Οι δυο οικονομικές σχολές σκέψεις, η νεοκλασική και η κεϋνσιανή, συνυπάρχουν και αποτελούν σημαντικά εργαλεία στην αποκωδικοποίηση των οικονομικών εργαλείων που εφαρμόζουν τα εθνικά κράτη. Η χρησιμοποίηση των οικονομικών πολιτικών από τις δυο σχολές με σκοπό την αύξηση του ΑΕΠ, που αποτελεί έναν βαρυσήμαντο, μακροπρόθεσμο στόχο, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, είναι αρκετά εμφανής. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα αν η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αύξησης της ζήτησης ή της προσφοράς.
Η κεϋνσιανή πολιτική εφαρμόστηκε με το New Deal του F. Roosevelt στην Αμερική μετά την Κρίση του 1929, τη δεκαετία του ’80 καθυστερημένα στην Ελλάδα και πιο πρόσφατα για την αύξηση της ζήτησης, της κατανάλωσης και του εισοδήματος στην περίοδο της πανδημίας, καθιστώντας την κρατική παρέμβαση αναγκαία. Τις προηγούμενες δεκαετίες όμως, η αύξηση του ΑΕΠ βασίστηκε στην αύξηση του εγχώριου εισοδήματος μέσω της κατανάλωσης, στην αύξηση των μισθών πάνω από την παραγωγικότητα, στη δημιουργία δίδυμων ελλειμμάτων τον δανεισμό, στις εισαγωγές και στη διόγκωση του χρέους. Το αποτέλεσμα ήταν ο δανεισμός, οι μεταρρυθμίσεις και η εστίαση στην διόρθωση των χρόνιων στρεβλώσεων και διαρθρωτικών προβλημάτων στην ελληνική οικονομία.
Το ελληνικό οικονομικό ζήτημα ως πρόβλημα προσφοράς αντιμετωπίστηκε από το Σχέδιο Ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0» καθώς και από την έκθεση Πισσαρίδη. Οι βασικές ιδέες στις παραπάνω εκθέσεις στηρίζονται στην βελτίωση του θεσμικού περιβάλλοντος, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, στην απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, στην αύξηση των επενδύσεων, έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και στην αύξηση των εξαγωγών. Συνεπώς η αύξηση του ΑΕΠ βασίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας και για αυτό είναι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, όπως και η μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, έτσι ώστε να υπάρξει καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων.
Ενώ καθίσταται ορθολογικό το ελληνικό πρόβλημα να είναι πρόβλημα προσφοράς, η κριτική που γίνεται (βλ.ΙΝΕ ΓΣΕΕ) εστιάζεται στο ζήτημα της ευημερίας των ανθρώπων και όχι των αριθμών. Οι μεταρρυθμίσεις πράγματι είναι εστιασμένες στην αύξηση του λειτουργικού κέρδους (του ήδη υψηλού σε ποσοστό) των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα την αύξηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Εκτός λοιπόν από τα αποτελεσματικά μέτρα αειφορίας, πράσινων, δημόσιων επενδύσεων το βασικό ζητούμενο είναι η κοινωνική ανθεκτικότητα, η δημιουργία δηλαδή ενός μοντέλου που θα μπορεί να είναι ανθεκτικό από τις κρίσεις, θα προσαρμόζεται και θα είναι σε θέση να συνδυάζει την αυξημένη παραγωγικότητα, την κοινωνική ένταξη και την οικονομική αποτελεσματικότητα.
Η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, ως μοντέλο δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ενίσχυσης περιφερειακής ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής και παραγωγής πλούτου μπορεί να προσφέρει μια καινοτόμο λύση. Οι δυνατότητες που υπάρχουν γίνονται φανερές από τα αποτελέσματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών στο συγκεκριμένο εγχείρημα, με αποκορύφωμα το πρότυπο των συνεταιρισμών της Μοντραγκόν, στη χώρα των Βάσκων.
Ο συνεταιρισμός της Μοντραγκόν ξεκίνησε από έναν φορέα της οικονομίας και κατάφερε να λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα, από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση, από την εκπαίδευση μέχρι τον πολιτισμό, να παράγει δεκάδες προϊόντα, να απασχολεί πάνω από 80.000 εργαζομένους να έχει ακόμα και την δική του Λαϊκή Εργατική Τράπεζα. Το συγκεκριμένο μοντέλο βασίζεται στην διαρκή εκπαίδευση με προγράμματα κατάρτισης, στη συμμετοχική δημοκρατία για τη λήψη αποφάσεων υπό την μορφή «μια μετοχή, μια ψήφος», στη συνεργασία (μεταξύ τους και με άλλες μικρομεσαίες επιχειρήσεις), στην αλληλεγγύη (και στην αμοιβή).
Η οικονομία μπορεί να στηρίζεται σε παγιωμένες αρχές, αλλά εξελίσσονται διαρκώς οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να έρθει η οικονομική μεγέθυνση και η ευημερία των ανθρώπων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με το παράδειγμα κοινωνικής οικονομίας, οι πολίτες θα πρέπει να ξεφύγουν από ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος, να δουν την κοινωνική οικονομία ως μοχλό ανάπτυξης, επανένταξης ατόμων στην εργασία (βλ. μετανάστες, άνεργοι) και εξέλιξης της πλουραλιστικής δημοκρατίας. Με αυτό τον τρόπο, η φιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να στηριχτεί στον πυλώνα της, το κοινωνικό κράτος δικαίου.
Μπέλεσης Ορέστης – Σύμβουλος επιχειρήσεων