Written by 6:07 μμ Επικαιροτητα, Συζητήσεις

Όλγα Ντέλλα: “Η ποίηση προέρχεται από ένα μοναχικό σύμπαν. Από μια κατάδυση που επιζητεί εναγωνίως την ανάδυσή της. . “

Ο ποιητής συνομιλεί μέσα από έναν μονόλογο εσωτερικό. Τα πράγματα γύρω του του μιλούν. Σκύβει και είτε το θέλει είτε όχι ακούει τη φωνή τους. Ακούει τη φωνή τη δική του. Τη φωνή των άλλων. Ακούει φωνές. Αυτές τις φωνές τις καταγράφει.

Η Όλγα Ντέλλα γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Εκπόνησε μεταπτυχιακό [“Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου”] και διδακτορική διατριβή [“Η μεταφυσική διάσταση στην ποίηση του Κώστα Μόντη”] στη Φλώρινα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Αθιβολές” [Το Ροδακιό, 2002], “Άκος ψυχής” [Το Ροδακιό, 2007], “Της αλυπίας είναι η χώρα” [Ιδαλγός, Πτολεμαΐδα 2009], “Φύλλο σκουριάς” (αγιάρι, Χίος 2020 -εκτός εμπορίου) . “Το παραμύθι της ιτιάς και του ποταμού” [Ιδαλγός, 2012], το δοκίμιο “Η ελεημοσύνη της γραφής. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης” [Ιδαλγός, 2014 -υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο δοκιμίου], το αφήγημα “Το νήμα” (Το Ροδακιό, 2020). Έχει συμμετάσχει ως εισηγήτρια σε συνέδρια στην Ελλάδα και την Κύπρο. Ποιήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Διδάσκει σε Γυμνάσιο. Ζει στα δυτικά της Μακεδονίας.

Περιγράφετε την ποίηση ως «πράξη κατ’ ουσίαν συντροφική». Πόσο αναγκαίο είναι για έναν ποιητή να μοιράσει και να μοιραστεί την εσωτερική του φωνή;

Το μοίρασμα έχει να κάνει με το “έκ-φραση”. Από τη στιγμή που πεις αυτή τη λέξη, ήδη υπάρχεις μέσα στη συντροφικότητα. Το μοίρασμα έχει τη δύναμη της λάβας. Εκτοξεύεις με την ένταση ηφαιστείου το “φράζειν”. Ακόμα και όταν δεν δίνει εξωτερικά σημάδια παρουσίας, διατηρεί τον αναβρασμό μέσα του. Ο χόχλος δεν παύει. Αναταράζει τα σωθικά του ηφαιστείου. Εμείς βλέπουμε ότι κοιμάται. Αυτό ποτέ. Τα σωθικά είναι δια βίου εν ενεργεία. Αυτό είναι το μοίρασμα. Η ανάγκη να φτάσει αυτό που σαλεύει μέσα σου απέναντι.

Ο ποιητής συνομιλεί μέσα από έναν μονόλογο εσωτερικό. Τα πράγματα γύρω του του μιλούν. Σκύβει και είτε το θέλει είτε όχι ακούει τη φωνή τους. Ακούει τη φωνή τη δική του. Τη φωνή των άλλων. Ακούει φωνές. Αυτές τις φωνές τις καταγράφει. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η συμμετοχή στον κόσμο μέσα από τον κατάδικό του τρόπο.

Όσο μόνος σε πραγματικές συνθήκες ζωής και αν είναι, όσο μοναχικός και αν θέλει να είναι, όσο ερμητική η ποίησή του, μέσα από την καταγραφή ραγίζει αυτόν τον καθρέφτη, απλώνει ένα χέρι έξω από το παράθυρο. Με τον τρόπο που το έκαναν πριν από αυτόν η Ντίκινσον, η Ελισάβετ Μουτζάν, η Isabella di Morra. Οι λέξεις του φεύγουν ως πουλιά μέσα από το κελί του πάνω σ’ ένα βράχο άγραφο. Οι λέξεις του είναι το χέρι που ρίχνει ως γέφυρα από τον βράχο αυτόν. Θα μπορούσε κάνεις να θυμηθεί τον Εμπειρίκο εδώ, το “πάρε τη λέξι μου, δώσε μου το χέρι σου“. Θα μπορούσε και τα λόγια του Χριστού που διέσωσε ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του: “ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν“. Κι αν δεν βγει κανείς -όσο υπάρχει εν ζωή- σε αντάμωσή του, τα πουλιά έχουν ήδη ελευθερωθεί. Ενδέχεται να περάσουν και αιώνες προτού διασχίσει κάποιος τη γέφυρά του. Αυτός όμως μοίρασε τον λόγο του. Το μεράδι του σ’ αυτόν τον κόσμο.  

Τι ρόλο διαδραματίζει η μοναχικότητα στη ζωή ενός ανθρώπου που βρίσκει παραμυθία στην Τέχνη; Είναι άραγε sine qua non συνθήκη της γραφής, ώστε να αφουγκραστεί την καρδιά του Κόσμου;

Η ποίηση προέρχεται από ένα μοναχικό σύμπαν. Από μια κατάδυση που επιζητεί εναγωνίως την ανάδυσή της. Για να φτάσει εκεί ο ποιητής, στροβιλίζεται μέσα στον λαβύρινθο του, χτυπιέται πάνω στα τοιχώματα, ψάχνει δια πυρός και σιδήρου την έξοδο, πασχίζει να βγει στο φως -ενδέχεται ασφαλώς και να μη βγει.

Θα μπορούσε να τον δει κανείς και ως σκαφτιά σε ανασκαφή. ή ως γεωργό σε χερσότοπο. Παλεύει με την ίδια ένταση να ανακαλύψει τα θραύσματα, αυτά τα όστρακα. Σα να ψάχνει τη θάλασσα μέσα σε οροπέδιο.

Ό,τι είμαστε είναι αυτά τα όστρακα. Χωμένα μέσα στα έγκατα των χρόνων που προηγήθηκαν και που σε ανυποψίαστο χρόνο θα φανερώσουν τον χρόνο που κατέκτησαν μέσα μας και θα’ ναι το καινό μας ένδυμα -αυτό που προήλθε από τη συγκόλληση τόσων αρχαίων θραυσμάτων. Ένα αγγείο κατάφορτο με ρωγμές που θα ψιθυρίζει όμως την ψηφιδωτή καταγωγή του, την κοπιαστική ανέλκυσή του μέσα από το χώμα. Το συναρμολογεί με χαρά λυτρωτική. Πρόκειται για κάθαρση. Επίπονη διαδικασία, κάποτε οδυνηρή. Ως Κορυφαίος να είσαι του ίδιου σου του Χορού.

Ό,τι βρει ο ποιητής -αυτό το ελάχιστό του, όσο ήσσονος ή μείζονος σημασίας κι αν είναι- το καταθέτει. Η αλήθειά του είναι εκεί για όλους μας. Όσο πιο βαθιά έσκαψε, τόσο υπάρχουν πιθανότητες να έχει μια αλήθεια να πει. Αυτή η αλήθεια τότε και μόνο γίνεται κλασική, με την έννοια ότι θα αγγίξει την Ψυχή του Κόσμου.

Ο ποιητής μοιάζει και με τους αντιγραφείς των βυζαντινών χειρογράφων. Αντιγράφει τα έγκατά του που αγγίζουν οπωσδήποτε -κάποτε εφάπτονται- με τα έγκατα του Κόσμου. Όπως “τ’ αλωνάκι” του Σολωμού. Παραμένει μια μνήμη αχνή, μια απλή αναφορά, μέσα σε ένα κωδικογραφικό σημείωμα, “Ευστάθιος, Μαρτύριος, Γεώργιος”. Ο ποιητής σβήνει κατόπιν, όπως σβήνει ο αντιγραφέας μέσα στο μελάνι.

Φωτογραφία: Χαράλαμπος Βλαχοδήμος

«Προσμένουμε το άγγιγμα το ελπιδοφόρο, του ανθρώπου που ανασαίνει στο πλάι μας» Σκιαγραφείτε ευστόχως με τη φράση αυτή το παρόν! Οι άνθρωποι είναι η ελπίδα! Δυστυχώς όμως η ουσιαστική επαφή λόγω της πανδημίας εκλείπει. Από πού αλλού μπορούμε σήμερα να αντλήσουμε ελπίδα, όταν στερούμαστε την παρουσία του συνανθρώπου;

Η αλήθεια είναι ότι δεν στερούμαστε την παρουσία. Ότι όποιον αγαπάς τον βλέπεις -κατά το ομηρικό “ὀσσόμενος ἐνὶ φρεσίν“- μέσα σου. Και το μέσα είναι παντού. Άνευ όρων. Άνευ ορίων. Άνευ εγκλεισμών. Η παρουσία ενός ανθρώπου δεν περιορίζεται στη φυσική του παρουσία. Είμαστε πολύ περισσότερο από αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν φύγει από τη ζωή μας, ποιητές, άνθρωποι του Κοινού Λόγου, δημιουργοί στην άλλη άκρη του κόσμου και μέσα σε αιώνες που προηγήθηκαν -είτε τους γνωρίσαμε είτε όχι- και έχουνε μεταφυτευτεί σε αυτό το καβαφικό “επέκεινα“, όμως η παρουσία τους είναι ζωντανή για εμάς. Η συνομιλία δεν παύει.

Όποιος υπάρχει στη ζωή μας με τρόπο ελπιδοφόρο -όποιος είναι για μας ξέφωτο και λιακωτό, ένα παράθυρο να βλέπουμε μαζί τον κόσμο- ακόμα και αν δεν τον αγγίζουμε με το χέρι μας, υπάρχει πάντα μέσα από έναν τρόπο πνευματικό που διασώζεται την τελευταία στιγμή από την απώλεια ή τη στέρηση. Όσο αυτοί οι άνθρωποι ανασαίνουν στο πλάι μας, υπάρχει η ελπίδα της αντάμωσης. Όταν δεν ανασαίνουν πια, η ελπίδα απαιτεί άλλου είδους άσκηση για να τη “φέρει” κανείς.

Η πανδημία αυτή έχει ασκήσει επίδραση σε όλους τους τομείς της σύγχρονης ζωής, το ίδιο κ στον τομέα του πολιτισμού. Μελλοντικά θεωρείτε πως θα αφήσει κάποια μορφή πολιτισμικής παρακαταθήκης η εποχή του κορωνοϊού;

Ο εγκλεισμός -εθελούσιος και μη- ανέκαθεν κυοφορούσε πράξεις. Υπάρχει πάντα κάτι εν δυνάμει που παραμένει ανενεργό, που κάνει παύση προτού πει τη λέξη του. Υπάρχει εν σιωπή, συλλογίζεται, αφουγκράζεται, αγναντεύει. Έπειτα μιλά. Αν δεν πάρεις απόσταση, ενδέχεται να φλυαρήσεις και η αυθεντικότητα δεν ανέχεται την εκζήτηση. Υπ’ αυτή την έννοια η δημιουργία είναι συμφιλιωμένη με τον εγκλεισμό. Προκύπτει μέσα από έναν προσωπικό και εθελούσιο εγκλεισμό. Μέσα από μια στάση ειλικρίνειας.

Ο καθολικός εγκλεισμός είναι ασφαλώς μια οριακή συνθήκη. Αν δεν καταφέρουμε να εξέλθουμε έστω και ελάχιστα πιο συνειδητοποιημένοι για το πέρασμά μας πάνω στη γη, τότε σίγουρο είναι ότι -όχι μόνο ο πολιτισμός- σύμπας ο κόσμος εξακολουθεί να διασχίζει τη θνητότητά του κωφεύοντας προς όποιο κάλεσμα θα μπορούσε να σταθεί ως μια ευκαιρία προς την εσωτερικότητα. Ο καθολικός είναι μια στιγμή στην παγκόσμια ιστορία που οφείλει κανείς να την αντιμετωπίσει και με ευγνωμοσύνη, αν έχει το κουράγιο να κοιτάξει μέσα του.

«Και Είμαστε αυτό που δε θα θέλαμε … Και Είμαστε αυτό που δεν είμαστε». Στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας πώς θα ερμηνεύατε τον στίχο σας αυτό; Άραγε η «κλινική» εικόνα του άνθρωπου που περιγράφετε, έχει βελτιωθεί ή συνεχίζουν οι πραγματικές επιθυμίες να καταπνίγονται από τις επιταγές της κοινωνίας;

Η αλήθεια είναι ότι την κύρια ευθύνη την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτός κρύβεται μέσα σε αυτούς τους δύο στίχους. Η κοινωνία είναι για μένα πάντα ένας εξωγενής παράγοντας. Δε με αφορά. Με αφορά όμως πολύ και με ενδιαφέρει αυτό που έχει μέσα του ο καθένας μας. Αυτό που έχω εγώ μέσα μου. Αυτό που δεν θέλει να γίνει, αυτό που εξακολουθεί να αρνείται, αυτό που ήθελε πάντα να είναι, ο πραγματικός εαυτός του, που με το πέρασμα των χρόνων τον φορτώνει ψιμύθια, ξέφτια που κρέμονται και που δεν είναι δικά του και το χειρότερο, έχουν τόσο γίνει ένα απάνω του -όπως ο χιτώνας του Νέσσου στον Ηρακλή- που δεν τα αναγνωρίζει ή κι αν τα αναγνωρίσει ως μη δικά του, αδυνατεί να απεγκλωβιστεί τελείως από αυτά.

Αυτό που μπορεί να φέρει οδύνη στην ψυχή του ανθρώπου είναι η μη αυθεντικότητά του. Η μη κατανόηση και συμφιλίωση με τον βαθύτερο εαυτό του. Οφείλει κανείς να ταξιδεύει διαρκώς στην “ενδοχώρα“, όπως το έγραψε ο Αργύρης Χιόνης, προκειμένου να επανέλθει και να’ ναι μέσα στην καθημερινότητά του πάλι αυτός. Χωρίς προσμείξεις, αλλοιώσεις, χωρίς φλυαρίες, εκπτώσεις.

Το καβαφικό “Αν δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις” έχει μέσα του την οξύμωρη βεβαιότητα του “αν” και όχι το ενδεχόμενο του “όταν”. Ασφαλώς και δεν μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, μπορείς όμως “τουλάχιστον” και “όσο μπορείς” να μην την κάνεις λιγότερη για σένα. Για αυτό που πραγματικά είσαι. Περνούν χρόνια για να καταλάβεις αν είσαι αποδημητικό ή ενδημικό πουλί, αν είσαι ελάφι ή άλογο εν τέλει, φυλλοβόλος ή αειθαλής. Αν είσαι αγριολούλουδο, αγριόχορτο, κρινάκι του γιαλού, αν είσαι πέτρα ή βότσαλο στον άμμο. Όλα έχουν τη θέση τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Όλα έχουν την πολύτιμη φωνή τους. Οφείλει κανείς να αναγνωρίσει κάποια στιγμή ποια η δική του μορφή και φωνή.

Φωτογραφία: Γιάννης Βανίδης

Το παρόν ορίζεται από το περιεχόμενο του παρελθόντος και σε αυτό συμβάλλει η λειτουργία του μηχανισμού της μνήμης. Αλήθεια, πώς αντιλαμβάνεται μια ποιήτρια σαν και εσάς την έννοια του χρόνου;

Ο χρόνος. Πασχίζει κανείς να αμβλύνει τη διάσχισή του, κρατώντας κοντά του ό,τι μπορεί να λειτουργήσει ως παραμυθία γι’ αυτόν -ως σύμβολο αποτροπαϊκό, έτσι ακριβώς όπως η ακρόπλωρη γοργόνα. Υπ’ αυτήν την έννοια με επισκέπτεται. Επιλέγει κάθε φορά και μια άλλη μορφή. Γίνεται κορμός απολιθωμένος -γυναίκα σχεδόν- στη Λέσβο, τα αταξίδευτα καράβια του Νικόλαου Χριστόπουλου, το υπόγειο του Χαλεπά στον Πύργο, το πλατύ παράθυρον του Παπαδιαμάντη, το σανατόριο του Καραμάνη στο Πήλιο. Είναι το μαύρο φόρεμα της Δέλτα, τ΄ ανεμοδαρμένα μονοπάτια των Μπροντέ, τα χρώματα της Ελένης Μπούκουρα. “Οι Ρωμιές” του Λορεντζάτου. Ο Νικόλαος Ρίτσος πάνω στο Αίπος. Το χαλάι, το μπεράτι, τα χάλκινα. Ο Αντάρης. Κάτι που έρχεται από το χτες και διαρρηγνύει την όποια πραγματικότητά μου. Έρχεται ως φωνή. Ψιθυρίζει την πρότερη παρουσία του. Με υποχρεώνει να το ακούσω.

Το ακούω ως να’ ναι αγκαλιά. Ένα γκόλφι που το κρατώ σήμερα στα χέρια μου, ένα υφαντό που παραμένει άγνωστη η υφάντρα του, οι μισοτελειωμένες δαντέλες, τα νήματα που περίσσεψαν, η σκαλιστή σφραγίδα για τα πρόσφορα, το κάρο στη Δοϊράνη, το χωράφι με τις ροδακινιές, το άλογο που παραμένει σελωμένο -δεκαετίες τώρα- στο σπίτι δίπλα στο ποτάμι κάτω από τον Κόζιακα. Χρόνος είναι το “μισό πιθάρι” της Φωτεινής Φραγκούλη. Ο σκίνος, πανσέληνος σε αλώνι, χοροστάσι πάνω απ’ τη θάλασσα, λέξεις όπως πατρίδα.

Ο χρόνος είναι αυτό το ζαρκάδι που διέσχισε τον δρόμο μας ένα σούρουπο πάνω στο Σινιάτσικο και πριν χαθεί μέσα στο δάσος γύρισε και μας κοίταξε. Χρόνος είναι αυτό το δάσος οξιάς. Το σινιάκι στα δυτικά, το “σούσλικ” του Μίμη Σουλιώτη, ο κύκνος στην παγωμένη Χειμαδίτιδα, ένας χαρταετός πάνω στο Νυμφαίο.

Χρόνος είναι αυτό το χειροποίητο εικονοστάσι. Εκεί μέσα όπου ο καθένας μας φυγαδεύει αγαπημένους και αγαπημένα και οδοιπορεί μαζί τους δια βίου, ψιθυρίζοντας ή και παραμιλώντας αυτό το carmen seculare. Μια τελετουργία όπως η insomnia greca πριν λίγα χρόνια.

Ο χρόνος είναι ένα ψηφιδωτό. Έχει ψηφίδες σκοτεινές. Έχει και φωτεινές. Θα ήταν καλό να καταλαγιάσουν οι ψηφίδες στα χρώματα. Το μαύρο όπου πέσει, καταλύει τα πάντα. Παλεύει κανείς να δώσει σ’ αυτό το ψηφιδωτό χρώματα που να γαληνεύουν. Άγνωστο παραμένει το τι θα επικρατήσει τελικά.  

Ο χρόνος είναι ένα θαύμα. Η πνοή του Θεού στο χέρι μας. Το ταξίδι έτσι κι αλλιώς είναι να γίνει. Θέλω να τον βλέπω να βλασταίνει και ν’ ανθίζει όπως η υπομονή. Αυτό το πολύτιμο λουλούδι που ανθοφορεί μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια. Θέλω να τον ζω όπως ο ιβίσκος, που ζει για μια μονάχα μέρα πάνω στη γη.

Ευχαριστώ εκ βαθέων ψυχής για τη συνέντευξη την ποιήτρια Όλγα Ντέλλα!

Μαίρη Γκαλιανίδου, Φοιτήτρια Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών

Φωτογραφία Εξωφύλλου: Ντίνα Μαρκούτη

(Visited 596 times, 1 visits today)

Κλείσιμο