Τα τελευταία χρόνια ίσως πιο έντονα από ποτέ άλλοτε φαίνεται πως ένα ποσοστό της κοινωνίας δείχνει έντονο ενδιαφέρον προς τις μεταϋλιστικές αξίες της εποχής και την προάσπισή τους . Ιδίως η νέα γενιά, γνωστή και ως «gen z», δραστηριοποιείται στην σφαίρα του ακτιβισμού και των κοινωνικών κινημάτων τα οποία μέσα σε άλλα αφορούν δικαιώματα μειονοτήτων, ζητήματα φύλου, την λοατκια+ κοινότητα, το περιβάλλον και την προστασία του. Αυτό το παράδειγμα φαίνεται να έχουν ακολουθήσει και αρκετές εταιρίες οι οποίες επιλέγουν μέσα από τις προωθητικές τους καμπάνιες να βάλλουν στο επίκεντρο ως πρωταγωνιστές αυτά τα ζητήματα, με σκοπό να ευαισθητοποιήσουν τον κοινό, το οποίο βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είναι και αγοραστικό. Σε μια εποχή, όπου ακόμα και ο τρόπος που καταναλώνουμε αγαθά ή υπηρεσίες αποτελεί μια πολιτική πράξη, εύλογα ο καθένας και η καθεμία από εμάς θα θέλει να γνωρίζει που πηγαίνουν τα χρήματα που ξοδεύει, και όταν πληροφορείται πως η εταιρία που θα επιλέξει «νοιάζεται» για τα ίδια ζητήματα με τους ίδιους, τότε νιώθει πως μέσω αυτών των χρημάτων συνεισφέρει σε ένα κοινό σκοπό .
Μέσα στα χρόνια βέβαια έχει αποδειχτεί πως συχνά αυτή η στάση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια τακτική των εταιριών να αυξήσουν τα έσοδα τους, ενώ ταυτόχρονα χτίζουν μια δημόσια εικόνα που συμβαδίζει με την εποχή . Τα παραδείγματα πολλά ,υπάρχει το “greenwashing” και η επιφανειακή υιοθέτηση «πράσινων» πολιτικών, ο ροζ καπιταλισμός ακόμα και η εργαλοιοποίηση του φεμινιστικού κινήματος και της ενδυνάμωσης των γυναικών μέσω διαφημιστικών ενεργειών. Ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα ήταν η προσπάθεια κεφαλαιοποίησης του κινήματος “Black Lives Matter” . Συγκεκριμένα πολλές επιχειρήσεις στον απόηχο των διαδηλώσεων, μέσω των λογαριασμών τους στα κοινωνικά δίκτυα δημοσίευσαν δηλώσεις στήριξης και συμπαράστασης προς το κίνημα και τους διαδηλωτές. Γρήγορα όμως, αποκαλύφθηκε πως ένα κομμάτι αυτών των εταιριών απλά χρησιμοποίησαν τα τρέχοντα γεγονότα ώστε να επωφεληθεί η εικόνα τους και να προσελκύσουν μεγαλύτερο καταναλωτικό κοινό, μιας και επί της ουσίας δεν παρείχαν κάποια ουσιαστική βοήθεια αντιθέτως γινόντουσαν κομμάτι αυτού που ονομάζουμε «παραστατικός ακτιβισμός» (performative activism).
Από τη μια πλευρά θα μπορούσε κανείς να αναλογιστεί πως “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”, μιας και χάρη στην έκθεση που παίρνει κάποιο μείζων κοινωνικό ζήτημα μέσω μιας καμπάνιας όλο και περισσότερος κόσμος ευαισθητοποιείται και πληροφορείται και ίσως τελικά συμβάλει ακόμα και στην αλλαγή στάσης του κοινού. Αντιθέτως αν το ζήτημα εξεταστεί από μια πιο κυνική προσέγγιση θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως όλες αυτές οι ενέργειες δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα ψυχολογικό εκβιασμό, που σχεδόν δημιουργεί τύψεις στον καταναλωτή αν ο ίδιος δεν υποστηρίξει το εκάστοτε προϊόν και κατ’ επέκταση τον σκοπό που φαίνεται να στηρίζει. Είναι αλήθεια πως πολλοί άνθρωποι, ιδίως αυτοί που είναι οι άμεσοι αποδέκτες του «μηνύματος», σχεδόν ενοχικά, ενώ κατανοούν πως όλος αυτός ο ακτιβισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα «περιτύλιγμα», η αίσθηση της ορατότητας που αποκτούν μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας τους αρκεί έτσι ώστε να μην αντιδράσουν και να συνεχίσουν να καταναλώνουν .
Στο τέλος της ημέρας, αυτό που θα πρέπει κανείς να κρατήσει από αυτή την κατάσταση δεν είναι να σταματήσει να καταναλώνει κάθε προϊόν το οποίο «συνοδεύεται» από κάποιο κοινωνικό μήνυμα αλλά να λάβει μια κριτική στάση απέναντι του, να δει πέρα από αυτό που του παρουσιάζεται δίνοντας έμφαση στο πως αυτό γίνεται και να πράξει αυτοβούλως και υπεύθυνα.