας η οποία να συμβαδίζει με το ευρωπαϊκό δίκαιο περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και περί επιχειρηματικής και ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Ακολουθώντας αυτή τη λογική θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι αφού από τη μία υπάρχουν ιδιώτες που θέλουν να παρέχουν αυτού του είδους την εκπαιδευτική υπηρεσία και από την άλλη υπάρχουν πολίτες που θέλουν να πληρώσουν για αυτή, που είναι το πρόβλημα;
Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο συνταγματικό όσο πιο πολύ ηθικό. Το σύνταγμα μπορεί να αναθεωρηθεί σε διάφορα σημεία του ώστε να εκσυγχρονιστεί στα πρότυπα του ευρωπαϊκού δικαίου. Και όντως ίσως θα πρέπει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες συνταγματικών αναθεωρήσεων αλλά εδώ το πρόβλημα φαντάζει δυσεπίλυτο καθώς μπαίνουν και άλλες συνιστώσες στην εξίσωση.
Και τα επιχειρήματα μέσω ερωτήσεων συνεχίζονται: “Μα αφού τα μη κρατικά ιδρύματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι συνταγματικά αναγνωρισμένα γιατί δεν μπορεί να γίνει το ίδιο και με αυτά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης;” Η απάντηση έγκειται στο ρόλο που έχει η τριτοβάθμιας εκπαίδευση σε σχέση με τις υπόλοιπες βαθμίδες της και ο οποίος περιλαμβάνει εκτός από τη μετάδοση της γνώσης και την παραγωγή νέας μέσω της έρευνας. Γι’ αυτό και οι καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διδάσκουν λιγότερες ώρες από αυτούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Το ερώτημα είναι ποιός ιδιώτης είναι διατεθειμένος να πληρώσει του ακαδημαϊκούς ένα σεβαστό ποσό για να διδάσκουν μόνο λίγες ώρες και τον υπόλοιπο χρόνο να παράγουν έργο μέσω της έρευνας χωρίς να είναι σίγουροι ότι το αποτέλεσμα της έρευνας θα έχει οικονομικό όφελος για τους ίδιους και την επιχείρησή τους (ιδιωτικό πανεπιστήμιο);.
Και αυτό είναι το σημείο κλειδί. Ότι όσες ανώτατες ιδιωτικές εκπαιδευτικές δομές ιδρυθούν είναι πολύ πιθανό να μην περιοριστούν στην καθαρή λειτουργία τους ως επιχειρήσεις, δηλαδή τα έσοδά τους να προκύπτουν μόνο από τα δίδακτρα των φοιτητών τους αλλά να διεκδικήσουν κομμάτι από την πίτα των κρατικών επιχορηγήσεων όπως γίνεται για παράδειγμα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού (φοιτητικά επιδόματα και φοροαπαλλαγές για φοίτηση σε ιδιωτικά πανεπιστήμια κλπ). Και προφανώς οι κυβερνώντες που κάνουν τα αδύνατα δυνατά για την εγκατάσταση ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν θα τους αρνηθούν το κομμάτι αυτό. Δημιουργείται έτσι ένα σύστημα αναδιανομής πλούτου που θα τεστάρει την ανθεκτικότητα των δημόσιων πανεπιστημίων σε μια διαρκή προσπάθεια υποτίμησης τους.
Όταν όμως η εκάστοτε κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί τα χρήματα των φορολογούμενων Ελλήνων είναι λογικο να προκύψουν και ηθικές ενστάσεις σχετικά με θέματα δικαιοσύνης, διαφάνειας και να τεθεί εν αμφιβόλω η επικαλούμενη αρχή της αναλογικότητας. Προφανώς ένα ιδιώτης για να υποστηρίξει το project των ιδιωτικών πανεπιστημίων μόνος του θα πρέπει να αυξήσει υπέρογκα τα δίδακτρα, διαφορετικά θα επιδιώξει με τις πλάτες της κυβέρνησης να στείλει το λογαριασμό στους φορολογούμενους πολίτες.
Η αγοραία αντίληψη της κυβέρνησης ότι τα πάντα πρέπει να έχουν μια τιμή δύναται να οδηγήσει σε δημιουργία πτυχίων διαφόρων αντιτίμων αναλόγως της οικονομικής επιφάνειας του εκάστοτε υποψήφιου φοιτητή. Και βέβαια επειδή τα πτυχία αυτά θα έχουν προέλθει από αναγνωρισμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα είναι ισάξια με τα αντίστοιχα πτυχία των κρατικών πανεπιστημίων, δημιουργώντας έτσι δύο κοινωνικές ομάδες πτυχιούχων. Γίνεται σαφές ότι μεταξύ των δύο αυτών κοινωνικών ομάδων δεν μπορεί να υπάρξει υγιείς ανταγωνισμός ούτε πνεύμα συνεργασίας για το καλό της χώρας.
Η ανώτατη εκπαίδευση είναι μία από λίγες εναπομείνασες κρατικές δομές στις οποίες δεν έχει διεισδύσει ο ιδιωτικός τομέας αλλά δυστυχώς για μία ακόμη φορά τίθεται εν αμφιβόλω η αξία και το επίπεδο της μόρφωσης.
Το ποιός θα υπερισχύσει αυτή τη φορά μένει να το δούμε. Πάντως τόσο η κυβέρνηση όσο και οι επιχειρηματίες του μέλλοντος θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ο ορθός τρόπος ανάπτυξης περιλαμβάνει τη συνεργασία με επιστήμονες κατάλληλα καταρτισμένους και η όποια υπόνοια ότι οι τελευταίοι έχουν λάβει το πτυχίο τους επειδή κατέβαλαν το ζητηθέν αντίτιμο θα πρέπει να εξαφανίζεται άμεσα.
Δυστυχώς, για την ώρα, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων φαίνεται ότι μόνο κακό μπορεί να κάνει στην ελληνική κοινωνία καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να βρει πρώτα λύση σε χρόνιες παθογένειες όπως τα δύσκαμπτα και ανεπίκαιρα προγράμματα σπουδών, η ελλιπής χρηματοδότηση, το συνεχώς μειούμενο διδακτικό προσωπικό κ.α.
Εσύ τι γνώμη έχεις;
Κωνσταντίνος Παπαλίτσας, Διπλ. Πολιτικός Μηχανικός