Ορμώμενοι από τις τελευταίες εξελίξεις που διαδραματίζονται στη χώρα μας, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, κρίνεται αναγκαία μία ενδελεχής συζήτηση γύρω από την τακτική του διχασμού. Αδιαμφισβήτητα, η ιστορία μας έχει διδάξει πως σε περιόδους κρίσης και ύφεσης είναι πολύ πιο εύκολο να παρουσιαστούν ακραία φαινόμενα και συμπεριφορές μέσα στην κοινωνία. Είτε η κρίση αυτή αναφέρεται σε πολεμική σύρραξη, είτε σε οικονομική δυσμένεια είτε (το πιο πρόσφατο παράδειγμα) σε πανδημία, η ουσία παραμένει η ίδια. Μία κοινωνία που για τον οποιοδήποτε λόγο δεν «ευδοκιμεί» είναι πιο επιρρεπής στην υιοθέτηση ιδεών και αντιλήψεων που δε συνάδουν με τα δημοκρατικά ιδεώδη. Το καίριο ζήτημα που θα έπρεπε να μας απασχολεί και να μας προβληματίζει είναι η στάση που κρατάει η πολιτεία απέναντι στις συμπεριφορές αυτές.
Είναι γεγονός, πως μέσα σε λιγότερο από μισό χρόνο, οι αλλαγές στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο είναι αισθητές. Παρατηρούνται φαινόμενα βίας, εκβιασμού, απάτης, ακραίου σεξισμού και πολιτικής αβεβαιότητας. Σαφώς και τα περιστατικά αυτά δεν αποτελούν νέο φαινόμενο, δυστυχώς όμως η υγειονομική κρίση έβγαλε στην επιφάνεια το πλέον χαλεπό πρόσωπο της κοινωνίας. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών παραβατικών και επικίνδυνων συμπεριφορών που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε εάν πράγματι ο κόσμος έχει ακόμα ελπίδα σωτηρίας ή όχι.

Το πιο ανησυχητικό όμως, είναι ο τρόπος που η ίδια η κοινωνία ανταποκρίνεται στις εξελίξεις αυτές. Παρατηρείται μία τάση επίρριψης ευθυνών από τη μία πλευρά στην άλλη, χωρίς να δίνονται ουσιαστικές λύσεις. Φυσικά αυτό δεν μας προκαλεί έκπληξη, αφού η ελληνική κοινωνία έχει μακρά και θλιβερή παράδοση στο διχασμό. Είναι γνωστό πως αυτό που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος, γεγονός που οδηγεί στην απομάκρυνση από την ομαλή λειτουργία του. Ένας λαός που έχει μεγαλώσει μαθαίνοντας να κατηγορεί για τα πάντα τα κόμματα της Βουλής και τους εκπροσώπους τους, μοιραία αισθάνεται θύμα και έρμαιο των όποιων αποφάσεών τους. Από την εποχή του εμφυλίου πολέμου μέχρι και σήμερα η αντίληψη αυτή δεν έχει αλλάξει. Παρατηρούμε πως πολιτικοί αρχηγοί και βουλευτές χρησιμοποιούν την τακτική αυτή είτε για να αποδυναμώσουν τα επιχειρήματα των αντιπάλων τους, είτε για να ενισχύσουν τη δική τους θέση. Βλέπουμε πως ακόμη και για θέματα που αρχίζουν δειλά (και ίσως με μεγάλη καθυστέρηση) να θίγονται, όπως η έμφυλη βία, γίνονται σημείο αντιπαράθεσης στη Βουλή όχι για εύλογο διάλογο που θα οδηγήσει σε εποικοδομητικές λύσεις, αλλά ως άλλη μία ευκαιρία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης να ρίξουν το μπαλάκι ευθυνών ο ένας στον άλλο.
Δεν είναι δύσκολο να φτάσει κανείς στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αυτή τακτική διχοτομεί την κοινωνία, η οποία αποπροσανατολίζεται και ίσως να μην αντιλαμβάνεται σε ένα σημείο τη σπουδαιότητα των ζητημάτων που σήμερα βρίσκονται στην επικαιρότητα. Γινόμαστε μάρτυρες ενός πρωτοφανούς φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα που έχει φέρει στο προσκήνιο πληθώρα περιστατικών εγκληματικής φύσης. Το ελληνικό #metoo είναι υπεύθυνο για τη διαλεύκανση υποθέσεων γυναικοκτονιών, βιασμών, θυμάτων σωματεμπορίας ή ενδοοικογενειακής βίας. Χωρίς καμία αμφιβολία, η Ελλάδα έχει περάσει σε μία νέα εποχή σίγουρα καλύτερη και πιο διαφανή χωρίς καμία ανοχή σε τέτοια αποτρόπαια φαινόμενα. Ακόμα κι έτσι όμως, ακόμα και τώρα που είναι αποδεδειγμένο πως γίνονται βήματα μπροστά και η χώρα αλλάζει σελίδα, η ελληνική πολιτική σκηνή δε φαίνεται ακόμη αντάξια της προόδου αυτής! Όσο ο διάλογος αντικαθίσταται με την υπεροψία και την εμμονή υπεροχής, τόσο οι πολιτικοί θα συνεχίσουν να ταυτίζονται με την ανικανότητα και την κερδοσκοπία. Ίσως λοιπόν να ήρθε η εποχή αλλαγής, όπου η πολιτική θα γίνει ξανά λειτούργημα και όχι πεδίο ανώφελης διαμάχης και συντηρητισμού που απομακρύνουν τη χώρα από τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο!
Ασημίνα Σταυριανού, Πολιτικός Επιστήμονας