Η κρίση του Κορωνοιού φαίνεται να είναι μία κρίση, που έχει ήδη διαταράξει, και θα διαταράξει ακόμα περισσότερο ,όπως όλα δείχνουν, τα υπάρχοντα κοινωνικά, πολιτισμικά, οικονομικά και πολιτικά δεδομένα.
Εκτός των άλλων, όλες οι κρίσεις ανεξαρτήτου προέλευσης, επειδή ακριβώς διαταράσσουν τις υπάρχουσες συνθήκες, αναδεικνύουν τα προβλήματα και τις «αδυναμίες» που ήδη υπάρχουν, εντείνουν τις συνθήκες αβεβαιότητας που πιθανόν επικρατούν και κυρίως φέρνουν στην επιφάνεια και εντείνουν τις δομικές ,ταξικές, έμφυλες και φυλετικές ανισότητες που ήδη υπάρχουν.
Ο ιός φαίνεται να μην κάνει διακρίσεις ως προς το ποιον θα προσβάλλει, ωστόσο ο τρόπος διαχείρισής του, φαίνεται να κάνει διακρίσεις ως προς το ποιος μπορεί να προστατευτεί από τον ιό, ποιος μπορεί να λάβει την απαραίτητη περίθαλψη, ποιος μπορεί να προφυλάξει τον εαυτό του ανάλογα με την κοινωνική, ταξική, εργασιακή του κατάσταση.
Ας αναλογιστούμε αρχικά σε ποιους αναφέρεται το μήνυμα «Μένουμε Σπίτι», μέτρο απαραίτητο για την μείωση της διασποράς του ιού. Περιλαμβάνει άραγε τους άστεγους, που δεν έχουν κάπου να μείνουν ή τους πρόσφυγες που βρίσκονται «στρυμωγμένοι» σε δομές, ίσως όχι κατάλληλα διαμορφωμένες για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση; Οι επισφαλείς συνθήκες στις οποίες ζούσαν ως τώρα τόσο οι άστεγοι όσο και οι πρόσφυγες, φαίνεται να τονίζονται και να γίνονται όλο και πιο αφόρητες αναδεικνύοντας τα όρια του ποιος μπορεί και ποιος δε μπορεί να μείνει στο σπίτι του.
Επιπλέον το «Μένουμε σπίτι» είναι πιθανόν, για κάποιες κοινωνικές ομάδες να μην αποτελεί μια επιλογή υγιή και επόμενη, αν λάβουμε υπόψιν τα άτομα που μπορεί να υφίστανται οποιαδήποτε μορφή βίας (σωματική, λεκτική) , ή τα άτομα που πιθανόν δεν ζουν σε ένα «υγιές» και «ασφαλές» οικογενειακό περιβάλλον.
Σοβαρά ζητήματα φαίνεται να προκύπτουν αν σκεφτούμε, την πιθανότητα κάποιοι άνθρωποι να χρειαστούν νοσηλεία, την οποία κανείς δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει, ή ακόμα και να μπορούν να την έχουν, η επισφάλεια και η ανασφάλεια στην οποία θα εκτεθούν,, αν εμπλακούν με όποιο τρόπο με το σύστημα υγείας στην παρούσα κατάσταση του μπορεί να τους φέρει αντιμέτωπους με την έκθεση σε πολλούς κινδύνους. Άτομα που πιθανόν δεν δικαιούνται τη δωρεάν νοσηλεία, άνθρωποι που ακόμα και αν τη δικαιούνται, ίσως φοβηθούν να την αναζητήσουν, από φόβο μήπως εκτεθούν από μόνοι τους στον ιό.
Υπάρχουν άτομα, εργαζόμενοι, οι οποίοι δεν μπορούν να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους, καθώς αν το κάνουν θα κινδυνέψουν να βρεθούνε άμεσα χωρίς κανένα εισόδημα, ένα εισόδημα που κανείς άλλος δεν μπορεί και δεν διατίθεται να τους δώσει. Μια τέτοια κατηγορία κοινωνικών υποκειμένων που δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την εργασία τους, καθώς φαίνεται να μην έχουν κανενός είδους κοινωνικής ασφάλισης, όπως και κανενός είδους άλλη κρατική στήριξη, είναι οι εργαζόμενες/οι στο σεξ. Τα άτομα αυτά, που είναι εκτεθειμένα ούτως η άλλως συνεχώς στον κίνδυνο, αφήνοντας τη δουλειά αυτή, για να μείνουν στο σπίτι, έρχονται αντιμέτωπα με το γεγονός ότι θα χάσουν το εισόδημά τους, η εργασία τους δεν είναι αναγνωρισμένη με όλα τα νόμιμα μέσα, τα περισσότερα δεν έχουν κοινωνική ασφάλιση, άρα καμία κρατική υποστήριξη δεν θα δοθεί ώστε να στηριχτούν από αυτήν σε αυτές τις ιδιάζουσες συνθήκες.
Συνεπώς, οφείλουμε να σκεφτούμε και να διερωτηθούμε αν η προτροπή της ατομικής ευθύνης και του περιορισμού, περιλαμβάνει και μπορεί να συμπεριλάβει όλους τους ανθρώπους, αν σημαίνει το ίδιο για όλους, και ποιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες μπορούν να επιφέρει στον καθένα από εμάς. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός της προτροπής «Μένουμε σπίτι», ως την υπαρκτή και άμεση ανάγκη για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Ωστόσο, πίσω από αυτή την προτροπή, υπονοείται μια πλαστή ενότητα, που θεωρείται πώς αφορά όλους ανεξάρτητα από την τάξη, το φύλο, την εργασιακή συνθήκη. Φαίνεται πως αυτή η ενότητα, το μήνυμα που είναι «κοινό για όλους, να μην αφορά όλους με τον ίδιο τρόπο. Ακόμα και όσους έχουν σπίτι, καθώς αψηφά ερωτήματα και λεπτομέρειες , όπως τι σπίτι έχουν, αν μπορούν να ζήσουν σε αυτό, για πόσο καιρό μπορούν να μείνουν στο σπίτι τους χωρίς εργασία με το φόβο ότι ίσως δεν έχουν πόρους ή ίσως απολυθούν, ή αν οι συνθήκες εργασίας ή επιβίωσής τους θα τους επιτρέψουν να μείνουν στο σπίτι τους για να προστατευτούν.
Μήπως αυτό το ενοποιητικό κατά τα άλλα «Μένουμε σπίτι», συντελεί στο να καμφθούν και να συγκαλυφθούν οι δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που βιώνουν οι περισσότεροι και θέτει στο προσκήνιο τη βασική ανισότητα που προτάσσεται; Δηλαδή ποιες ζωές είναι αυτές που μπορούν τελικά να προστατευτούν και να επιβιώσουν, όσες έχουν σπίτι, και ποιες ζωές, ίσως να μην τα καταφέρουν το ίδιο, είτε επειδή δεν έχουν σπίτι, είτε επειδή οι συνθήκες επιβίωσής τους δεν τους επιτρέπουν να μείνουν στο σπίτι.
Άννα Μπιρμπιλοπούλου, Φοιτήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας