Αντλώντας στοιχεία από την πρόσφατη διεξαγωγή της δίκης για το βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, το αποτέλεσμα της οποίας επέβαλε ισόβια κάθειρξη και δεκαπέντε χρόνια ακόμη φυλάκιση για το βιασμό της, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, οδηγούμαστε στο να διερωτηθούμε σχετικά με τις αιτίες αυτών των εγκλημάτων σε βάρος γυναικών και να ασχοληθούμε περισσότερο με τη λεγόμενη «κουλτούρα του βιασμού».
Όλες και όλοι θα έχουμε διαβάσει πρωτοσέλιδα σε εφημερίδες ή διαδικτυακούς ιστότοπους με τίτλους όπως «Ήταν έγκλημα πάθους», «Το μετάνιωσε αμέσως μετά», «Δεν ήξερε τι έκανε», «Τον κυρίευσε η ζήλεια», «Δεν το ήθελε, ήταν η κακιά η ώρα». Αυτές είναι μερικές από τις πιο συχνές λεζάντες που συναντούμε σε περιπτώσεις δολοφονιών, κακοποίησης και βιασμών γυναικών.
Αυτές είναι και κάποιες από τις εξηγήσεις που δίνονται από πολλούς, τόσο από το οικογενειακό περιβάλλον του θύματος όσο και από απλούς αναγνώστες σε περιπτώσεις βίαιων θανάτων γυναικών από κάποιον άντρα, γνωστό τους ή όχι. Συγγενή τους ή σύντροφο.
Θάνατοι που συνέβησαν επειδή ένα κοντινό τους πρόσωπο θεώρησε ότι τους ανήκε η ίδια και το σώμα της και έπρεπε να την «ελέγξουν» με κάποιο τρόπο, ή ένας άγνωστος θεώρησε ότι η ίδια ήταν «διαθέσιμη», από σημεία που ο ίδιος μετέφρασε ως τέτοια.
Και οι δύο την είδαν ως ένα σώμα πάνω στο οποίο μπορούσαν να δράσουν με όποιο τρόπο θέλουν. Τα εγκλήματα αυτά αποδίδονται με τον όρο γυναικοκτονία (από τα αγγλικά: femicide), δηλαδή εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί σε βάρος γυναικών, επειδή ακριβώς είναι γυναίκες και δεν «ανταποκρίθηκαν όπως έπρεπε» στο «ρόλο» τους.
Πρόκειται για έναν πρόσφατο όρο, ο οποίος εμφανίζεται το 1976 από την εγκληματολόγο Diana E.H. Russell, και υιοθετήθηκε το 1992 από την εγκληματολογία, χάρη στο βιβλίο της ακαδημαϊκού Jill Radford (Τζιλ Ράντφορντ) και της Diana E.H. Russell (Νταϊάνα Ράσελ), με τίτλο «Femicide: The politics of woman killing» («Γυναικοκτονία: Η πολιτική της δολοφονίας γυναικών»).
Κάποιοι, διαφωνούν με αυτό τον ορισμό , θεωρώντας ότι πρόκειται για έναν ορισμό που ξεχωρίζει τις γυναίκες από τους ανθρώπους, αφού αναφέρεται σε εγκλήματα που αφορούν γυναίκες, υπονοώντας, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ότι οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι και ότι υφίστανται διαχωρισμό.
Από την άλλη οι υποστηρικτές της χρήσης αυτού του ορισμού, για τέτοιου είδους εγκλήματα, θεωρούν ότι, ονομάζοντας αυτά τα εγκλήματα γυναικοκτονίες, δίνουμε όνομα σε αυτό το έγκλημα, φανερώνοντας την πραγματική φύση του και αποκαλύπτοντας βαθιές εμπεδωμένες απόψεις και αντιλήψεις που είναι και η αιτία αυτών των εγκλημάτων.
Οι δολοφονίες γυναικών, επειδή είναι γυναίκες, είναι ένα φαινόμενο, που μπορεί να εντοπισθεί σε κάθε κοινωνικό περιβάλλον, σε κάθε κοινωνική και οικονομική τάξη, ανεξαρτήτως φυλής, και κοινωνικού στάτους.
Εντοπίζεται εκεί όπου τα πολιτισμικά και κοινωνικά συμφραζόμενα επιτρέπουν την ύπαρξή του. Σε κοινωνίες που κυριαρχεί, εντονότερα ή όχι, η ανισότητα μεταξύ φύλων, όπου οι γυναίκες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θεωρούνται κατώτερες και αντιμετωπίζονται ως τέτοιες, και νοούνται ως ένα μέσο αναπαραγωγής και σεξουαλικής ικανοποίησης των ανδρικών γενετήσιων ορμών. Είτε αντιμετωπίζονται εμφανώς ή ενδόμυχα, ως κατώτερες ή υποδεέστερες, οι γυναίκες κινδυνεύουν, και θα κινδυνεύουν, ανεξάρτητα αν είναι πλούσιες ή φτωχές, κοινωνικά καταξιωμένες, ή χαμηλότερου κοινωνικού και εργασιακού στάτους.
Γιατί το πρόβλημα δεν είναι η κοινωνική ή η οικονομική κατάσταση του θύματος, αλλά το γεγονός ότι η γυναίκα «επιβιώνει» (αν επιβιώσει) σε σεξιστικές και πατριαρχικές δομές της κοινωνίας της, οι οποίες λαμβάνουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις συνθήκες και τα δεδομένα.
Το κοινό τους σημείο φαίνεται να είναι η αντιμετώπιση της γυναίκας, τόσο ως κατώτερης του άντρα, όσο και ως ενός σώματος που πρέπει να «ελεγχθεί», και που πρέπει να «πειθαρχήσει» στις κοινωνικές επιταγές για τις οποίες δεν αποφασίζει πάντα και εκείνη.
Παραδείγματα γυναικών, που δεν επιθυμούσαν να έρθουν σε σεξουαλική επαφή με τον σύντροφο ή έναν οποιονδήποτε άντρα, ο οποίος θεωρώντας ότι δεν ανταποκρίθηκε στο «ρόλο» της, τους επέβαλλε να συνευρεθεί μαζί του.
Γυναίκες που επιθύμησαν κάτι διαφορετικό από αυτό που τους επέβαλλε το περιβάλλον τους και ο κοινωνικός τους περίγυρος, και τιμωρήθηκαν γι’ αυτό, πληρώνοντας πολλές φορές το τίμημα με τη ζωή τους.
Η ενδυματολογική επιλογή μιας γυναίκας, (για παράδειγμα η επιλογή μιας κοντής φούστας), έχει χρησιμοποιηθεί τόσο ως «δικαιολογία» για το δράστη, με εκφράσεις από το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον όπως: «Τα’ θελε και τα παθε», όσο πολλές φορές και από το δημόσιο λόγο ως μια «ένδειξη» και «απόδειξη» τόσο της ηθικής του θύματος, όσο και της αιτίας που ο δράστης έδρασε με τέτοιο τρόπο. Η ιδέα δηλαδή ότι το θύμα «προκάλεσε» το δράστη, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο «έφερε» το σώμα του.
Οφείλουμε να κατανοήσουμε, ότι το πρόβλημα δεν είναι ούτε τα ρούχα, ούτε η οικονομική κρίση που εντείνει τα προβλήματα και τις συγκρούσεις, ούτε η «κακιά η ώρα» στην οποία βρέθηκε ο δράστης.
Ο βιαστής είναι ο υπεύθυνος, και όχι το θύμα. Ο βιαστής και τα κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία έχει μεγαλώσει, και η «δυσκολία» του να αντιληφθεί ότι «ΤΟ ΟΧΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΧΙ».
Υπαίτιος γι’ αυτή του τη «δυσκολία», είναι η ίδια η κοινωνία, που εμείς φτιάχνουμε και συντηρούμε, η βαθιά εμπεδωμένη πατριαρχία, που στηρίζει την έμφυλη ανισότητα και την υποτιθέμενη κατωτερότητα των γυναικών, αντιμετωπίζοντάς τες ως σεξουαλικά αντικείμενα, πλασμένα να ικανοποιούν τις ανδρικές σεξουαλικές διαθέσεις.
Αυτή η «κουλτούρα του βιασμού», που στηρίζεται σε αυτές τις βαθιά εμπεδωμένες δομές σκέψης, υπάρχει γιατί η κοινωνία μένει άπραγη και σιωπηλή μπροστά στο έγκλημα, παραβλέπει τις αιτίες του και αναπαράγεται με τον ίδιο τρόπο.
Ωστόσο, ενδιαφέρον είναι το ζήτημα της θέασης της γυναίκας από την κοινωνία, σε περιπτώσεις βιασμών και δολοφονιών. Η «υποστηρικτική» εικόνα που προσφέρεται είναι αυτή, της γυναίκας που «δεν προκαλούσε», «ντυνόταν σεμνά» και «πρόσεχε πολύ». Μιας γυναίκας δηλαδή, που «ταιριάζει» στην εικόνα που η κοινωνία της «δίνει», ενοχοποιώντας τη σεξουαλικότητά της. Αυτό σημαίνει άραγε, ότι ίσως αν η γυναίκα που θα βιαστεί ήταν υπερσεξουαλική, «προκαλούσε», ή ήταν τρανς, και οι τρείς δηλαδή γυναίκες που δεν «συμβαδίζουν» με αυτό που απαιτεί από τη γυναίκα η κοινωνία, δεν θα άξιζε τη συμπόνια και την καταδίκη των δολοφόνων και βιαστών της;
Οφείλουμε να κατανοήσουμε λοιπόν, ότι είτε οι γυναίκες επιλέγουν να αγκαλιάσουν τη σεξουαλικότητά τους είτε όχι, είναι δικαίωμά τους να έχουν ίση πρόσβαση στην απόλαυση του σώματος και της σεξουαλικότητάς τους, και αυτό να είναι δική τους επιλογή και μόνο. Απενοχοποιώντας τη σεξουαλικότητα των γυναικών, αντικρίζουμε το βιασμό και τη δολοφονία γυναικών, όπως ακριβώς είναι: ένας βιασμός χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Άννα Μπιρμπιλοπούλου, Φοιτήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας