Ο 20ος αιώνας, μέσα σε όλα τα υπόλοιπα, συγκλόνισε την εκπαιδευτική κοινότητα με το γλωσσικό ζήτημα. Ως γλωσσικό ζήτημα νοείται η διαμάχη για επικράτηση της δημοτικής ή της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας. Η δημοτική συνδεόταν μεν με τα αρχαία ελληνικά, είχε όμως ενσωματώσει τουρκικές και σλαβικές λέξεις με αποτέλεσμα να διαφέρει από τη γλώσσα της Εκκλησίας. Οι λόγιοι τόνιζαν ότι αυτή η γλώσσα έφθειρε το έθνος και αύξανε την απόσταση των Ελλήνων από την αρχαιότητα. Φώναζαν την ανάγκη μιας νέα καθαρής γλώσσας που θα τόνωνε την εθνική συνείδηση. Έτσι προέκυψε η καθαρεύουσα, ένας συνδυασμός της γλώσσας της Καινής Διαθήκης και της δημοτικής. Τόνιζε το ελληνικό στοιχείο και σύντομα έγινε η γλώσσα της διοίκησης, των εφημερίδων, της εκπαίδευσης.
Αυτή η διαμάχη έχει τις ρίζες της στον 19ο αιώνα καθώς με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους ετέθη το ερώτημα για το ποια θα γίνει η εθνική γλώσσα. Ουσιαστικά οι δύο επιλογές ήταν η προφορική γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσε το σύνολο του πληθυσμού και η γλώσσα της διοίκησης η οποία ήταν κτήμα μόνο των ανώτερων μορφωμένων στρωμάτων. Οι υποστηρικτές της καθαρεύουσας κατηγορούσαν τους δημοτικιστές για προδοσία του έθνους ενώ οι δεύτεροι δεν καταλάβαιναν γιατί να επικρατήσει ελιτισμός στη γλώσσα. Η αντιπαράθεση θα κορυφωθεί στις αρχές του 20ου αιώνα όταν θα δημοσιευθεί από την εφημερίδα Ακρόπολις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο στη δημοτική. Τα αιματηρά επεισόδια που ακολούθησαν έμειναν στην ιστορία ως «Ευαγγελικά» ενώ ακολούθησαν και τα «Ορεστειακά» έπειτα από την παράσταση Ορέστεια του Αισχύλου που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο επίσης στη Δημοτική. Ο Βενιζέλος έδειχνε ότι με τις μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση θα εκτονώσει τη διαμάχη αλλά στο Σύνταγμα του 1911 απλώς επιβεβαίωσε την συνέχιση της επικράτησης της καθαρεύουσας σε μια πράξη πολιτικής σκοπιμότητας. Και η διαμάχη συνεχίστηκε.
Το Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης ξεκίνησε να λειτουργεί όπως το ξέρουμε σήμερα στα 1923 με διευθυντή τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος (ιδρυθείς 1910) κατάφερε να έχει πλήρη εξουσιοδότηση ο διευθυντής του σχολείου ώστε να δημιουργήσει ένα πρότυπο σχολείο στο οποίο θα μπορούσε να εφαρμοστεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ο Κώστας Βάρναλης μάλιστα, δίδασκε το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ορμώμενη από το έργο του «Φως που καίει», η Εστία προχώρησε σε έντονη κριτική ενώ δεν άργησαν να ακολουθήσουν και άλλες εφημερίδες που κατέκριναν τον εκδημοτικισμό που προωθούσε το εκπαιδευτήριο προσηλωμένες πάντα στο έργο της αναχαίτισης του κομμουνισμού. Παρά το απαντητικό δημοσίευμα του Δελμούζου, ξεσηκώθηκαν μεγαλύτερες αντιδράσεις με αποτέλεσμα ο Βάρναλης να παυθεί. Όμως, η Ακαδημία συνέχισε τη λειτουργία της.
Στα 1920 η Ρόζα Ιμβριώτη μια νεαρή ιστορικός ξεκίνησε να διδάσκει ιστορία στο Μαράσλειο έπειτα από πρόταση του Δελμούζου. Ο Σπυρίδων Καλλιάφας και άλλοι, την κατηγόρησαν ότι δίδασκε την ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως με «περίεργο» τρόπο. Αντί να προβάλει το έθνος και να τονίζει την ενότητα, η Ιμβριώτη τολμούσε να συζητήσει την Επανάσταση ως αποτέλεσμα ανάπτυξης των εθνικών κινημάτων του 19ου αιώνα ενώ δεν δίσταζε να μιλάει για την κοινωνική δυναμική της επανάστασης και το ρόλο των ελληνόφωνων αστικών στρωμάτων. Αμέσως, η καθηγήτρια κατηγορήθηκε για αντεθνική διδασκαλία, συνδέθηκε με τον κομμουνισμό και συνεπώς κρίθηκε ακατάλληλη για την ενίσχυση της πατρίδος και την ορθή διδασκαλία της ιστορίας. Άλλωστε ήταν και γυναίκα και «Μόνον το ανδρικόν πνεύμα είναι ικανόν να δονήση και να συγκινήση την ψυχήν των μαθητών και να κάμη αυτούς να αισθανθούν και να κατανοήσουν τους μεγάλους του κόσμου σοφούς, τα σπουδαία σύγχρονα θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά γεγονότα ή ρεύματα, ώστε ν’ αποβώσιν οι αγαθοί κυβερνήται της αύριον, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τα εθνικά μεγαλουργήματα».
Η Ιμβριώτη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και το Μαράσλειο παρουσιάστηκε ως «άνδρο κομμουνιστών». Μην ξεχνάμε ότι πριν την καθηγήτρια, λεία των εφημερίδων ήταν ο Ιορδανίδης, καθηγητής θρησκευτικών και σύζυγος της Μαρίας Ιορδανίδου (έχει γράψει την Λωξάντρα) η οποία εργαζόταν στη σοβιετική πρεσβεία. Εξαιτίας αυτών, στα τέλη του Απριλίου έλαβε χώρα Εθνικό Συνέδριο με πατριωτικά και θρησκευτικά θέματα. Στο Συνέδριο υπερτονίστηκε η αδιαιρετότητα της γλώσσας, του έθνους και της θρησκείας. Στις 28 Νοεμβρίου του 1925 ο Δελμούζος και ο Γληνός αποπέμφθηκαν, η Ιμβριώτη απολύθηκε, ο Ιορδανίδης εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και ο Βάρναλης τιμωρήθηκε με δυσμενή μετάθεση στα Χανιά την οποία δεν δέχτηκε και απολύθηκε. Ο αντικαταστάτης του Δελμούζου προχώρησε στη διεξαγωγή έρευνας με πόρισμα ότι το Μαράσλειο είχε μετατραπεί σε κέντρο ακολασίας. Αμέσως οι γονείς απαίτησαν την αποκατάσταση του ονόματος τους αφού η διδασκαλία στο Μαράσλειο θεωρήθηκε επιβλαβής για το έθνος. Και όλα αυτά, επειδή ο Δελμούζος τόλμησε να σκεφτεί και να πιστέψει σε κάτι διαφορετικό.
Πηγές εικόνων:
Εβελίνα Παπαδοπούλου, Ιστορικός