Υπάρχουν πολλοί παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τη λειτουργία του σχολείου και του σχολικού συστήματος. Στην εποχή μας ένας σημαντικός θεωρείται το φαινόμενο του ρατσισμού και του εθνοκεντρισμού, ενώ σημαντικός παραμένει (αν και αθέατος) ο παράγοντας του φύλου.
Σε μια εποχή όπου το «βάρος» των ειδήσεων «πέφτει» συχνά στο προσφυγικό ζήτημα, οι ρατσιστικοί λόγοι εμφανίζονται ακόμα πιο δυναμικά από ότι συνήθως. Έτσι και αλλιώς στην Ελλάδα, υπάρχει ένα αίσθημα κατωτερότητας για κάθε τι ξένο, εκτός αν είναι κάτι που προέρχεται από τον «Δυτικό» κόσμο και σχετίζεται με την τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη. Οι απόψεις αυτές εύλογα, θα ακουστούν και στον σχολικό χώρο.
Ο ρατσισμός συχνά αποτελεί την αιτία για φαινόμενα bullying εντός του σχολείου, αλλά και για στερεοτυπική και αρνητική αντιμετώπιση των μαθητών και των οικογενειών τους, όχι μόνο από τους μαθητές αλλά και από άλλους γονείς ή του ίδιους τους καθηγητές.
Το φαινόμενο του εθνικισμού και του εθνοκεντρισμού, κρύβεται και στα σχολικά εγχειρίδια και μαθήματα. Ο τρόπος διδασκαλίας και η έμφαση αποκλειστικά στον εθνικό πληθυσμό, χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς παρουσίαση εξωτερικών και γενικότερων πλαισίων, παρουσιάζουν αναγκαστικά τα φαινόμενα μόνο από την σκοπιά του εκάστοτε κυρίαρχου εθνικού πληθυσμού. Αυτό αποτελεί πρόβλημα που αφορά όχι μόνο το φαινόμενο του ρατσισμού, αλλά και το φαινόμενο απουσίας στοιχειωδών ιστορικών γνώσεων, χρήσιμων για την καθημερινή ζωή.
Υπάρχει ακόμα και η εμφάνιση του ρατσισμού και στις περιπτώσεις των εθνικών εορτών. Σημαντικά γεγονότα για μια χώρα φαίνεται να αφορούν μόνο άτομα που ανήκουν στον εθνικό πληθυσμό, και αν υπάρξει κάποια αλλαγή οι αντιδράσεις είναι συνήθως έντονες. Βέβαια είναι βασικό να συνειδητοποιήσουμε ποιος πράγματι ανήκει στον εθνικό πληθυσμό και έχει δικαίωμα συμμετοχής στις εορτές και όχι μόνο.
Από την άλλη ο παράγοντας του φύλου είναι σχεδόν εντελώς αόρατος στις περιπτώσεις ανάλυσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Όμως αν προσέξουμε περισσότερο, θα ανακαλύψουμε ότι ο παράγοντας αυτός «κρύβεται» πίσω από πολλά φαινόμενα. Στο φαινόμενο του εκφοβισμού η αντιμετώπιση των αγοριών και των κοριτσιών είναι διαφορετική. Οι απαιτήσεις ανάλογα το φύλο είναι επίσης ξεχωριστές: το αγόρι μπορεί να είναι πιο βίαιο και είναι λογικό αν δεν διαβάζει πολύ λόγω της πιο ανέμελης «φύσης» του. Τα κορίτσια πρέπει να διαβάζουν περισσότερο και να σπουδάσουν, και να έχουν μια ήρεμη συμπεριφορά.
Επιπλέον, στην περίπτωση της επιλογής σπουδών υπάρχει και άλλος έμφυλος διαχωρισμός. Τα κορίτσια συνήθως κατευθύνονται προς σπουδές ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, ενώ τα αγόρια προς τα κλασσικά επαγγέλματα του γιατρού, του δικηγόρου και του αστυνομικού. Οι αληθινοί αριθμοί ανατρέπουν αυτά τα δεδομένα πολλές φορές, όμως αυτό δε φαίνεται να επηρεάζει την αντιμετώπιση που έχουν οι μαθητές και οι μαθήτριες από το σχολικό σύστημα.
Το σημαντικό είναι οι δύο αυτοί παράγοντες (όπως και πολλοί άλλοι) να εξεταστούν στο πλαίσιο του σχολικού χώρου αλλά και στα πλαίσια που τον επηρεάζουν ή επηρεάζονται από αυτόν. Να εξεταστεί πως επηρεάζουν την ευρύτερη λειτουργεία του σχολείου και αν μπορούν να υπάρξουν αλλαγές. Για παράδειγμα πως αλλιώς να αντιμετωπίζονται τα δύο φύλα στο σχολείο και να μην υπάρχουν έμφυλα στερεότυπα. Πως η διδασκαλία των μαθημάτων δεν θα αποκλείει γνωστικά αντικείμενα και δεν θα περιορίζεται μόνο σε ένα «εθνικό αφήγημα».
Κλείνοντας, προτείνω το επιστημονικό μοντέλο της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας για τη μελέτη του σχολικού χώρου. Η επιτόπια έρευνα πεδίου, όπου ο ερευνητής γνωρίζει τους συμμετέχοντες της έρευνας και αφήνει τους ίδιους να μιλήσουν αποτελεί ένα σημαντικό μέσο για την κατανόηση του φαινομένου του ρατσισμού και των διακρίσεων φύλου στην εκπαίδευση. Στο πλαίσιο αυτό, ο μαθητής και η μαθήτρια σχολιάζει τα φαινόμενα με βάση προσωπικές εμπειρίες. Η θεωρία δεν αρκεί από τα «πάνω» για να εξηγήσει τα γεγονότα, αλλά χρειάζεται η φωνή των συμμετεχόντων από τα «κάτω».
Γιώργος Λαμπρόπουλος, Φοιτητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας