Το ημερολόγιο έδειχνε 11 Οκτωβρίου 1910 και ίσως η θάλασσα να ήταν φουρτουνιασμένη. Ίσως πάλι όχι. Ωστόσο σίγουρα εκείνη τη μέρα γεννήθηκε ο Νίκος Καββαδίας, σε μια επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας. Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο εμπορίου και προμήθευε τον τσαρικό στρατό ενώ η Κεφαλλονίτισσα μητέρα του, προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε την οικογένεια Καββαδία στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στην Κεφαλλονιά. Ο πατέρας, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Ρωσία για τις επιχειρήσεις του όπου αφού φυλακίστηκε και έχασε τα πάντα, επέστρεψε στην Ελλάδα στα 1921 ταλαιπωρημένος. Τελικά η οικογένεια κατέληξε στον Πειραιά.
Ο Καββαδίας τελείωσε το σχολείο στον Πειραιά και αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Ο πατέρας του αρρώστησε βαριά και έτσι εργάστηκε για μερικούς μήνες σε ναυτικό γραφείο ως λογιστής. Η αγάπη του για τα πλοία άρχισε να φουντώνει με αποτέλεσμα να μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, στην εκπνοή της δεκαετίας του 1920. Στα ταξίδια του, ξεκίνησε να καταγράφει με το δικό του μοναδικό τρόπο τις εικόνες που του προσέφεραν τα μέρη που επισκέφτηκε χωρίς να περιορίζει τον εαυτό του. Στα 1933 κυκλοφόρησε το Μαραμπού, η πρώτη ποιητική του συλλογή και στα 1939 πήρε δίπλωμα ασυρματιστή και ξεκίνησε να προετοιμάζεται για τα επόμενα ταξίδια του.
Εντούτοις, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έβαλε σε παύση τα σχέδια του. Ο ίδιος βρέθηκε στρατιώτης στην Αλβανία, εντάχθηκε στους κόλπους του ΕΑΜ και πολέμησε στην αντίσταση. Στα 1943 έγινε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών και ξεκίνησε να γράφει αντιστασιακά ποιήματα. Δημοσίευσε υπό το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός το ποίημα Αθήνα 1943:
Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη. Αγέρας πνέει βορεινός απ’ τις κορφές κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι. Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά και περπατάν αργά στους δρόμους «εν κινδύνω» ως τις εφτά που θ’ ακουστεί « Σιστάς Μοσκβά» και στις οχτώ ( βάλ’ το σιγά) « Εδώ Λονδίνο».
Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή. Γραίγο μου κατρακύλα απ’ την Κριμαία. Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί κάτου από μαύρη, κακορίζικη σημαία.
Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί, ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ’ ακουστεί η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.
Ο Δεκέμβρης του 1944 έκανε την ατμόσφαιρα στην Αθήνα αποπνικτική για όσους συμμετείχαν στην Αντίσταση. Σε αυτό το κλίμα, ο Καββαδίας δημοσίευσε το ποίημα Federico Garcia Lorca ενώ στα 1947 δημοσιεύτηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, το Πούσι. Στα 1954 εξέδωσε τη Βάρδια, το μοναδικό μυθιστόρημα του και ένα από τα ελάχιστα πεζά που έγραψε. Το έργο αποτελεί ένα ταξίδι στην ψυχή των ναυτικών που ακροβατούν ανάμεσα στη νοσταλγία της πατρίδας και την αδυναμία να ζήσουν σταθερά σε ένα μέρος παρά την αίσθηση μοναξιάς.
Λίγο πριν το πραξικόπημα του 1967, ο Καββαδίας έδωσε συνέντευξη στην Πανσπουδαστική και έγραψε το ποίημα Σπουδαστές και το αφιέρωσε στα μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, κάνοντας εμφανή τον πολιτικό του προσανατολισμό για ακόμα μια φορά. Στα 1975, ο «Θούριος», όργανο της νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού «Ρήγας Φερραίος», δημοσίευσε το ποίημα του Guevara που είχε γράψει στα 1972. Ήταν βαθιά ουμανιστής και παρότι δεν εντάχθηκε φανερά σε κάποιο κόμμα, βρισκόταν στο χώρο της Αριστεράς.
Έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Ίσως εκείνη τη μέρα η θάλασσα είχε φουρτούνα. Ίσως πάλι όχι. Σίγουρα όμως ταξιδεύει ακόμα. Άλλωστε, είχε πει ότι ζαλιζόταν στη στεριά. Και μας ταξιδεύει και εμάς σε μακρινούς τόπους. Κάθε του στίχος είναι μια εικόνα και κάθε του ποίημα ζωντανεύει εικόνες της θάλασσας, της μοναδικής αγαπημένης του. Αγαπούσε τα μακρινά ταξίδια, δεν μπάρκαρε ποτέ σε πλοίο της γραμμής άλλωστε, και τις γυναίκες τις οποίες θεωρούσε ευλογημένες. Δεν φοβόταν τον θάνατο και παρότι δεν θάφτηκε σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, κατάφερε να σκίσει τη θολή γραμμή των οριζόντων. Στην ατζέντα του βρέθηκαν οι παρακάτω στίχοι τους οποίους πιθανώς ήθελε να εντάξει στο Τραβέρσο που εκδόθηκε δύο μήνες μετά το θάνατο του αλλά δεν πρόλαβε:
«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια. Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε».
Εβελίνα Παπαδοπούλου, Ιστορικός