Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερες είναι οι καταγγελίες γυναικών αλλά και ανδρών, εν γένει ατόμων, που καταγγέλλουν ότι έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης, λεκτικής, ψυχικής ή σωματικής βίας. Η αρχή έγινε με την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, από το χώρο του αθλητισμού, με καταγγελίες από άλλους χώρους να ακολουθούν, όπως αυτές στο χώρο του θεάτρου. Τέτοια περιστατικά είναι πιθανό να συμβούν σε κάθε χώρο, σε οποιοδήποτε μέρος υπάρχει κοινωνική αλληλεπίδραση, δηλαδή άνθρωποι που συνδέονται με σχέσεις ιεραρχικές, σχέσεις εξουσίας.
Μέσα σε όλο αυτό τον αναβρασμό αποκαλύψεων, το ελληνικό #metoo, όπως ονομάζεται, έχει κάνει την εμφάνισή του. Άνθρωποι μιλούν για τις ιστορίες που βίωσαν, άνθρωποι κάθε φύλου, κάθε σεξουαλικής ταυτότητας, που έχουν ζήσει κάτι παρόμοιο, ξαναζούν τα περιστατικά αυτά. Άλλα άτομα θυμούνται τις ιστορίες τους, ενώ άλλα παίρνουν δύναμη για να μιλήσουν για τις δικές τους, τις συζητάνε, καταγγέλλουν, θυμώνουν, αντιδρούν.
Στο πλαίσιο όλων αυτών των περιστατικών, «ξαναζωντάνεψαν» ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, που ποτέ δε θα μάθουμε, περιστατικά που ποτέ δε θα γίνουν γνωστά, θηλυκότητες και αρρενωπότητες που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ, που έχουν όμως ζήσει καταστάσεις και γεγονότα που σημάδεψαν για πάντα τη ζωή τους. Άνθρωποι που ίσως είναι δίπλα μας, ίσως είμαστε εμείς ή απλά κάποιο άγνωστο σε εμάς άτομο. Μιλούν ή δε μιλούν για τα περιστατικά που τους/τις έχουν τσακίσει σωματικά, ψυχικά, που τις/τους έχουν προσβάλλει ανεπανόρθωτα. Είτε μιλούν είτε όχι, είτε αντιδρούν είτε όχι, κουβαλούν ένα πολύ μεγάλο φορτίο, ένα φορτίο που η ίδια η κοινωνία τους φόρτωσε.

Ας αναρωτηθούμε ωστόσο με βάση ποιες νοοτροπίες και γιατί τέτοιες συμπεριφορές, βίας και κακοποίησης, λαμβάνουν χώρα; Ποια «κοινωνικά πρότυπα», ποιες «κοινωνικές νόρμες» έχουν οδηγήσει στην «κανονικοποίηση» τέτοιων συμπεριφορών, στο να θεωρείται «φυσιολογικό» ένας άντρας, μια γυναίκα, ένα άτομο με εξουσία, ή που θεωρεί ότι έχει εξουσία, είτε αυτή αφορά το φύλο του – το φύλο που νομίζει ότι είναι κυρίαρχο- είτε τη θέση του, να ασκεί τέτοια εξουσία; Να «βιάζει» την ψυχή, το σώμα, την προσωπικότητα ενός ανθρώπου;
Τέτοιες συμπεριφορές δεν «προκύπτουν» έτσι απλά. Είναι κοινωνικά παράγωγα και το αποτέλεσμα μιας συνεχούς και επαναλαμβανόμενης διαδικασίας αναπαραγωγής κοινωνικών νορμών, δηλαδή κοινωνικών δεδομένων που όσο αναπαράγονται τόσο εδραιώνονται και γίνονται πιο «σταθερά». Είναι αποτέλεσμα των δικών μας συμπεριφορών και νοοτροπιών που αναπαράγουμε και εδραιώνουμε, με καθημερινές μικρές μας συμπεριφορές, οι οποίες βάζουν το λιθαράκι τους σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό κατεστημένο, με τη συμμετοχή του κοινωνικού περίγυρου, του σχολείου, των ΜΜΕ, των κρατικών φορέων.
Ας εστιάσουμε στις νόρμες που αφορούν το φύλο. Πώς μαθαίνουμε να είμαστε το φύλο μας; Πώς «δεχόμαστε» ότι η «φύση» των φύλων είναι συγκεκριμένη και ότι κάποια φύλα, «μπορούν» να έχουν εξουσία πάνω σε κάποια άλλα;
Το φύλο μας, αυτό που φέρουμε, ή που η κοινωνία «περιμένει» από εμάς να φέρουμε, είναι κοινωνικά και πολιτισμικά προσδιορισμένο, παράγεται κοινωνικά, μαθαίνουμε να είμαστε αυτό που η κοινωνία περιμένει από εμάς, και το οποίο εμείς συνεχίζουμε επιτελώντας το. Ας θυμηθούμε εδώ τη θεωρία της Γαλλίδας συγγραφέας και φεμινίστριας φιλοσόφου, Simon de Beauvoir, («Το δεύτερο φύλο, 1979) όταν μιλά για την κοινωνική κατασκευή της γυναίκας, της θηλυκότητας στην κοινωνία και ως επέκταση της σκέψης μας, τη θεωρία της Αμερικανίδας φιλοσόφου και θεωρητικού του φύλου, Judith Butler, η οποία στο βιβλίο της Gender Trouble: Feminism and the subversion of identity (1990), αναφέρει ότι τόσο το βιολογικό φύλο (sex), το κοινωνικό (gender) καθώς και η σεξουαλικόητητα είναι κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές και οικονομικές κατασκευές, οι οποίες γίνονται πιο ισχυρές και εδραιώνονται, όσο επαναλαμβάνουμε συγκεκριμένες, τυποποιημένες κινήσεις και πράξεις με το σώμα μας. Στο σημείο αυτό, είναι σημαντική η συμβολή του Γάλλου μεταδομιστή φιλοσόφου Michel Foucault (Foucault, Εξουσία, Γνώση και Ηθική, 1987) από τον οποίο επηρεάστηκε και η Butler. Αυτές οι πράξεις, («η επιτέλεση» του φύλου μας, όπως την ονομάζει η Butler) καθορίζονται από Λόγους, όπως τους ονομάζει ο Foucault, που οργανώνουν την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο, σε ένα σύστημα γνώσης-εξουσίας. Αυτοί λοιπόν οι λόγοι κατασκευάζουν το κοινωνικό φύλο, σε ένα δίκτυο σχέσεων εξουσίας. («Το κοινωνικό φύλο», R.W. Connell, 2006).

Μεγαλώνοντας μαθαίνουμε να αντιλαμβανόμαστε με συγκεκριμένο τρόπο τα φύλα, ακροβατούμε ανάμεσα σε κάθετους διαχωρισμούς, που αφορούν τις «έμφυλες» κανονικότητες που ορίζουν το αρσενικό με μια συγκεκριμένη εικόνα, αυτή ενός δυναμικού, δυνατού, επιβάλλοντος, σκληρού και ανδροπρεπούς όντος που λειτουργεί ως δίπολο του θηλυκού, το οποίο είναι το ακριβώς αντίθετο.
Το σχολείο, η οικογένεια, το κοινωνικό περιβάλλον και ο περίγυρος, τα ΜΜΕ, οι κρατικοί φορείς και οι πολιτικές τους, μέσω αυτής της διαδικασίας εκμάθησης και παραγωγής νορμών, μαθαίνουν στα υποκείμενά τους να επιτελούν συγκεκριμένους ρόλους, με τα αγόρια να μαθαίνουν ότι ο μόνος τρόπος να υπάρχουν ως αγόρια, είναι με το να «αποδεικνύουν» αυτή την αρρενωπότητα, να αποφεύγουν καθετί θηλυπρεπές ή θηλυκό που ίσως τους «ταυτίσει» με τη θηλυκή πλευρά τους. Να θεωρούν ότι έχουν το ρόλο του «ισχυρού», να ζουν με τέτοια δίπολα, στα οποία το ρόλο του ανίσχυρου σε αυτά έχουν οι θηλυκότητες.
Τα άτομα λοιπόν, και συγκεκριμένα όσα προβαίνουν σε τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις, δεν είναι κάποιοι που προέκυψαν από του πουθενά. Είναι παράγωγα υποκείμενα του ίδιου πολιτισμού, ενός πατριαρχικού πολιτισμού. Είναι το ίδιο άτομο που θα μάθει να μην κάνει κάποιες δουλειές γιατί είναι «γυναικείες», θα κοιτάξει χυδαία μια γυναίκα, θα μιλήσει γι’αυτή με τρόπο που θα τη φέρει σε δύσκολη θέση. Θα μάθει να λειτουργεί με τέτοιο τρόπο στις σχέσεις του, θα επιτελεί αυτό το ρόλο, και ίσως θεωρήσει φυσιολογικό, ή λογικό να «βιάσει» (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) το σώμα, την ψυχή, την αξιοπρέπεια ενός ανθρώπου.

Ένα όμως είναι σίγουρο. Έχουμε λόγο σε αυτές τις κοινωνικές νόρμες. Τα υποκείμενα δρουν. Μπορούμε να συνεχίζουμε να τις αναπαράγουμε, να παρέμβουμε, να τις γκρεμίσουμε και να τις ξαναχτίσουμε. Μπορούμε να τις αλλάξουμε. Τα βήματα γίνονται, μιλάμε γι’αυτά, μιλάμε για «τοξική αρρενωπότητα» εκεί που κάποτε μιλούσαμε για «αντριλίκι» και «μαγκιά». Δεν δείχνουμε ανοχή σε συμπεριφορές για τις οποίες κάποτε ίσως σωπαιναμε, ή υπομέναμε είτε κάναμε πως δεν συμβαίνουν. Δεν θεωρούμε φυσιολογικό, ούτε την προσβλητική υποτιθέμενη ένδειξη αρρενωπής επιβολής, ούτε τη λεκτική/ σωματική/ ψυχική βία που στηρίζεται σε μια υποτιθέμενη εξουσία.
Τα βήματα όμως γίνονται, τα άτομα μιλούν για τις εμπειρίες τους, αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα τους και τη διαχωρίζουν από τις νόρμες, συζητούν, προχωρούν και αλλάζουν. Οι καταστάσεις αλλάζουν, όπως και οι άνθρωποι και αυτά που ζητάνε, ενώ όσο ισχυροί και αν είναι κάποιοι τοίχοι, όσο βαθιά ριζωμένες και αν είναι κάποιες αντιλήψεις, αποκτούν ρωγμές, δέχονται κριτικές και πλήγματα. Τα ίδια τα άτομα, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη, το φύλο, την εθνικότητα, διερωτώνται, ακούν, και σιγά σιγά κάνουν αλλαγές, και αμφισβητούν τις υπάρχουσες δομές. Το καθένα όπως και όσο μπορεί.

Άννα Μπριμπιλοπούλου, Φοιτήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας