Written by 5:58 μμ Αρθρογραφία, Επικαιροτητα

Τα εγκληματικά μέτρα είναι πάντοτε κατάλληλα για την καταπολέμηση του εγκληματικού φαινομένου; | Νίκη Φαντάκη

Ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να θεσπίζονται διατάξεις ποινικού χαρακτήρα που δεν εξυπηρετούν την προστασία ενός σαφούς έννομου συμφέροντος και δε λαμβάνεται επαρκώς υπόψη η αρχή της χρήσης του ποινικού δικαίου ως εσχάτου μέσου. Αν δεν αναγνωριστούν εγκαίρως οι κίνδυνοι, προκειμένου να ληφθούν τα προσήκοντα μέτρα, θα βρεθούμε σύντομα αντιμέτωποι με ένα μη αποδεκτό ποινικό δίκαιο, το οποίο αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές και παραδόσεις του κοινού δικαίου.

Ανέκαθεν μείζον ζήτημα αποτελούσε εκείνο της νομιμότητας του δικαίου και της δικαιοσύνης. Μέσα στους αιώνες, πολλά ειπώθηκαν γύρω από το ζήτημα αυτό χωρίς την καθιέρωση μιας καθολικής απάντησης. Οι απόψεις μέχρι και σήμερα είναι αντικρουόμενες και πολλαπλές.

Όταν ασχολούμαστε με την έννοια του εγκληματικού φαινομένου, οφείλουμε να ορίσουμε και τι ακριβώς είναι αυτό. Δεν είναι παρά το φαινόμενο που παρατηρείται αναντίρρητα σε όλες τις σύγχρονες ή μη, οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι το σύνολο κανόνων δικαίου που απαγορεύει ορισμένες πράξεις και ταυτόχρονα προβλέπει κυρώσεις σε όσους δεν συμμορφώνονται με αυτούς. Η αντεγκληματική πολιτική ως κρατική πολιτική, οριοθετεί, υποδεικνύει και συντονίζει τα μέτρα και τις κατευθύνσεις με σκοπό την πρόληψη της υποτροπής και την καταστολή του εγκλήματος ως φαινομένου.

Τα σταθερά στοιχεία της δομής κάθε συστήματος αντεγκληματικής πολιτικής, αλληλοεπιδρούν διαρκώς μεταξύ τους έτσι ώστε να επέρχεται συνεχής αναδιοργάνωση και ανάπτυξη. Έκτοτε, καθιερώθηκαν κάποιες γενικές αρχές, μεταξύ των οποίων ότι κανείς δε θεωρείται ένοχος μέχρι την ύπαρξη αμετάκλητης δικαστικής απόφασης εις βάρος του και ότι όλοι, ακόμη και οι εγκληματίες, έχουν δικαίωμα στην προάσπιση των ατομικών ελευθεριών τους. Στο ελληνικό δίκαιο, τα δικαιώματα του ανθρώπου προασπίζονται στα άρθρα: 2,5,7,10,12,13,14,22,23,24 με πιο σημαντικό το 25 του Συντάγματος και στις αντίστοιχες διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το ερώτημα που γεννάται εδώ εν προκειμένω είναι αν τα όρια που τίθενται στον νομοπαραγωγικό έργο του κοινού νομοθέτη είναι αυτά που ρητώς αναφέρουν οι παραπάνω διατάξεις ή υπάρχουν και κάποια άλλα μη ρητά, που δεν τα βλέπουμε στο κείμενο του Συντάγματος. Η ορθή απάντηση σ’ αυτό είναι μάλλον καταφατική ως προς το δεύτερο σκέλος της.

Κάθε δράση αντεγκληματικής πολιτικής, υποχρεούται να διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και να μην υποκύπτει σε κατασκευασμένα διλήμματα που αναφέρονται στη σχέση και ιεράρχηση μεταξύ των δικαιωμάτων όπως π.χ. ασφάλεια ή ελευθερία. Προκύπτει συνεπώς, ότι η αντεγκληματική πολιτική έχει ιδιαίτερη σημασία για την κοινωνία, καθώς πρέπει να επανεφευρίσκει διαρκώς τις απαντήσεις της απέναντι στο έγκλημα, να θέτει γενικότερα κοινωνικά ερωτήματα και τέλος ν’ αναμετράται κάθε φορά με τις δυσκολίες του έργου της. Όμως, όσο πιο σκληρά είναι τα μέτρα, τόσο το έγκλημα περιορίζεται; Ούτε αυτό, ούτε το αντίθετο έχουν αποδειχθεί.

Ανέκαθεν τα ανθρώπινα δικαιώματα κινδύνευαν περισσότερο από ορισμένα ακραία μέτρα που είχαν ληφθεί για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Έτσι, η ισορροπία ήταν απαραίτητη για την επίτευξη του σκοπού της, καθώς όσο σοβαρή και αν είναι η κατάσταση σε κάποια κοινωνία αναφορικά με την εγκληματικότητα, οποιαδήποτε μέτρα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης τα οποία δε λαμβάνουν υπόψιν τις αξίες της δημοκρατίας και της ανθρωπότητας είναι απαράδεκτα. Αργότερα, η αντεγκληματική πολιτική ξεκίνησε να διαμορφώνεται με γνώμονα τις βασικές αρχές των δημοκρατικών κρατών, χωρίς να ξεφεύγει από τα όρια των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Φυσικά αυτό δεν ήταν εύκολο να υλοποιηθεί.

Το εγκληματικό φαινόμενο έχει βαθιές ρίζες και δεν μεταβάλλεται εύκολα, όποια και αν είναι η εκάστοτε κατεύθυνση και περιεχόμενο της αντεγκληματικής πολιτικής που εφαρμόζεται. Κάθε κοινωνία, κάθε εποχή έχει διαφορετικούς αξιακούς κανόνες ώστε να ανταποκρίνονται στο εκάστοτε μοντέλο κοινωνίας, διαφορετικούς παραβάτες και παραβάσεις, επομένως και διαφορετικές κυρώσεις.

Ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να θεσπίζονται διατάξεις ποινικού χαρακτήρα που δεν εξυπηρετούν την προστασία ενός σαφούς έννομου συμφέροντος και δε λαμβάνεται επαρκώς υπόψη η αρχή της χρήσης του ποινικού δικαίου ως εσχάτου μέσου. Αν δεν αναγνωριστούν εγκαίρως οι κίνδυνοι, προκειμένου να ληφθούν τα προσήκοντα μέτρα, θα βρεθούμε σύντομα αντιμέτωποι με ένα μη αποδεκτό ποινικό δίκαιο, το οποίο αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές και παραδόσεις του κοινού δικαίου.

Όπως εύστοχα ανέφερε ο Βίκτωρ Ουγκώ «Η κοινωνία προετοιμάζει το έγκλημα.Ο εγκληματίας το διαπράττει».

Νίκη Φαντάκη, νομικός

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  1. ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΑΡΣΕΔΑΚΗ,ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ,ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2008

2.http://europa.eu/pol/rights/index_el.htm

3. Σ.Αλεξιάδη,Εγκληματολογία,Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσ/νίκη 2011

4. Σ.Αλεξιάδη,Ανθρώπινα δικαιώματα και αντεγκληματική πολιτική,Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου,2011

(Visited 110 times, 1 visits today)

Κλείσιμο