Στην μετά-κορωνοϊού περίοδο και ενώ τα μέτρα έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν, ακόμη και στα κράτη, τα οποία υπέστησαν τεράστιο πλήγμα από την εξάπλωση του ιού, η επιστροφή του κόσμου -σταδιακά- στις εργασίες του είναι γεγονός. Από Σεπτέμβριο-Οκτώβριο επίσης, αναμένεται και η επανέναρξη των δια ζώσης μαθημάτων των Πανεπιστημίων.
Η επιστροφή όμως σε αμφότερα, εργασίες και πανεπιστήμια, θα γίνει με πολύ διαφορετική διάθεση, τίποτα δεν θα είναι ίδιο πια. Το σύστημα της τηλεργασίας και της τηλεκπαίδευσης διευκόλυνε πάρα πολλούς και έκανε πιο ευχάριστη, δημιουργική ακόμη και βολική την ώρα της δουλειάς ή του μαθήματος αντίστοιχα. Υπάρχουν βέβαια και διαφορετικές γνώμες, οι οποίες αντιτίθεται στην ηλεκτρονική εργασία και εκπαίδευση, διότι τη βρίσκουν μη δημιουργική, απρόσωπη και όχι τόσο ενδιαφέρουσα όσο δια ζώσης.
Παρακολουθώντας τις παραπάνω σχολές σκέψης, είναι εμφανές πως σε καθεμία, υπάρχουν τα υπέρ αλλά και τα κατά. Αρχικά, στα πιο εξελιγμένα -σε τεχνολογικό και οικονομικό τομέα- κράτη, υπάρχουν σοβαρές σκέψεις για μονιμοποίηση του συστήματος τηλεργασίας, σε κάποια άλλα δε, το σύστημα αυτό έχει μονιμοποιηθεί εδώ και χρόνια (Managers σε εταιρείες στις ΗΠΑ, εργασία εξ’ αποστάσεως). Αντίστοιχα, σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο γίνονται μαθήματα εξ’ αποστάσεως εδώ και χρόνια.
Και εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, μα γιατί να μην είναι δικαίωμα του καθενός, αν συντρέχουν σοβαροί πρακτικοί ή προσωπικοί λόγοι, να μπορεί να εργαστεί από το σπίτι του; Είτε κάποιος που θέλει να σπουδάσει από μακριά, να του δίνεται η δυνατότητα φοίτησης σε οποιοδήποτε πανεπιστημιακό ίδρυμα επιθυμεί. Φυσικά, πρέπει να τονιστεί πως το συγκεκριμένο σύστημα απευθύνεται σε μικρή γκάμα επαγγελμάτων, διότι τα περισσότερα επαγγέλματα χρειάζονται φυσική παρουσία, δεν μπορούν να διενεργηθούν ηλεκτρονικά. Το ίδιο ισχύει και για σχολές, οι οποίες περιέχουν και πρακτικό κομμάτι. Τουλάχιστον όχι ακόμη, όχι στο 2020 (πιθανόν και αργότερα από αυτό).
Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν υπέρ και κατά επιχειρήματα για την τηλεργασία και τηλεκπαίδευση. Ξεκινώντας από τα υπέρ, το πιο σημαντικό είναι πως με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων μηδενίζονται οι αποστάσεις για κάθε είδους δραστηριότητα. Το θετικό μάλιστα είναι ότι πλέον εργαζόμενοι ή φοιτητές, όλων την ηλικιών, έχουν κάποια εξοικείωση πάνω σε αυτά τα μέσα, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, που η έξαρση της τεχνολογίας βρήκε τους ανθρώπους ‘’απροετοίμαστους’’. Ακόμη, η τηλεργασία και η τηλεκπαίδευση παρέχουν τεράστια διευκόλυνση σε άτομα που πάσχουν από χρόνιες ασθένειες, έχουν κινητικά προβλήματα κλπ. Παράλληλα, ίσως αποτελεί τη λύση στο μεγάλο πρόβλημα με τις εγκυμονούσες γυναίκες που κατά τη διάρκεια της κύησης υφίστανται απολύσεις, μειώσεις ή διακοπές αποδοχών από τους εργοδότες.
Με ηλεκτρονικούς τρόπους εκπαίδευσης και εργασίας, είναι πολύ πιθανό, να αποσυμφορηθεί το κλίμα, στις μεγάλες κυρίως πόλεις, να μειωθεί ο συνωστισμός και η πολύωρη αναμονή στο οδικό δίκτυο και στα ΜΜΜ(Μέσα Μαζικής Μεταφοράς), κατά τις ώρες αιχμής. Τέλος, μέσω της τηλεκπαίδευσης, οι σπουδές θα γίνουν επιτέλους προσβάσιμες για φοιτητές, οι οποίοι είτε βρίσκονται σε κακή οικονομική κατάσταση και δεν μπορούν να μείνουν στην πόλη του ιδρύματος που πέρασαν, είτε εργάζονται κατά τη διάρκεια της φοίτησης τους και δεν έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν το σύνολο των μαθημάτων.
Στην αντίπερα όχθη, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που καθιστούν την τηλεργασία και την τηλεκπαίδευση μη λειτουργική έως επικίνδυνη. Πρωτίστως, στους υπολογιστές και στο διαδίκτυο υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χαθεί η σύνδεση είτε να χαθούν διάφορα δεδομένα. Μάλιστα στο χειρότερο σενάριο, μπορεί να διαρρεύσουν και δεδομένα προσωπικά ή εργασιακά, γεγονός επιζήμιο σε κάθε περίπτωση. Επιπρόσθετα, ο ηλεκτρονικός χώρος εργασίας ή φοίτησης είναι απρόσωπος, συνάμα με τις διαπροσωπικές σχέσεις στους χώρους αυτούς, γεγονός που επηρεάζει την αποδοτικότητα αρκετών εργαζομένων ή φοιτητών αντίστοιχα.
Περνώντας τώρα σε πιο κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, η καθιέρωση κάποιας μορφής τηλεκπαίδευσης προϋποθέτει την τοποθέτηση καμερών μέσα στις πανεπιστημιακές αίθουσες που θα καταγράφουν. Το πρόβλημα εδώ είναι πως με τις καταγραφές μαθημάτων τείνουμε προς νέες περιπέτειες. Μερικές από αυτές, αφορούν την πλήρη κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και του αδιάβλητου της πανεπιστημιακής αίθουσας, την ενίσχυση της λογοκρισίας και τις απόπειρες ελέγχου, στα λεγόμενα των καθηγητών, από τις διάφορες κυβερνήσεις ανάλογα με τα συμφέροντα τους. Σίγουρα, η παγκόσμια παρακολούθηση είναι μια νέα πραγματικότητα, ένα απότοκο της παγκοσμιοποίησης, όμως ποιος μπορεί να μας φυλάξει από τους ‘’φύλακες’’;
Τέλος, μέσω της τηλεργασίας ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η άτυπη κατάργηση του οκταώρου. Ο μεγάλος φόρτος της δουλειάς σε συνδυασμό με τα ευέλικτα ωράρια της ηλεκτρονικής εργασίας μπορούν πολύ εύκολα να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εργοδότες, οι οποίοι σπάνια δέχονται ελέγχους επί του ζητήματος των ωραρίων (ιδιαίτερα στην Ελλάδα) . Έτσι οδηγούμαστε σε αυτό που ο Γερμανός φιλόσοφος Κάρλ Μάρξ χαρακτήρισε στο βιβλίο του, «Το Κεφάλαιο», ως ‘’υπεραξία’’. Με λίγα λόγια, η έννοια της υπεραξίας είναι όταν ένα άτομο εργάζεται για πολύ περισσότερα από όσα πληρώνεται για την εργασία του αυτή ενώ ο εργοδότης καρπώνεται το επιπρόσθετο κέρδος από την εργασία του υπαλλήλου.
Άραγε θα μονιμοποιηθεί κάποτε η ηλεκτρονική εργασία και εκπαίδευση; Και αν ναι θα καθιερωθεί σε όλους τους κλάδους ή μόνο σε μερικούς; Και αν καθιερωθεί σε όλους τους κλάδους πώς θα λυθεί ο όγκος των προβλημάτων που προκύπτουν; Ερωτήματα ρητορικά για τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μεγάλης σημασίας όμως για το μέλλον και τις επερχόμενες γενιές.
Βασίλης Τσιαπάλας, Φοιτητής Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών