Written by 4:02 μμ Αφιερώματα

O Θεός αγαπάει το χαβιάρι | Ιωάννης Κελέσης

Το 1824 ο γέρος και ταλαιπωρημένος πια Ιωάννης Βαρβάκης επισκέπτεται για τελευταία φορά την πατρίδα του, τα Ψαρά. Η Καταστροφή του νησιού από τους Οθωμανούς έχει αφήσει μία εικόνα ξένη και επίπονη στο Βαρβάκη, από τις περιγραφές του οποίου ορμώμενος ο Διονύσιος Σολωμός γράφει το εξής επίγραμμα «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η δόξα μονάχη, μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και εις την κόμην στεφάνι φορεί, γινωμένο από λίγα χορτάρια, που ‘χαν μείνει στην έρημη γη». Αυτό όμως είναι το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής ενός κουρσάρου που έγινε ευεργέτης δύο εθνών και καλό θα ήταν να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Στις 24 Ιουνίου 1745 γεννιέται σε ένα νησί βορειοδυτικά της Χίου ο Ιωάννης Λεοντίδης, γιος του Ανδρέα Λεοντίδη και της Μαρίας Μόρου. Από μικρή ηλικία δουλεύει ως μούτσος στο καράβι του πατέρα του και μέσα σε λίγα χρόνια από παρτσινέβελος που ήταν, ναυπηγεί τον «Άγιο Ανδρέα», την πρώτη δικιά του γαλιότα. Στην αρχή ασχολείται με το εμπόριο και στη συνέχεια στρέφεται στην πειρατεία, γεγονός που περισσότερο εξηγείται ως ανάγκη των καιρών και όχι ως προσωπική επιλογή, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη στην Ανατολική Μεσόγειο ευνοούσαν την εμφάνιση και την άνοδο φαινομένων πειρατείας είτε από ιδιώτες, είτε από οργανωμένες ομάδες. Τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου ο Λεοντίδης ξόδεψε όλη του την περιουσία για να μετατρέψει το εμπορικό του πλοίο σε πολεμικό και το 1768 το ενέταξε στη δύναμη του ρωσικού ναυτικού που μαχόταν τους Οθωμανούς. Δύο χρόνια αργότερα υποδαυλίζεται, εν καιρώ πολέμου, από τη ρωσική αυτοκρατορία μία επανάσταση των Ελλήνων κατά των Οθωμανών που αποτυγχάνει οικτρά. Το εν λόγω κίνημα ανεξαρτησίας έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «Ορλωφικά» και ο Λεοντίδης σε αυτό είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, όπου γνωρίζοντας τους θαλάσσιους δρόμους, κέρδισε την εμπιστοσύνη του ναυάρχου Ορλόφ και διακρίθηκε στη ναυμαχία του Τσεσμέ. Οι πολεμικές ικανότητες του Ψαριανού ήταν τόσο εντυπωσιακές, που οι συμπολεμιστές του τού κολλήσανε το παρατσούκλι Βαρβάκης, από το είδος γερακιού που ενδημεί στα Ψαρά.

Με την λήξη του πολέμου και την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ο Βαρβάκης βρέθηκε στη δυσμενέστερη, μέχρι τότε, θέση της ζωής του. Οι τουρκικές αρχές κατίσχυσαν το καράβι του και ο ίδιος φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αφού αποφυλακίστηκε επιχείρησε να ταξιδέψει μέχρι την Αγία Πετρούπολη και να απαιτήσει μία ακρόαση με την Αικατερίνη Β’. Ο θρύλος θέλει τον Βαρβάκη να πραγματοποιεί το συγκεκριμένο ταξίδι ξυπόλητος και να αποτυγχάνει να συναντήσει την Αικατερίνη τρεις φορές. Η μοίρα του άλλαξε όταν συνάντησε τον στρατάρχη της ρωσικής αυτοκρατορίας και αγαπημένο της αυτοκράτειρας Γκριγκόρι Ποτέμκιν, ο οποίος ανέλαβε ανά χείρας το Βαρβάκη και τον οδήγησε στην Αικατερίνη. Η ίδια συγκινημένη από τον πατριωτισμό και την αυταπάρνηση του Βαρβάκη τον έχρησε ανθυποπλοίαρχο του ρωσικού ναυτικού και του παραχώρησε προνομιακή άδεια στην Κασπία Θάλασσα, καθώς και 1.000 χρυσά ρούβλια, ποσό υπέρογκο για την εποχή εκείνη. Ο Ιωάννης του Ανδρέα Βαρβάκης λεγόταν πλέον Ιβάν Αντρέεβιτς Βαρβάτσι και ήταν Ρώσος πολίτης. Ο Βαρβάκης με το κεφάλαιο και τα εμπορικά προνόμια της Τσαρίνας εγκαταστάθηκε στο Άστραχαν, μία μικρή πόλη της ρωσικής επικράτειας στις εκβολές του Δέλτα του ποταμού Βόλγα στη Κασπία Θάλασσα. Η επιλογή του Βαρβάκη μόνο τυχαία δεν ήταν. Το Άστραχαν θεωρούταν για αιώνες η πύλη της Ρωσίας στην Ανατολή κι εκεί είχαν συρρεύσει έμποροι από κάθε γωνία του πλανήτη, προσδίδοντας στη μικρή πόλη αέρα ευμαρή και κοσμοπολίτικο. Η ιστορία θέλει το Βαρβάκη να έρχεται σε επαφή με ένα περίεργο έδεσμα χρώματος μαύρου, που ο ίδιος δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του, τη διάρκεια μίας βαρκάδας του στις όχθες του Βόλγα. Το χαβιάρι, ικρά στα ρωσικά, δεν είχε την εμπορική αξία που έχει σήμερα και αποτελούσε ένα προϊόν τοπικής εμβέλειας που τύγχανε εκτίμησης μεταξύ των ψαράδων της περιοχής. Ενθουσιασμένος από τη γεύση του και παρασυρμένος από το δαιμόνιο μυαλό του ο Βαρβάκης, σύντομα, έμαθε τα πάντα για το χαβιάρι και συνειδητοποίησε πως η περιοχή που είχε εγκατασταθεί και ασκούσε εμπορικές δραστηριότητες υπό ρωσική σημαία, ήταν γεμάτη τον αποκαλούμενο «μαύρο χρυσό».

Τα επόμενα χρόνια βρήκαν το χαβιάρι ως έδεσμα της υψηλής κοινωνίας και παγκοσμίου φήμης προϊόν και το Βαρβάκη αποκλειστικό προμηθευτή του και κροίσο. Το 1788 είχε στη δούλεψή του περισσότερα από 3.000 άτομα, αρνούμενος όμως να προσλάβει δουλοπαροίκους προσέλαβε μόνο μισθωτούς εργάτες, καταργώντας άτυπα τη δουλεία στη ρωσική αυτοκρατορία, 85 χρόνια πριν αυτό γίνει επίσημα. Με τα χρήματα του ευεργέτησε τόσο την Ελλάδα, όσο και τη Ρωσία, στην οποία κατοικούσε με την οικογένειά του για παραπάνω από πενήντα χρόνια. Για τις υπηρεσίες του όχι μόνο προς το στέμμα, αλλά και προς το ρωσικό λαό ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ τον παρασημοφόρησε και απένειμε τίτλους ευγενείας τόσο σε αυτόν, όσο και στην οικογένειά του. Ο Βαρβάκης συνέβαλε τα μέγιστα στην ολοκλήρωση του ονείρου της ελευθερίας των Ελλήνων τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Ο ίδιος αποτέλεσε ηγετική φιγούρα και βιτρίνα του Αγώνα στο εξωτερικό και ειδικά στους κύκλους των ευγενών στη Ρωσία. Με αποκλειστικά δικά του έξοδα εξόπλισε τους ομογενείς που μάχονταν στο πλευρό του Υψηλάντη και με την υποστήριξη του Πατριαρχείου και των εσωτερικών του δικτύων κατάφερε να αγοράσει πλείστους Έλληνες αιχμαλώτους και να προμηθεύσει τις τοπικές κοινωνίες με τρόφιμα, ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, σε περασμένη πια ηλικία, συνάντησε έναν τόπο καταστραμμένο από τις οπές του πολέμου και έναν λαό έρμαιο των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής και των φερέφωνών τους στην ελληνική επικράτεια. Κατηγορήθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της χώρας και τον Κουντουριώτη για κατασκοπεία και άφησε την τελευταία του πνοή στην Αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο, ελέω μίας, αγνώστου προελεύσεως, λοιμώδους νόσου από την οποία έπασχε, το 1825. Άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό δημόσιο, που με τη σειρά του φρόντισε για την ανέγερση του Βαρβακείου Λυκείου και της Βαρβακείου Αγοράς. Ο τίτλος του εθνικού ευεργέτη που ακόμη και σήμερα τον συνοδεύει είναι ελάχιστος ως προς τα πόσα προσέφερε κατά τη διάρκεια του βίου και των έργων του.

Αυτό που αναντίρρητα ξεχωρίζει στη ζωή και τη δράση του Ιωάννη Βαρβάκη είναι η επιχειρηματική του οξυδέρκεια και ευφυία. Ως γόνος μίας οικογένειας με καταγωγή από τα Ψαρά η άριστη γνώση της θάλασσας και των δρόμων της ήταν κάτι σαν μονόδρομος για αυτόν. Γεγονός που επηρέασε σημαντικά τα πρώτα του βήματα στον κόσμο του θαλάσσιου εμπορίου. Η απόφασή του να στραφεί στην πειρατεία και να μετατρέψει το εμπορικό του πλοίο σε πολεμικό είναι κάτι που οφείλει να αναλυθεί εκτενέστερα. Αφενός με τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Ανατολική Μεσόγειο, κάτι τέτοιο μόνο σπάνιο δεν ήταν. Αφετέρου οι Έλληνες γενικότερα είναι ένας λαός με πλούσια επίγνωση της ιστορίας τους, γεγονός που οδηγεί στην ενίσχυση της εθνικής τους συνείδησης. Ο Βαρβάκης, όπως και πολλοί άλλοι επιφανείς Έλληνες της εποχής, δεν κατάφερε να ξεφύγε από αυτή τη λαίλαπα. Να σημειωθεί φυσικά ότι ο εθνικισμός την εποχή εκείνη δεν ήταν μία αρνητικά φορτισμένη έννοια, όπως είναι σήμερα. Ο ίδιος, εξάλλου, ο επαναστατικός αγώνας του 1821 ήταν προϊόν και αποτέλεσμα του ελληνικού εθνικισμού. Γίνεται λόγος για μία ιδεολογία που ακολούθησε το Βαρβάκη από τα νεανικά του χρόνια, μέχρι και το τέλος της ζωής του. Η οικειοθελής του συμμετοχή στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους και η μετέπειτα φιλανθρωπική του πορεία αποδεικνύει στο ακέραιο κάτι τέτοιο. Ακόμη και οι στενότερες των σχέσεων που είχε τόσο με το ρωσικό στέμμα, όσο και τη ρωσική πολιτεία από τις απαρχές της ναυτιλιακής του δραστηριότητας δεν είναι κάτι το οξύμωρο. Η Ρωσία, εξάλλου, ήταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις εκείνες, μαζί με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, που ανέκαθεν εξέφρασε ένα ενδιαφέρον για τα ελληνικά γενόμενα. Προσθέτως, οι προφητείες περί σωτηρίας του ελληνικού έθνους από το περιβόητο ξανθό γένος υπήρχαν και τότε. Ένας ακόμη παράγοντας που πιθανώς να έκανε το Βαρβάκη να επιλέξει τη Ρωσία ως τη δεύτερη του πατρίδα, να ήταν αυτός της ομοθρησκείας μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων.

Ο Βαρβάκης ήταν έμπορος και όμως η σχέση που ανέπτυξε με το προϊόν που εμπορευόταν ήταν σχέση εφευρέτη – εφεύρεσης. Ίσως ποτέ ξανά στη σύγχρονη ιστορία δεν έχει υπάρξει έμπορος που να έχει συνδεθεί τόσο στενά με το προϊόν που εμπορευόταν. Ακόμη και το παράδειγμα του Εσκομπάρ και της κοκαΐνης είναι άτοπο, εν προκειμένω. Αφενός γιατί η κοκαΐνη, σε αντίθεση με το χαβιάρι, ήταν ήδη πασίγνωστη τη στιγμή που ο Εσκομπάρ έγινε ο κορυφαίος προμηθευτής αυτής στον κόσμο. Ο Βαρβάκης βρήκε τυχαία ένα προϊόν από τα ενδότερα του ψαριού και εμπιστευόμενος μόνο την αίσθηση της γεύσης του αφιέρωσε τη ζωή του σε αυτό και το μετέτρεψε σε κορυφαίο έδεσμα της υψηλής κοινωνίας. Διακόσια χρόνια μετά το χαβιάρι ακόμη κατέχει την ίδια θέση στους γαστρονομικούς κύκλους και παραμένει το ακριβότερο βρώσιμο προϊόν της αγοράς. Το τέλος της ζωής του, ενώ δεν είχε καμία σχέση με το υπόλοιπο αυτής, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Με το τέλος του Αγώνα, σκοπός του ελληνικού έθνους ήταν η οικοδόμηση ενός σύγχρονου κράτους. Δεδομένου του ότι η εν λόγω διαδικασία κράτησε παραπάνω από διακόσια χρόνια, δεν είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, σπουδαίοι άνθρωποι είτε αδικήθηκαν, είτε ξεχάστηκαν από την ιστορία.

Ένας από αυτούς ήταν και ο Ιωάννης Βαρβάκης και ευτυχώς ήρθε ο Γιάννης Σμαραγδής το 2012 να μας τον θυμίσει. Η ταινία του «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» έγινε παγκόσμια επιτυχία και επανάφερε στις μνήμες όλων τη ζωή και τα έργα ενός σπουδαίου Έλληνα. Ενός συνονόματου γερακιού από τα Ψαρά που αγαπούσε το χαβιάρι και τον αγαπούσε ο Θεός.

Ιωάννης Κελέσης, Φοιτητής Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών

Πηγή Εικόνας: https://www.google.com/search?q=%CE%B9%CF%89%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82+%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%B2%CE%B1%CE%BA%CE%B7%CF%82&rlz=1C1GIGM_enGR866GR866&sxsrf=APwXEdeRK16zp0iDBAZLjbcurpT1pi14hw:1684328504224&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=2ahUKEwiakrfRtPz-AhX27bsIHaW5CVoQ_AUoAXoECAEQAw&biw=1920&bih=969&dpr=1#imgrc=SOHfBKke-dLGKM

(Visited 31 times, 1 visits today)
Κλείσιμο