Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι μία αδιάκοπη ιστορία κρίσεων και λύσεων. Ο ίδιος Ζαν Μονέ, εξάλλου, συνήθιζε να λέει ότι «η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που θα έχουν δοθεί στις κρίσεις αυτές». Ακόμα κι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί προϊόν μιας κρίσης, αυτής του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η παρακαταθήκη που άφησε η λήξη του Πολέμου ήταν αφενός τα θεμέλια του εποικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι αφετέρου η πεποίθηση ότι ο φασισμός ανήκε πλέον, στα κεφάλαια της ιστορίας. Πεποίθηση που δεν επαληθεύτηκε από τη σύγχρονη ιστορία, καθώς η άνοδος ακροδεξιών και νεοφασιστικών κομμάτων κι η επιστροφή βαθιά συντηρητικών κι αντιδραστικών ιδεολογικών ρευμάτων αποτελεί, περισσότερο από ποτέ, απτή πραγματικότητα. Αρκεί μία λανθασμένη διαχείριση για να βρεθεί αντιμέτωπη η Ευρώπη με μία ακόμη κρίση, την πέμπτη κι ίσως πιο ολισθηρή της σύγχρονης ιστορίας της.
Όλες οι κρίσεις που αντιμετώπισε ιστορικά η Ένωση, από την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του 2008 μέχρι την πιο πρόσφατη ενεργειακή, απόρροια της ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία, επαναφέραν ένα πέπλο ανασφάλειας κι αστάθειας στην Ευρώπη και καλλιέργησαν ένα αρκετά γόνιμο έδαφος, ώστε μισαλλόδοξες κι αντιευρωπαϊκές ρητορικές να αναδυθούν. Μία από αυτές είναι η Μαρί ΛεΠεν, δικηγόρος και κόρη του Ζαν – Μαρί ΛεΠεν, ιδρυτή του ακροδεξιού κόμματος «Εθνικό Μέτωπο». Κληρονόμησε την ηγεσία του κόμματος από τον πατέρα της το 2011 κι έκτοτε προσπάθησε να απαλλάξει το κόμμα από τα ακραία στοιχεία του ιστορικού ονείδους του φασισμού, φτάνοντας μάλιστα σε σημείο να διαγράψει από τις κομματικές λίστες τον πατέρα της, όταν αυτός χαρακτήρισε ως ιστορικές λεπτομέρειες τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Ούσα οξύς επικριτής του ΝΑΤΟ, τρέφει μία άτυπη συμπάθεια προς το πρόσωπο του Ρώσου Προέδρου, από τον οποίο μάλιστα δε δίστασε να λάβει οικονομική βοήθεια με την πρόφαση εσωκομματικών δυσκολιών. Η ίδια οραματίζεται μία Ευρώπη των Εθνών, με de facto κέντρο το Παρίσι προφανώς, ενώ διατηρεί άριστες διπλωματικές και μη σχέσεις με τις απολυταρχικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Το γεγονός ότι το κόμμα της προκρίθηκε στο δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2017, πρωτοφανή επιτυχία για κόμμα της ακροδεξιάς στη γαλλική πολιτική σκηνή, κατέστησε πασιφανές ότι οι Γάλλοι πολίτες δηλώνουν απογοητευμένοι από προηγούμενες εθνικές και διακρατικές πολιτικές και για αυτό επιζητούν έναν άνεμο αλλαγής εντός της χώρας τους. Τα ανήκουστα ποσοστά αποχής στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, εμπόδισαν τον Πρόεδρο Μακρόν να σχηματίσει αυτόνομη κι ισχυρή κυβέρνηση, με τον ίδιο να καλείται να συνεργαστεί είτε με τους ακροδεξιούς της ΛεΠεν, είτε με τους ακροαριστερούς του Μελανσόν, ώστε να αποσυμπιέσει την επερχόμενη περίοδο κοινοβουλευτικής κρίσης της χώρας του. Αμφότερα σενάρια φαντάζουν εφιαλτικά για την Ευρώπη, που είναι αδύνατο να γνωρίζει αν θα ανταπεξέλθει στον εν δυνάμει πολιτικό σεισμό.
Η παραίτηση που υπέβαλλε, πριν μερικές μέρες, ο Μάριο Ντράγκι κι έγινε δεκτή από τον Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα έθεσε την Ιταλία όχι μόνο σε πρόωρο εκλογικό πυρετό αλλά και σε συνθήκες πολιτικής αβεβαιότητας. Ακλόνητο, για την ώρα, φαβορί των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών φαντάζει η «Ιταλίδα ΛεΠεν», όπως λατρεύει να την αποκαλεί ο τύπος, η Τζόρτζια Μελόνι. Η 45χρονη ηγέτιδα της ιταλικής ακροδεξιάς ξεκίνησε την πολιτική της καριέρα σε ηλικία μόλις 15 ετών με την ένταξή της νεολαία του εθνικιστικού «Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος», πολλά χρόνια πριν υπουργοποιηθεί στην τελευταία κυβέρνηση Μπερλουσκόνι το 2008. Με την ίδρυση του εθνικοσυντηρητικού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας» η ίδια φρόντισε να ανασυντάξει το πολιτικό της προφίλ, ώστε να καταστεί πιο προσιτή στο μέσο ψηφοφόρο και υπό το βάρος του ότι το κόμμα της ήταν καταδικασμένο να αποτελέσει χωνευτήρι των Ιταλών εκείνων, που είχαν απογοητευθεί από, τις πολιτικές επιλογές του επίσης ακροδεξιού Ματέο Σαλβίνι, διατηρώντας πάντα τις λαϊκίστικές και φασιστικές της καταβολές στην πολιτική της ατζέντα.
Όπως στην περίπτωση της ΛεΠεν, έτσι και σε αυτή της Μελόνι, οι Βρυξέλλες αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και καχυποψία την πιθανή εκλογή τους στα ανώτατα πολιτειακά αξιώματα της δεύτερης και της τρίτης μεγαλύτερης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς γνωρίζουν ότι μία βιώσιμη λύση σε μία εν δυνάμει ακροδεξιά κρίση φαίνεται αδύνατη, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη το όλο πλαίσιο σκοταδισμού και αβεβαιότητας, που προϊκονομούν οι εκλογές αυτές. Ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτωρ Όρμπαν, ο Πρόεδρος της Πολωνίας Αντρέι Ντούντα κι ο έκπτωτος Καγκελάριος της Αυστρίας Σεμπάστιαν Κουρτς είναι πρόσωπα που αποδεικνύουν, ότι η ακροδεξιά στην Ευρώπη αποτελεί χρόνια παρακαταθήκη κι όχι ανανεωμένη τάση και πηγάζει από συνθήκες αβεβαιότητας κι αταξίας, σαν αυτές που αντιμετωπίζει η Ένωση σήμερα.
Μία δυνητική ακροδεξιά κρίση μπορεί παρά ταύτα να αποτελέσει τεράστια ευκαιρία για την Ευρώπη, που έχει δείξει την ικανότητα της στη διαχείριση κρίσεων κι επιβεβαιώνει αυτό που υποστηρίζουν οι στωικοί κι επαληθεύεται σήμερα στο ακέραιο «ουδέν κακόν, αμιγές καλού». Η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία έχει διδάξει ότι οι «καλοί» που βρίσκουν λύσεις, είναι αθροιστικά περισσότεροι από τους «κακούς» που δημιουργούν κρίσεις. Σε αυτή την παραδοχή οφείλει να πατήσει η ενωμένη Ευρώπη για να συνεχίσει να είναι με τους «καλούς» της ιστορίας, που στο τέλος πάντα νικάνε.
Ιωάννης Κελέσης, φοιτητής Βαλκανικών Σλαβικών Ανατολικών σπουδών