*Το κείμενο αυτό ήταν η συμμετοχή μου το 2016 στον Διεθνή Διαγωνισμό Λογοτεχνίας από την UNESCO Κεφαλληνιάς και Ιθάκης, με θέμα «Πως φαντάζεστε την ζωή του Οδυσσέα μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη». Αυτό μου χάρισε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό. Έπεσε στα χέρια μου και σκέφτηκα ότι είναι καλή στιγμή να το μοιραστώ.
Καμία φορά μέχρι τώρα δεν το είχα σκεφτεί, πως θα ήταν άραγε η ζωή του Οδυσσέα, αφού θα έφτανε στην Ιθάκη; Και για να πω την αλήθεια δεν με ενδιέφερε ποτέ, μιας και δεν συμπαθούσα ιδιαίτερα, τον πολυμήχανο, ταλαιπωρημένο από τη ζωή Οδυσσέα. Πάντα θεωρούσα πως ήταν ένας κακόμοιρος τυχοδιώκτης, ολίγον φαλλοκράτης, σοβινιστής. Ένας επιδειξίας, που θα έκανε τα πάντα, για να υποκλίνονται στο πέρασμα του. Από τις πρώτες μου επαφές στη δευτέρα γυμνασίου, με τον κύριο Πολυμήχανο, φαινόταν πως το κλίμα μεταξύ μας δεν θα ήταν και πολύ καλό. Εγώ ούσα πάντα πνεύμα αντιλογίας, δεν έλεγα στην καθηγήτρια αυτά που ήθελε να ακούσει για τον γενναίο άντρα. Έλεγα την άποψη μου χωρίς δισταγμό (πράγμα για το οποίο μετάνιωσα στο τέλος του τριμήνου, όταν έπιασα στο χέρι μου το έντυπο με τη βαθμολογία και δίπλα από την Οδύσσεια στρογγυλοκαθόταν ένα 13) . Τότε ήταν που τον μίσησα τελείως!
Και ενώ η καθηγήτρια υμνούσε τον εφευρετικό, εύστροφο γιό του Λαέρτη, εγώ την κοιτούσα με μισό μάτι, ήθελα να τσιρίξω, με έπνιγε το άδικο. Λυπόμουν την Πηνελόπη, τον Τηλέμαχο, όλους όσους άφησε πίσω. Λυπόμουν τους πάντες εκτός από Αυτόν. Ώσπου ξαφνικά μπήκα σε βαθιά περισυλλογή. Είδα τη ζωή του Οδυσσέα από την αρχή. Ταλαιπωρήθηκε πολύ, όμως έμαθε πολλά και είχε γίνει συνήθεια πια να καρτερεί να φτάσει στην Ιθάκη. Είχε τόσο συνηθίσει, που σιγά- σιγά του άρεσε και καθυστερούσε όσο μπορούσε το ταξίδι του, γιατί είναι αξιοπερίεργο ένας τόσο ευφυής, πολυμήχανος άνθρωπος να μην μπορεί να φτάσει στον προορισμό του γρήγορα.
Γνώρισε πολλά όμορφα μέρη, συνάντησε πολλά τέρατα, αντιμετώπισε τον αγριεμένο Ποσειδώνα, γνώρισε την πανέμορφη Καλυψώ, που τον ερωτεύτηκε, πέρασαν μαζί επτά ή δέκα χρόνια, την ερωτεύτηκε και αυτός. Μόνο που δεν το είχε καταλάβει, γιατί ήταν προσηλωμένος στον στόχο του, την επιστροφή στην Ιθάκη, που τόσο επιθυμούσε… και όταν τελικά γύρισε πίσω, αυτό που αντιμετώπισε ήταν πολύ χειρότερο από όλα όσα είχε περάσει…
Στην αρχή χάρηκε πολύ που για ακόμη μία φορά βγήκε νικητής. Χάρηκε που αντίκρισε πάλι τα μάτια της Πηνελόπης. Και αφού είχε απομακρύνει πλέον τους επίδοξους μνηστήρες, πλάγιαζαν μαζί τα βράδια στο κρεβάτι τους, μεθυσμένοι από τον έρωτα τους, που είχε μαραθεί. Και ξαφνικά κάθε βράδυ που ξέπνοους τους έπαιρνε ο ύπνος, ο έρωτας τους άνθιζε όλο και περισσότερο.
Ήταν πλέον βασιλιάς. Είχε κοντά του όλους αυτούς που του έλειπαν τόσο καιρό. Μπορούσε να έχει ό,τι επιθυμεί η ταλαιπωρημένη του ψυχή, μπορούσα να ΄ναι σίγουρος, ότι η αυριανή μέρα θα ήταν όμορφη, χωρίς ταλαιπωρία, χωρίς δάκρυα, χωρίς νοσταλγία, χωρίς ένα ανεκπλήρωτο κενό.
Μπορούσε πλέον κάθε πρωί να αντικρίζει το γιο του. Τώρα ο Τηλέμαχος είχε γίνει ολόκληρος άντρας και ο Οδυσσέας τον καμάρωνε πολύ. Μιλούσαν συνεχώς, δεν χόρταινε ο ένας τον άλλον. Η νύχτα έβρισκε μαζί αυτούς τους δύο άντρες, να συζητούν για όσα είχαν περάσει και για όσα όμορφα έρχονταν…
Έτσι πέρναγαν οι μέρες και οι νύχτες του Οδυσσέα. Ξυπνούσε κάθε πρωί πλάι στην Πηνελόπη του, μετά δούλευε- γιατί το να είσαι βασιλιάς δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο- τα μεσημέρια καθόταν και έτρωγε πλουσιοπάροχα όλη η οικογένεια μαζί. Μετά Τηλέμαχος και Οδυσσέας αποσύρονταν για να παίξουν ζατρίκιον, να πούνε κουβέντες αντρικές, να κλάψουν μαζί, για όσα κακά πέρασαν, να γελάσουν για όσα όμορφα έρχονταν. Το βράδυ μεθούσε από τα χάδια και τα φιλιά της Πηνελόπης, κάνανε όνειρα για το μέλλον, ίσως και για ένα ακόμη παιδί, που θα έφερνε περισσότερη ευτυχία στο αρχοντικό τους, μετά κοιμόταν.
Έτσι περνάν οι πρώτοι μήνες, μέχρι που ο Οδυσσέας σταμάτησε πια να είναι χαρούμενος. Τώρα του έλειπαν οι σύντροφοι του, ένιωθε μοναξιά, δεν είχε κάτι να τον στεναχωρεί, δεν είχε άλλο σκοπό στη ζωή του από το να γυρίσει στην Ιθάκη του. Αυτό το είχε πετύχει, αλλά ποτέ δεν είχε σκεφτεί το μετά. Προσηλωμένος έως τώρα στον γυρισμό του στα πάτρια εδάφη και πίσω στα γνώρημα, αγαπημένα πρόσωπα, δεν είχε καταλάβει, πως το φτάσιμο του στην Ιθάκη είχε γίνει αυτοσκοπός και μόλις αυτός ο σκοπός εκπληρωθεί, αυτός θα σταματήσει να υπάρχει.
Τώρα μόνο κατάλαβε, πως περιμένοντας να ζήσει τη στιγμή του γυρισμού, είχε αφήσει την μέχρι τώρα ζωή του και όλα τα όμορφα, που του χαρίζονταν τα είχε παραβλέψει. Από τον πόθο του να επιστρέψει, ξέχασε να ζήσει…
Αυτό σκεφτόταν συνεχώς, ότι ξέχασε να ζήσει. Και λυπόταν, λυπόταν πολύ, κάθε στιγμή ένιωθε και πιο θλιμμένος. Τώρα πια σκεφτόταν με νοσταλγία το νησί, όχι όμως την Ιθάκη, αλλά την Ωγυγία. Το νησί της όμορφης Καλυψώς, που μαζί κοιμόταν εφτά ή δέκα χρόνια και δεν είχε ποτέ καταλάβει πόσο την αγαπάει, πόσο ερωτευμένος είναι μαζί της. Του έλειπε η ζεστή αγκαλιά της, η πάντα πρόθυμη Καλυψώ, να τον δεχτεί μέσα της, να ξαναγεννηθεί μαζί του, να τον κάνει αθάνατο. Τώρα σκεφτόταν, πως πράγματι θα επιθυμούσε, να είναι αθάνατος μονάχα κοντά στη Νύμφη, γιατί τον έκανε ευτυχισμένο.
Αμάν! Αμάν! Πόση ευτυχία αγνόησε για να πετύχει; Του χαρίζονταν ο κόσμος, μα αυτός νόμιζε, πως ο Ποσειδώνας τον τιμωρούσε. Αμ δε κακομοίρη! Ο Ποσειδώνας καμία όρεξη δεν είχε να τον ταλαιπωρεί. Να καμία φορά μόνο, αν δεν είχε τι να κάνει, έπαιζε μαζί του, για να περνάει η ώρα. Είχε μάθει να τα ρίχνει όλα στους Θεούς καλά και κακά. Για όλα τα καλά ευθυνόταν η Αθηνά, για όλα τα κακά ο Ποσειδώνας. Αχ καημένε μου, τι να σου κάνουν οι Θεοί, αν εσύ δε ξέρεις να λαμβάνεις το δώρημα;
Σκεφτόταν πόσα πολλά έμαθε, πόσα λίγα έζησε όμως… Ένιωθε τύψεις που ποθούσε την Καλυψώ και που τώρα την αναζητούσε. Τα χάδια της Πηνελόπης σταμάτησαν να είναι όμορφα, το δείπνο σταμάτησε να είναι νόστιμο. Μόνο όταν έβλεπε τον Τηλέμαχο αισθανόταν κάπως όμορφα. Ήθελε να ξεφύγει από την πραγματικότητα. Κοιμόταν πολύ, γιατί μόνο στα όνειρα έβρισκε όλα όσα είχε αφήσει, νομίζοντας πως θα βρει αυτά που επιθυμούσε.
Μόνο εκεί πολεμούσε, μόνο εκεί έβλεπε τους συντρόφους του, μόνο εκεί έκανε έρωτα με την πανέμορφη Νύμφη. Όταν ξυπνούσε τα πάντα χανόταν και έβλεπε μόνο κενό. Αυτό το κενό τίποτα δε μπορούσε να το γεμίσει.
Σταμάτησε να δουλεύει, δεν μπορούσε πια να συγκεντρωθεί, ένιωθε αδύναμος και το μόνο που ήθελε ήταν να κλαίει, να κλαίει δυνατά, ώσπου να τον ακούσει η Καλυψώ και να έρθει να τον παρηγορήσει στην αγκαλιά της, όπως έκανε τόσα άλλα βράδια. Όμως όσο δυνατά και να έκλαιγε, αυτή δεν ερχόταν…
Παραιτήθηκε από βασιλιάς και έδωσε στο θρόνο του στον Τηλέμαχο, ο οποίος σαν νέος βασιλιάς είχε πολλά να κάνει και δεν έβρισκε χρόνο για τον πατέρα του. Έτσι ο Οδυσσέας άρχισε σιγά- σιγά να τρελαίνεται, να έχει παραισθήσεις, να κοιμάται πολύ, να μην τρώει. Να γελάει και να κλαίει χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος. Μόνο αυτός ήξερε τον λόγο. Γελούσε γιατί θυμόταν τα παλιά και έκλαιγε για όσα ήθελε ήταν εκεί, μα αυτός δεν τα είχε δει όταν έπρεπε. Τώρα ήταν αργά!
Έβγαινε βόλτες και ξεχνούσε να γυρίσει, έκανε σχεδίες να πάει να βρει την αγαπημένη του, η Καλυψώ δεν τον άκουγε. Τώρα τον θυμήθηκε και ο Ποσειδώνας και γελούσε μαζί του ο άτιμος! «Χαχαχαχα! Πολυμήχανε Οδυσσέα πως κατάντησες έτσι; Καλά να πάθεις! Χαχαχαχα!».
Τελευταία είχε αρρωστήσει βαριά, είχε πέσει σε κατάθλιψη, που στη συνέχεια εξελίχτηκε σε σχιζοφρένια. Έκανε πράγματα ανήκουστα, μα ακόμη αναζητούσε την αγαπημένη του. Και η Πηνελόπη τώρα έκλαιγε και ευχόταν να μην είχε γυρίσει ποτέ, γιατί την πίκραινε, την έβριζε, την καταριόταν, καμία φορά την έλεγε Καλυψώ, τότε ορμούσε πάνω της, βιάζοντας το κορμί της και μόλις τελείωνε πάλι έκλαιγε, πάλι την καταριόταν.
Ένα βράδυ αποφάσισε να πάει μία βόλτα στην ακροθαλασσιά. Εκεί που περπατούσε, ξαφνικά στα βάθυ της θάλασσας βλέπει την Καλυψώ του, ενδεδυμένη σε λευκό μανδύα, με ένα φως να την λούζει και να την δείχνει ακόμη πιο όμορφη. Του φώναζε να πάει κοντά της, του χαμογελούσε, του έγνεφε να πλησιάσει. Αυτός μαγεμένος, πλημυρισμένος από ευτυχία, πήγαινε κοντά της και όσο πλησίαζε αυτή απομακρυνόταν, έφτασε στα βαθιά και τότε… σκοτάδι. Χάθηκαν όλα. Μαζί και η Καλυψώ. Το πρωί το κύμα ξέβρασε το άψυχο κορμί του.
Το βλέμμα του νεκρού πλέον, ένδοξου Οδυσσέα είχε μια χαρά και μια απελπισία συνάμα. Χαρά, που ξανάβλεπε την αγαπημένη του και απελπισία, που δεν μπορούσε να τη φτάσει. Θάφτηκε με όλες τις τιμές. Βρήκε κάποιους από τους συντρόφους του εκεί, χάρηκε, αλλά ακόμη του έλειπε Εκείνη. Πάντα θα του λείπει, όχι μόνο η Καλυψώ, αλλά και η ζωή που δεν έζησε.
Εγώ είμαι ένας άνθρωπος, που αγωνιώ να ζήσω και εσύ για το μόνο που αγωνιούσες ήταν η Ιθάκη σου. Πήρες στο λαιμό σου και άλλων ευτυχίες. Αν έμενες εκεί που ερμήνευε η καρδιά σου, όχι εκεί που έλεγε το μυαλό. Τώρα η Πηνελόπη θα ήταν ευτυχισμένη. Και ξέρω πως εύχεσαι ο δρόμος του γυρισμού, να ήταν μακρύτερος. Τώρα όμως σε λυπάμαι, γιατί είσαι ένας άνθρωπος που απλά υπήρχε. Δοσμένος στην επιστροφή δεν έδωσε σημασία στο ταξίδι, φορώντας παρωπίδες πίστευε πως η Ιθάκη είναι η ευτυχία του. Ο λαός λέει αν δε κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς. Κατάλαβες τώρα καημένε μου, ότι κοίταζες λάθος; Η ζωή σου δινόταν κι εσύ την αγνοούσες λες και είχες κι άλλη. Έζησες με μία παραίσθηση. Πέθανες με μία παραίσθηση διαφορετική, μα τι σημασία έχει;
Αναστασία Καταράκη, Φοιτήτρια Πολιτικών Επιστημών και Δημοσιογραφίας