Μια τέτοια ιστορία είναι φυσικά αυτή του Iqbal Masih, ο οποίος δεν μπορεί παρά να θεωρείται ήρωας για τα δικαιώματα των παιδιών παγκοσμίως, καθώς το έργο του έφθασε σε κάθε σχεδόν του άκρη.
Ο Iqbal γεννήθηκε το 1983 στο χωριό του Muridke στην επαρχία Punjab του Πακιστάν. Οι γονείς του, ο Saif Masih και η Inayat Bibi ήταν καθολικοί χριστιανοί, και για τα δεδομένα της εποχής θα μπορούσαμε να πούμε ότι θεωρούνταν μια φτωχή οικογένεια. Κάποια χρόνια αργότερα, το 1986, όταν ο Iqbal ήταν σχεδών 4 ετών, ο πατέρας του, επιθυμώντας να παντρέψει ένα από τα παιδιά του, τον μεγάλο αδελφό του Iqbal, χωρίς όμως να έχει την οικονομική δυνατότητα, ξεκίνησε να ψάχνει δάνεια. Φυσικά με την γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας, οι τράπεζες δεν παρείχαν πλέον τέτοιες εξυπηρετήσεις, και δεν υπήρχαν προγράμματα κρατικής υποστήριξης, και επομένως ο Saif ήρθε σε επαφή με έναν Thekedar, ιδιοκτήτης εργοστασίου χαλιών δηλαδή, ονόματι Gullah, και ζήτησε ένα δάνειο 600 ρουπίων, αντιστοιχίας 12 δολαρίων, δίνοντας ως αντάλλαγμα τίποτε άλλο παρά το παιδί του, τον Iqbal. Συγκεκριμένα αυτό το οποίο δόθηκε σε αντάλλαγμα ήταν η εργασία του Iqbal, με το γνωστό τότε σύστημα Peshgi, εγγενώς άδικο φυσικά, όπου ο εργοδότης αποκτά εξ ολοκλήρου την εξουσία του ατόμου που έχει δοθεί, ώσπου να εξοφληθεί το χρέος. Έτσι, μόλις 4 ετών, ο Iqbal αναγκάστηκε να εργαστεί ως υφαντής χαλιών στο εργοστάσιο του Gullah.
Ο πρώτος χρόνος εργασίας του Iqbal ήταν χωρίς πληρωμή, ώστε να μάθει καλά τις δεξιότητες του υφαντή χαλιών. Ωστόσο, τόσο κατά την διάρκεια της μαθητείας του, όσο και έπειτα, το φαγητό του καθώς και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε χρεώνονταν, και προστίθεντο στον λογαριασμό του δάνειου. Σε περίπτωση που ο Iqbal έκανε κάποιο λάθος, του εκδιδόταν πρόστιμο, το οποίο φυσικά συμπληρωνόταν στο ποσό του χρέους μαζί και με το υψηλό επιτόκιο του.
Εκτός αυτών όμως, η οικογένεια του αναγκάστηκε να απευθυνθεί ξανά στον Gullah, όταν η Inayat χρειάστηκε να πληρώσει για ένα χειρουργείο, και αυτό σήμαινε πως ο μικρός Iqbal πουλήθηκε ξανά ως σκλάβος, με το χρέος να αναβαίινει συνεχώς.
O Iqbal θα δούλευε στο εργοστάσιο χαλιών για τα επόμενα 6 χρόνια, υπό απάνθρωπες συνθήκες. Η μέρα του στην δουλειά διαρκούσε τουλάχιστον 14 ώρες, 6 φορές την εβδομάδα, καθ΄όλη την διάρκεια της οποίας ο ίδιος και τα άλλα παιδιά που εξόφλιζαν διάφορα χρέη, αναγκάζονταν να κάθονται οκλαδόν σε ένα ξύλινο πάγκο και να σκύβουν μπροστά, δένοντας εκατομμύριες κλωστές, ακολουθώντας προσεκτικά ένα συγκεκριμένο μοτίβο, ώστε να φτιιαχτεί το χαλί. Το δωμάτιο στο οποίο δούλευαν τα παιδιά χαρακτηρίσθηκε αργότερα από τον Iqbal ως αποπνικτικό, καθώς απαγορευόταν να ανοίγουν τα παράθυρα για να προστατεύεται η ποιότητα του μαλλιού, και έτσι βρίσκονταν σχεδόν στο σκοτάδι, με δυο μόνο λάμπες να κρέμονται από πάνω τους. Υπήρχαν αυστηροί κανόνες, και οι τιμωρία μη τήρησής τους ήταν σχεδόν πάντα βίαια. Ένα παράδειγμα τέτοιας βίας ήταν φυσικά η περίπτωση όπου τα παιδιά αντιμιλούσαν στον Gullah, ή αρρώσταιναν, ή αν έφευγαν από το εργοστάσιο, όπου η τιμωρία τους περιελάμβανε σκληρούς ξυλοδαρμούς, αλυσόδεση στον αργαλειό, κρέμασμα ανάποδα, καθώς και παρατεταμένες περιόδους απομόνωσης σε ένα σκοτεινό ντουλάπι. Έχει υποστηριχθεί πως η στιγμή που ο Iqbal αποφάσισε πως κάποια μέρα θα δραπετεύσει από τις άθλιες αυτές συνθήκες ήταν όταν είδε ένα αγοράκι να τιμωρείται με ανάποδο κρέμασμα επειδή είχε πυρετό, ενώ ο Gullah του διέταζε “Εγώ αποφασίζω πότε δουλεύεις!”. Έτσι, ξεκίνησε να φέυγει από το εργοστάσιο με τους φίλους του όποτε έλειπε ο φύλακάς τους, παίζοντας όλη μέρα ακόμη και όταν γνώριζαν τι τους περίμενε στην επιστροφή τους. Κάποιες φορές ο Gullah τους αλυσόδενε για δυο ολόκληρες μέρες μετά τον ξυλοδαρμό, όμως τα παιδιά συνέχιζαν να αναζητούν ευκαιρίες να νιώθουν λίγη ελευθερία στην ημέρα τους.
Ένα πρωί, τον Οκτώμβρη του 1992, ο Iqbal μετά από 6 χρόνια πήρε την μεγαλύτερη απόφαση της ζωής του. Έχοντας μάθει για το Μέτωπο Απελευθέρωσης Δεσμευτικής, μια μη κυβερνητική οργάνωση αφιερωμένη στον τερματισμό της δεσμευτικής εργασίας και της σκλαβιάς, και για μια συνάντηση που θα πραγματοποιούνταν εκείνη την ημέρα, ο νεαρός έφυγε από το εργοστάσιο, και πήδηξε πάνω στο πίσω μέρος ενός τρακτέρ, όπου ήδη υπήρχαν ενήλικες και παιδιά. Στην συνάντηση αυτή, ο Iqbal έμαθε πως η Πακιστανική κυβέρνηση είχε κηρύξει παράνομο το σύστημα Peshgi την ίδια χρονιά, και μάλιστα είχε ακυρώσει όλες τις εκκρεμείς οφειλές στους χρήστες του. Αφού μοιράστηκε και τις δικές του εμπειρίες, μίλησε με τον πρόεδρο της οργάνωσης, τον Eshan Ullah Khan, ο οποίος τον βοήθησε στην διαδικασία απελευθέρωσής του. Για τον Iqbal όμως δεν ήταν η δική του ελευθερία αρκετή. Ήθελε να δώσει την ίδια ελευθερία στους φίλους του, στους συναδέλφους του, και σε όσα παιδιά δεν την είχαν. Μετά την απελευθέρωση του, ξεκίνησε αμέσως στο σχολείο της οργάνωσης, που ονομαζόταν το δικό μας σχολείο, στην πρωτέυουσα της επαρχίας, τη Λαχόρη. Εκεί, κατάφερε να τελειώσει 4 χρόνια σπουδών σε μόλις 2, ενώ παράλληλα, οι ηγετικές του ικανότητες είχαν γίνει εμφανείς, καθώς συμμετείχε σε συναντήσεις και διαδηλώσεις που μάχονταν κατά της παιδικής εργασίας και της σκλαβιάς, τελειώνοντας πάντοτε τις ομιλίες του με την μικρή αλλά δυναμική φράση “Εμείς είμαστε…. Ελευθεροί!”, με την συνοδεία όλων των παιδιών στο κοινό στην τελευταία λέξη. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ήταν φυσικά η αποχώρηση χιλιάδων παιδιών από την δεσμευμένη εργασία τους, ιδίως στο χωριό του.
Μια συγκεκριμένη ιστορία που έχει κυκλοφορήσει σχετικά με το έργο του Iqbal, η οποία όχι μόνο προκαλεί το δάκρυ να κυλίσει, αλλά απεικονίζει εξ’ ολοκλήρου το πάθος του ακτιβιστή να βοηθήσει τους εν ανάγκει, και να δώσει πίσω την αθωώτητα της παιδικής ηλικίας, είναι αυτή στην οποία υποστηρίζεται πως προσποιήθηκε μια φορά πως ήταν ένας από τους εργάτες του εργοστασίου, ώστε να μπορεί να ρωτήσει τα παιδιά που δούλευαν εκεί για τις συνθήκες εργασίας τους. Οι πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί από την επικίνδυνη αυτή αποστολή κατάφερε να κλείσει το συγκεκριμένο εργοστάσιο, απελευθερώνοντας άλλα εκατοντάδες παιδιά.
Παρά το γεγονός ότι ο Iqbal, και η οικογένεια του δεχόταν απειλές λόγω του έργου του, συνέχισε να μιλάει σε συναντήσεις, και η ιστορία του άρχισε να αναγνωρίζεται σταδιακά παγκοσμίως. Μιλώντας για τις προσωπικές του εμπειρίες, κατάφερε να φέρει το φώς της αποκάλυψης της καταπάτησης των δικαιωμάτων των παιδιών στο Πακιστάν σε διεθνείς ακτιβιστές και δημοσιογράφους, αναγκάζοντας τον κόσμο να ακούσει προσεκτικά Τον Οκτώμβριο του 1992 επισκέφθηκε την Σουηδία όπου μοιράστηκε την ζωή του ως σκλάβος στο Πακιστάν με παιδιά σχολικής ηλικίας, και δυο χρόνια αργότερα απονημεύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το βραβείο για τον αγώνα για τα δικαιώματα των παιδιών σκλάβων από την εταιρεία Reebok, καθώς επίσης το “Πρόσωπο της Εβδομάδας” σε μια από τις μεγαλύτερες τηλεοπτικές εταιρείες της χώρας.
Το έργο του Iqbal ωστόσο δεν το εκτιμούσαν όλοι. Μάλιστα προκαλούσε μεγάλο θυμό σε αρκετούς ιδιοκτήτες εργοστασίων χαλιών, καθώς η προβολή της ιστορίας του και των εμπειριών του, σήμαινε και την προβολή της παιδικής δουλείας του χρέους στη χώρα και στη βιομηχανία των χαλιών, και αυτό με τη σειρά του θα σήμαινε αφενός μια πτώση στην ζήτηση και αγορά πακιστανικών χαλιών, και αφετέρου μια πτώση κέρδων λόγω της αναγκαστικής καταβολής αξιοπρεπών μισθών σε ενήλικους εργαζόμενους καθώς ο κόσμος θα έπαιρνε θέση στο ζήτημα αυτό. Έτσι, ο Iqbal δεχόταν πολλές απειλές στην ίδια του τη ζωή, τις οποίες όμως τις αγνοούσε, μέχρι που η απειλή έγινε πράξη.
Τον Απρίλιο του 1995, ο μικρός Iqbal, πλέον 12 ετών, επέστρεψε στο Πακιστάν, και πήρε το λεωφορείο για το χωριό του να δει την οικογένειά του για το Πάσχα. Το απόγευμα αποφάσισε να βρεθεί με δύο ξαδέλφια του ώστε να πάρουν φαγητό στον θείο του, ο οποίος πότιζε το χωράφι του. Τα αγόρια ανέβηκαν σε ένα ποδήλατο και ξεκίνησαν κατά τις οκτώ το απόγευμα. Στον δρόμο όμως, ακούστηκαν ξαφνικά στο σκοτάδι 2 πυροβολισμοί. Οι σφαίρες χτύπησαν τον Iqbal, ο οποίος πέθανε ακαριαία.
Η επίσημη εκδοχή των γεγονότων εκείνης της ημέρας ήταν πως τα παιδιά βρέθηκαν αντιμέτωπα με έναν αγρότη ο οποίος μάλλον έκανε ακατάλληλες σεξουαλικές πράξεις με το γαϊδούρι ενός γείτονα. Έτσι, ίσως και υπό την επιρροή ναρκωτικών, ο αγρότης φοβήθηκε και πυροβόλησε κάποιες φορές το όπλο του προς την γενική κατέυθυνση των αγοριών, χτυπώντας αλλά όχι στοχοποιώντας τον Iqbal, ο οποίος ήταν ο μοναδικός τραυματίας. Πράγματι, τα δυο ξαδέλφια είχαν δώσει και κατάθεση, που υποστήριζε την επίσημη αυτή εκδοχή. Μια μέρα μετά το συμβάν συλλήφθηκε ένας αγρότης, ο Muhammad Ashraf, για την δολοφονία του μικρού, και μάλιστα, η επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Πακιστάν επιβεβαίωσε την ισχύ των συμπερασμάτων της αστυνομίας, που σήμαινε ότι αυτά έπαιξαν σε κανάλια ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο.
Τα παραπάνω όμως δεν ήταν αρκετά να πειστεί ο κόσμος ότι ο θάνατος του Iqbal δεν ήταν προσχεδιασμένος. Πολλοί υποστήριξαν αμέσως πως αποτελούσε στοχοποιημένη δολοφονία στα χέρια της γνωστής Μαφία των Χαλιών, ως εκδίκηση για το έργο του και την προσπάθειά του να τερματίσει την παιδική δουλεία στη χώρα του. Πολλά δεδομένα της υπόθεσης αποδεικνύουν, ή τουλάχιστον υποστηρίζουν την παραπάνω θέση. Αρχικά υποστηρίζεται από πολλούς πως ο αγρότης που συλλήφθηκε, ο οποίος δεν είχε διαπράξει κανένα απολύτως έγκλημα, δέχθηκε βασανιστήριο από τους αστυνομικούς, καθώς τον ανάγκασαν να δηλώσει την συμμετοχή του στη δολοφονία. Αμέσως μετά την υποβολή της κατάθεσης του, ο Ashraf κρατήθηκε στην απομόνωση, σε άγνωστη τοποθεσία, όπου κανένας δεν είχε πρόσβαση. Ένα δεύτερο στοιχείο σημαντικό, είναι φυσικά η δήλωση των ξάδελφων του Iqbal, οι οποίοι μίλησαν επί του θέματος για πρώτη φορά αφού κατάφεραν μαζί με την μητέρα του αδικοχαμένου παιδιού να ξεφύγουν από το Πακιστάν, πως η κατάθεση που είχε δοθεί εκ μέρους τους, είχε γίνει δια αναγκασμού των αστυνομικών, και ότι η αναφορά της αστυνομίας των γεγονότων ήταν ανακριβής και ψευδής.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τον δισταγμό με τον οποίο διεξήχθη μια σοβαρή έρευνα των γεγονότων από την Πακιστανική κυβέρνηση, την αλαζονεία με την οποία η ίδια πλήρωσε την οικογένεια του Iqbal, και την εμφάνιση μιας προκαταρκτικής αναφοράς της αστυνομίας, προτού βγει φυσικά η επίσημη εκδοχή του συμβάντος, η οποία δεν απέρριπτε την θεωρία της συμμετοχής των πολιτικά ισχυρών και διεφθαρμένων ηγετών της μεγαλύτερης εξαγωγικής βιομηχανίας της χώρας, ήταν αφορμή για μεγάλες διεθνείς διαμαρτυρίες σχετικά με την δολοφονία του μικρού και την απόδοση της δικαιοσύνης, με διάφορες κυβερνήσεις να κάνουν αισθητή την ανησυχία τους για τον βαθμό αμεροληψίας του Πακιστάν στην έρευνα.
Γίνεται αντιληπτό λοιπόν, πως ανεξαρτήτως των περιστάσεων του τραγικού αυτού συμβάντος, υπάρχει μια μεγάλη ευθύνη της Πακιστανικής κυβέρνησης ως προς τον τρόπο που αντιμετώπισε, την δολοφονία ενός παιδιού, και την αδιαφορία της για την αναζήτηση της αλήθειας. Λαμβάνοντας υπόψιν το έργο του Iqbal, τις αποκαλύψεις του για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ίδιου αλλά και άλλων χιλιάδων παιδιών στη χώρα του, και την δύναμη που είχε αποκτήσει στην παγκόσμια σκηνή, δεν μπορεί κανείς παρά να υποψιαστεί πως υπάρχει μεγάλο ποσοστό αλήθειας στην θεωρία προσχεδιασμού του θανάτου του από τους κάποτε δουλοφύλακές του..
Φθάνοντας στο σήμερα, δυστυχώς ο κόσμος παραμένει στην υποψία. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως η ιστορία του Iqbal, και ο αδιανόητος θάνατός του δεν έχει λυτρωτική σημασία για τα παιδιά που αγωνίζονται για τα δικαιώματα τους και για την ελευθερία τους. Αποτελεί ήρωας της ανθρωπότητας καθώς αφιέρωσε την ζωή του όχι μόνο στην προσπάθεια να βελτιώσει την δική του ζωή, αλλά και σε μια προσπάθεια να βελτιώσει έστω και λίγο την ζωή του επόμενου Iqbal. Για τον λόγο αυτό κρίνεται ύψιστης αναγκαιότητας να συνεχίζεται το έργο του σε κάθε άκρη της γής, τόσο στις προσωπικές μας επιλογές, όσο και στους διαδρόμους της εξουσίας, διότι μόνο τότε θα τιμάται πραγματικά το όνομα Iqbal Masih, και το όνειρο ενός παιδιού για έναν καλύτερο κόσμο.
Hannah Jane Pigott, Φοιτήτρια Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών