Το κυπριακό ζήτημα αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα της σύγχρονης ελληνικής και κυπριακής ιστορίας, το οποίο μέχρι και τις μέρες μας δεν έχει ουσιαστικά διευθετηθεί. Η μοίρα του νησιού καθορίστηκε από την λανθασμένη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής των δύο χωρών, κατά το διάστημα 1954-1974, που οδήγησε στη διχοτόμηση της νήσου και στην τουρκική κυριαρχία των κατεχόμενων εδαφών. Η ανάμειξη διαφόρων πολιτικών προσώπων στις διεθνείς διαπραγματεύσεις και η δυσχέρεια της ελληνοκυπριακής συνεννόησης, για συντονισμένη δράση, συνθέτουν ένα «αχανές τοπίο» έρευνας. Παρόλα αυτά, ο σύγχρονος ιστορικός καλείται να διερευνήσει τα γεγονότα, προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες σε πρόσωπα και να αναζητηθούν οι πραγματικές αιτίες, που οδήγησαν τελικώς στα τραγικά, για τον ελληνισμό, γεγονότα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Ξετυλίγοντας το κουβάρι θα επιχειρήσουμε μια αναδρομή όσον αφορά στις κύριες επιδιώξεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Κυπριακό, εστιάζοντας στην εξέλιξη της σχέσης μεταξύ του λεγόμενου «εθνικού κέντρου» της Αθήνας και της ελληνοκυπριακής ηγεσίας της Λευκωσίας.
Η μεταπολεμική συμπεριφορά των «δεξιών κυβερνήσεων» και οι κυπριακές βλέψεις
Βασικό μέλημα για τους Έλληνες, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως προς την εξωτερική πολιτική, πρέπει να θεωρείται η ευθυγράμμιση των ελληνικών σχέσεων με τις δυνάμεις της Δυτικής Συμμαχίας. Παρά ταύτα, το όραμα της «εδαφικής ολοκλήρωσης», προϋπέθετε την ενσωμάτωση των περιοχών εκείνων, που χαρακτηρίζονταν ως «αλύτρωτα
εδάφη»: της Βορείου Ηπείρου, των Δωδεκανήσων και της Κύπρου. Όσον αφορά στο κυπριακό ζήτημα, οι ελληνικές κυβερνήσεις έκαναν νύξεις προς την Βρετανία, που κατείχε τον έλεγχο του νησιού, με σκοπό την ένωση, χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα. Οι ελληνικές κινήσεις παρόλα αυτά χαρακτηρίζονταν από διακριτικότητα, καθώς έπρεπε να αποφευχθεί οποιαδήποτε διαταραχή των ελληνοβρετανικών διπλωματικών σχέσεων.
Από το 1951 και έπειτα, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που είχε ανέλθει στον κυπριακό θρόνο, πίεζε επίμονα τις ελληνικές κυβερνήσεις, να προσφύγουν στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) ζητώντας την αυτοδιάθεση των Κυπρίων. Το ενωτικό δημοψήφισμα, που διενεργήθηκε από την Εθναρχία, τον Ιανουάριο του 1950, απέδειξε κατά συντριπτική πλειοψηφία την επιθυμία των ελληνοκύπριων για ένωση την νήσου με την Ελλάδα, μη δίνοντας επιλογή στην Ελλάδα για νέες μετριοπαθείς πολιτικές ως προς το Κυπριακό.
Οι επιδιώξεις των ελληνοκυπρίων εισακούσθηκαν από την κυβέρνηση του Α. Παπάγου, με την Αθήνα να προσφεύγει στον ΟΗΕ, με άμεση επιδίωξη την στοχευμένη πίεση στη Βρετανία, προς επίλυση του κυπριακού ζητήματος και ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Η ελληνική προσφυγή τον Αύγουστο του 1954, δεν απέδωσε καρπούς καθώς η ελλιπής ισχύς της διεθνούς θέσης της χώρας και η λανθασμένη αποτίμηση των διεθνών δεδομένων, έφερε αντίθετη τροπή στα πράγματα από την επιθυμητή. Συγκεκριμένα, η κίνηση του Παπάγου προκάλεσε την σύγκληση της τριμερούς διάσκεψης, για θέματα ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου, ως αντιπερισπασμό των Βρετανών στις ελληνικές διεκδικήσεις, ενώ παράλληλα κατάφερε να «βάλει στο παιχνίδι» των διαπραγματεύσεων την Τουρκία, ως βασικό συντελεστή της διένεξης του Κυπριακού. Το συλλαλητήριο, μερίδας του τουρκικού λαού, που εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1955 και οδήγησε σε πογκρόμ, κατά των ντόπιων Ελλήνων, έμεινε στην ιστορία ως «Σεπτεμβριανά» και προκάλεσε την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι χειρισμοί του Παπάγου ως προς το κυπριακό ζήτημα, χαρακτηρίζονται από έλλειψη ρεαλισμού και σε συνδυασμό με τον ένοπλο αγώνα των ελληνοκυπρίων της ΕΟΚΑ, απέναντι στις βρετανικές αρχές της Κύπρου, οδήγησαν την Ελλάδα σε διπλωματική απομόνωση.
Από εκεί και έπειτα, Η Ελλάδα, επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή, προώθησε ως προτεραιότητα την ανασύνταξη των σχέσεων με τη Βρετανία και την Αμερική, με τον Έλληνα πολιτικό να αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι η χρήση της ένοπλης βίας από την ΕΟΚΑ δεν απέδιδε καρπούς. Αναζητήθηκε λοιπόν μια συμβιβαστική λύση, με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959), που έθεταν την Κύπρο υπό «δεσμευμένη ανεξαρτησία» να γίνονται αποδεκτές από τους Βρετανούς. Το χρονικό αυτό σημείο αποτελεί, την τελευταία περίοδο κατά την οποία οι επιθυμίες και οι φιλοδοξίες της κυπριακής ηγεσίας συμπίπτουν με εκείνες της ελληνικής κυβέρνησης.
Το σύνταγμα που επιβλήθηκε το 1960 στο νησί, όριζε ένα είδος τριπλής διακυβέρνησης του κράτους (Βρετανία-Ελλάδα-Τουρκία), με ορισμένες αρμοδιότητες και αναλογική διοικητική ευθύνη. Οι λειτουργικές αδυναμίες του νέου συντάγματος οδήγησαν τον Πρόεδρο της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να προτείνει μια σειρά συνταγματικών τροποποιήσεων, με στόχο τον περιορισμό των προνομίων της τουρκικής μειονότητας. Η απόρριψη των προτάσεων από την τουρκική πλευρά προκάλεσε αναταραχές ανάμεσα στις δύο κοινότητες του νησιού, με αιματηρά επεισόδια να λαμβάνουν χώρα και τους Τουρκοκύπριους υπουργούς να αποχωρούν από την κυβέρνηση.
Οι επιλογές του Γ. Παπανδρέου και το «δόγμα του Εθνικού Κέντρου»
Οι εθνικές εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου του 1964 ανέδειξαν πρωθυπουργό στην Ελλάδα τον Γ. Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου ως ηγέτης μιας χώρας ενταγμένης στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, προέβλεπε στην «Νατοποίηση» της νήσου, μέσω της ελληνοκυπριακής ένωσης, με μικρό αντίτιμο για την Τουρκία. Αν και αρχικά διεμήνυσε στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο την αρνητική του αντίληψη για τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, εν συνεχεία διατύπωσε το δόγμα του περί «Ελληνικού Εθνικού Κέντρου». Ως αποτέλεσμα οι σχέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Κύπριο Πρόεδρο έγιναν πιο τεταμένες από ποτέ, με τον Παπανδρέου να θεωρεί την Αθήνα, ως το βασικό κέντρο αποφάσεων, που έχει τα «πρωτεία» της τύχης του Ελληνισμού, περιορίζοντας κατά πολύ τις εξουσίες του Μακάριου.
Η αμερικανική πρωτοβουλία για λύση του κυπριακού, επιχειρήθηκε το 1964 και περιλάμβανε τις διμερείς συνομιλίες Ελλάδας και Τουρκίας, με τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον, στο ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Άτσεσον προώθησε μια συμβιβαστική λύση με δύο παραλλαγές: η μία προέβλεπε την διπλή ένωση, με αναδιανομή του νησιού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση μια τουρκικής βάσης στο νησί, ενώ η δεύτερη που απέβλεπε πρωτίστως στην ικανοποίηση της ελληνικής πλευράς προέβλεπε την παραχώρηση βάσης ίσης με το 5% του εδάφους της Κύπρου στην Τουρκία, αυτή τη φορά υπό καθεστώς εκμίσθωσης για 50 έτη. Τα δικαιώματα αυτοδιοίκησης των Τουρκοκυπρίων εμφανίζονταν, κατά μεγάλο βαθμό, μειωμένα σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή. Και οι δύο προτάσεις απορρίφθηκαν από την κυβέρνηση της Κύπρου, με βασική αιτία την αρνητική στάση του Μακάριου. Τον ίδιο χρόνο στάλθηκε στην Κύπρο ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, για να διασφαλίσει την ειρήνη, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου απέστειλε στην Κύπρο μία μεραρχία, για να την προστατεύσει από την περίπτωση της τουρκικής εισβολής. Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων Κύπρου ορίστηκε ο Γεώργιος Γρίβας, πρώην αρχηγός της ΕΟΚΑ.
Μετά την αποτυχία του σχεδίου Άτσεσον, ο Μακάριος ένιωθε ικανοποιημένος, που αποσοβήθηκε ο κίνδυνος της «διπλής ένωσης»-διχοτόμησης, ενώ οι αδύναμες κυβερνήσεις του κέντρου, παρά τη λαϊκή θέληση των Ελλήνων για άμεση ένωση, αδυνατούσαν να καταφέρουν οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση. Σαν ύστατη προσπάθεια, επί κυβερνήσεως Στεφανόπουλου, εξετάστηκε το ενδεχόμενο ένωσης των δύο χωρών, με την Κύπρο να τίθεται υπό καθεστώς διευρυμένης αυτοδιοίκησης και την βρετανική βάση της Δεκέλειας να παραχωρείται στην Τουρκία. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Στεφανόπουλου, οι συνομιλίες διακόπηκαν.
Η περίοδος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών
Η περίοδος της δικτατορίας στην Ελλάδα, που ξεκίνησε το 1967, επηρέαζε άμεσα το κυπριακό, με τη στάση των χουντικών να μεταλλάσσεται κατά τη διάρκεια της επταετίας. Αρχικά, οι δικτάτορες συνέχισαν την πολιτική του «Εθνικού Κέντρου», θεωρώντας την Κύπρο ανεξάρτητο κράτος, αλλά και την Ελλάδα υπεύθυνη για οτιδήποτε αφορούσε τον ελληνισμό συνολικά όπως για π.χ ζητήματα πολέμου. Οι κινήσεις αυτές, έπλητταν το κύρος της κυπριακής δημοκρατίας και την εξουσία του Μακάριου, επιφέροντας μετέπειτα κρίση στις σχέσεις των δύο κρατών.
Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν τη χρονιά εκείνη και έμειναν στην ιστορία ως «Κρίση του Νοεμβρίου του 67’», έμελλαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του νησιού και απέδειξαν αδιάλλακτα την αδυναμία της χούντας να χειριστεί το κυπριακό. Ο Γρίβας «Διγενής», υπό τις διαταγές της δικτατορίας, επιτέθηκε με μια μονάδα ελληνοκυπριακών δυνάμεων, σε Τουρκοκύπριους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου, με αποτέλεσμα τον θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων και ενός Ελληνοκύπριου. Η Τουρκία απείλησε με εισβολή στην Κύπρο, η οποία απετράπη με αντάλλαγμα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα.
Το «φιάσκο της Κοφίνου» και η αποδυνάμωση του νησιού, με την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας, αποτέλεσε την απαρχή της ρήξης των ελληνοκυπριακών σχέσεων, οι οποίες λίγο αργότερα θα οδηγηθούν στα άκρα. Στις 8 Μαρτίου του 1970, πραγματοποιήθηκε απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου, ως μέρος μια ευρύτερης συνομωσίας, ενώ οι επισκέψεις του Αρχιεπισκόπου στην Αθήνα δεν έδειχναν να γεφυρώνουν τις μεταξύ τους διαφορές. Η ίδρυση της ΕΟΚΑ Β’ από τον Γρίβα, αλλά και η σύσταση της στρατιωτικής μονάδας του «Εφεδρικού» από τον Μακάριο, αποδείκνυαν περίτρανα την εμφύλια πολεμική κατάσταση στο νησί και την τάση του Γ. Παπαδόπουλου για ανατροπή του Μακαρίου και ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Παράλληλα, ο Μακάριος ξεκίνησε μυστικές επαφές με τη Σοβιετική Ένωση, ενώ παράλληλα αποπειράθηκε να εξοπλιστεί με όπλα από την Τσεχοσλοβακία, πυροδοτώντας τις σχέσεις με την Αθήνα.
Το πραξικόπημα του Δ. Ιωαννίδη, με το οποίο ανατράπηκε η χούντα του Παπαδόπουλου, αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της αποτυχίας των δικτατόρων στη διαχείριση του Κυπριακού, που από πολλούς αποκαλείται μέχρι και σήμερα, προδοσία. Το καθεστώς Ιωαννίδη υιοθέτησε μια αυξανόμενα απειλητική στάση απέναντι στην Κύπρο, επιδιώκοντας να εξαναγκάσει τον απρόθυμο πρόεδρο Μακάριο να αποδεχθεί την Αθήνα ως το «εθνικό κέντρο» του ελληνισμού. ‘Όταν στις αρχές Ιουλίου του 1974, ο Μακάριος ζήτησε την απομάκρυνση όλων σχεδόν των Ελλήνων αξιωματικών από την Κυπριακή Εθνοφρουρά και διαμαρτυρήθηκε ότι η Χούντα προσπαθούσε να καταστρέψει το κράτος της Κύπρου, η απερίσκεπτη απάντηση του ταξίαρχου Ιωαννίδη ήταν να οργανώσει πραξικόπημα κατά του Προέδρου, ο οποίος αναγκάστηκε να δραπετεύσει από το νησί. Φαίνεται ότι ο Ιωαννίδης ήθελε απεγνωσμένα να αυξήσει την δημοτικότητα του καθεστώτος του επιφέροντας έναν θεαματικό εθνικιστικό θρίαμβο, την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Φοβούμενη η Τουρκία ότι το πραξικόπημα προοιωνιζόταν ακριβώς την ένωση, η οποία είχε αποκλειστεί ρητά από τη συνταγματική συμφωνία του 1960, εισέβαλε στο βόρειο τμήμα της Νήσου, στις 20 Ιουλίου, υπό την επιχείρηση «Αττίλας» και σε συνδυασμό με την επιχείρηση «Αττίλας 2», έναν μήνα αργότερα, κατέλαβαν το 38% του κυπριακού εδάφους και εκδίωξαν εκατοντάδες χιλιάδες ελληνοκύπριους.
Συμπερασματικά, Η ελληνική στρατηγική στο Κυπριακό ζήτημα, διακρίνεται σε επιμέρους περιόδους, επηρεαζόμενη πάντα από την πολιτική ηγεσία της Αθήνας και τις σχέσεις αυτής με τον Κύπριο Πρόεδρο. Η διεθνοποίηση του ζητήματος, η συνεννόηση με την Τουρκία, «το πνεύμα της Ζυρίχης», η πολιτική του «εθνικού κέντρου», και η πραξικοπηματική ένωση, αποτελούν ελληνικές πολιτικές στρατηγικές, που χρησιμοποιήθηκαν στο πεδίο της επίτευξης της επίλυσης του Κυπριακού. Υπήρξαν σημαντικές διαφωνίες ανάμεσα στις ηγεσίες των δύο χωρών, σχετικά με τον συντονισμό των κινήσεων, τις στρατιωτικές δράσεις και κυρίως την λήψη των τελικών αποφάσεων. Αυτό που σίγουρα εξέλειπε από το διάστημα, κατά το οποίο ο Μακάριος συνδιαλέγονταν με τις ελληνικές κυβερνήσεις, ήταν το αίσθημα της ομοψυχίας και του κοινού στόχου. Λανθασμένες κινήσεις, πολιτικά πάθη και εθνικές
προδοσίες, συνθέτουν το πάζλ, που οδήγησε στα τραγικά γεγονότα του 1974. Το κυπριακό συνιστά, μέχρι και τις μέρες μας, ένα τεράστιο διεθνές ζήτημα απρόκλητης εισβολής και παράνομης κατοχής εδάφους, που παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και δυστυχώς παραμένει ακόμα άλυτο. Από πολλές απόψεις, δημιουργείται το δυστυχές συμπέρασμα ότι η τύχη της Κύπρου, θυσιάστηκε για την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα και το πέρασμα στην μεταπολίτευση.
Γράφει ο Οδυσσέας Δημόπουλος, Ιστορικός