Η σύναψη του πρώτου Δανείου της Ανεξαρτησίας το Φεβρουάριο του 1824
Το 1823 η Ελληνική Επανάσταση διένυε το τρίτο έτος ζωής της έχοντας καταφέρει να εδραιωθεί στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα καθώς και στα νησιά του Αργοσαρωνικού και νοτίου Αιγαίου. Παρά την ύπαρξη ορισμένων κάστρων που κατέχονταν ακόμα από τους Οθωμανούς, όπως της Πάτρας, του Ρίου, του Αντίρριου και της Ναυπάκτου, οι Έλληνες είχαν δείξει ότι μπορούσαν να αναχαιτίσουν τις οθωμανικές προσπάθειες κατάπνιξης της Επανάστασης.[1] Παράλληλα οργανώθηκαν πολιτικά μέσω σύνθετων πολιτικών διαδικασιών όπως οι Εθνοσυνελεύσεις της Επιδαύρου (1822) και του Άστρους (1823).[2] Στην πρώτη ψηφίστηκε το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου, το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας το οποίο αναθεωρήθηκε στην δεύτερη, ενώ από το 1822 εκλέγονταν τα δύο κύρια πολιτικά σώματα: το Νομοθετικό και το Εκτελεστικό που ασκούσε ουσιαστικά, καθήκοντα κυβέρνησης και αποκαλούνταν Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος και άλλοτε Κεντρική Διοίκηση.
Οι οικονομικές δυσχέρειες του Αγώνα
Οι συνεχείς εχθροπραξίες των τριών χρόνων παρέλυσαν τους πόρους της Κεντρικής Διοίκησης που στηρίζονταν στις ολοένα και πιο συρρικνωμένες ιδιωτικές εισφορές των προκρίτων και πλοιοκτητών, σε δωρεές και εράνους προερχόμενους από το Φιλελληνικό Κίνημα που φούντωνε στην Ευρώπη, σε λάφυρα/λύτρα πολεμικών επιχειρήσεων αλλά και στην εκμετάλλευση των εθνικών γαιών και ιχθυοτροφιών.[3] Αν και τα στρατεύματα ξηράς των Ελλήνων μπορούσαν να διατηρούνται με σχετικά μικρές δαπάνες, δεν συνέβαινε το ίδιο με τις πολλαπλάσιες χρηματικές ανάγκες κινητοποίησης και συντήρησης του στόλου των Ελλήνων,[4] απαραίτητου για τον αποκλεισμό των κάστρων και την παρεμπόδιση της θαλάσσιας κυριαρχίας των Οθωμανών. Οι πλοιοκτήτες των νησιών εξάλλου, είχαν ήδη δαπανήσει το μεγαλύτερο ποσοστό της περιουσίας τους στον Αγώνα, ενώ η καλλιέργεια της γης που αποτελούσε πηγή πλούτου και προσπορισμού για τους προκρίτους, είχε μείνει σε μεγάλο βαθμό ακαλλιέργητη λόγω των κινδύνων του πολέμου.
Η ανοικοδόμηση της ελευθερωμένων περιοχών αλλά και η εδραίωση της Κεντρικής Διοίκησης με την δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών υποδομών έστω και στοιχειωδών ήταν ακόμα ένα λόγος που η δυσκολία εξεύρεσης των αναγκαίων χρηματικών κεφαλαίων έπρεπε να εκλείψει. Η εξεύρεση δανείου από το εξωτερικό φάνταζε ως η μόνη λύση το 1823, αφού ήταν κοινώς αποδεκτό ότι η ανάπαυλα των εχθροπραξιών που οφείλονταν πιο πολύ στην ανασύνταξη του στρατού και στόλου του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, δεν θα διαρκούσε για πολύ.
Η φιλελληνική δραστηριότητα πάντως συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό προκειμένου ο Αγώνας των Ελλήνων να βοηθηθεί με κάθε τρόπο. Στο Λονδίνο μάλιστα ιδρύθηκε η Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου (London Greek Committee) στα τέλη Μαρτίου του 1823 από τους Βρετανούς John Βοwring (1792-1872) και Edward Blaquiere (1779 – 1832) της οποίας τα μέλη έφτασαν τα 85.[5] Η Επιτροπή αποτελούνταν κυρίως από Βρετανούς διανοούμενους και πολιτικούς έχοντας ως κύριο σκοπό την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης υπέρ των Ελλήνων. Αν και η βρετανική εξωτερική πολιτική ελάχιστα επηρεάζονταν από οργανώσεις τέτοιου είδους, η Επιτροπή κατάφερε να ενταχθεί σε αυτήν ο Βρετανός διεθνούς φήμης ποιητής Λόρδος Βύρων (Lord Gordon George Byron, 1788-1824), ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα μετά από παρότρυνσή της στις αρχές του 1824 και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι με απώτερο σκοπό να ευαισθητοποιήσει την Ευρώπη για την οικονομική ενίσχυση των Ελλήνων.
Η αναγνώριση της Ελλάδας ως εμπόλεμο κράτος
Στην αρχή της Επανάστασης κανένα από τα ευρωπαϊκά κράτη δεν αναγνώριζε επίσημα την Ελλάδα ως εμπόλεμο κράτος. Τα ελληνικά πλοία που εκτελούσαν νηοψίες σε ευρωπαϊκά εμπορικά πλοία που μετέφεραν τρόφιμα σε αποκλεισμένα κάστρα των Οθωμανών, αντιμετωπίζονταν από τους Ευρωπαίους ναυάρχους ως πειρατικά! Καθώς όμως η διατάραξη του εμπορίου της Ανατολικής Μεσογείου έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις, οφειλόμενη σε μεγάλο βαθμό στα ελληνικά καταδρομικά πλοία που σε αρκετές περιπτώσεις δρούσαν ανάμεσα στην νομιμότητα και την πειρατεία, η βρετανική πραγματιστική πολιτική αναθεωρήθηκε.[6] Η Επανάσταση εξάλλου έδειχνε να εδραιώνεται στην νότια Ελλάδα. Αναγνωρίστηκαν έτσι το Μάρτιο του 1823, στα πλαίσια της Διεθνούς Δικαίου από την Μ. Βρετανία οι Έλληνες ως εμπόλεμο κράτος με απώτερο στόχο να αποφευχθούν οι επιθέσεις σε πλοία βρετανικών συμφερόντων. Αποδέχονταν οι Βρετανοί με τον τρόπο αυτό ως νόμιμο δικαίωμα στα ελληνικά πληρώματα, να επιτίθενται κατά του εμπορικού στόλου του αντιπάλου τους χαρακτηρίζοντας τα πλοία του ως νόμιμες λείες. Η διεθνής αυτή de facto από αναγνώριση βελτίωσε θεαματικά την διπλωματική ικανότητα των Ελλήνων ενώ αποσόβησε και την πιθανότητα καταστολής από κάποια ευρωπαϊκή δύναμη της Ιεράς Συμμαχίας.
Το πρώτο Δάνειο της Ανεξαρτησίας[7]
Η χρονική συγκυρία ήταν η καλύτερη δυνατή για την έκδοση ενός εξωτερικού δανείου που θα επέτρεπε στην επαναστατική κυβέρνηση να υλοποιήσει τους στόχους της. Για το σκοπό αυτό αναζητήθηκαν κεφαλαιουχικές αγορές ικανές προς σύναψή του σε διάφορες χώρες από την Κεντρική Διοίκηση, που προέκυψε από την Εθνοσυνέλευση του Άστρους υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία αλλά και από διάφορους οργανισμούς και οργανώσεις με βασικό ερευνητή τον Γιαννιώτη Ανδρέα Λουριώτη (1789–1854) το 1823, στενό συνεργάτη του Φαναριώτη και αρχιγραμματέα της Κεντρικής Διοίκησης Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (1791-1865). Αξίζει να αναφερθεί ότι ήδη το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ(Ιωαννίτες Ιππότες) σε διαπραγματεύσεις μέσω αντιπροσώπου του στην Ιταλία, ήταν διατεθειμένο να προσφέρει συνολικό δάνειο ύψους 10.000.000 γαλλικών φράγκων στον Άρειο Πάγο, την Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, ένα πρώιμο πολιτικό οργανισμό που συστάθηκε από τους Επαναστάτες στην Ανατολική Ελλάδα το 1821.[8] Τα ανταλλάγματα όμως που ζητούσε ήταν η εδαφική ανασύσταση του Τάγματος[9] με την παραχώρηση της Ρόδου, της Καρπάθου και της Αστυπάλαιας μετά την απελευθέρωση τους από τους Οθωμανούς, πράγμα που δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί η ελληνική πλευρά.[10]
![](https://www.lep.gr/wp-content/uploads/2022/02/Alexandros_Mavrokordatos-young.jpg)
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2566
Η έκδοση δανείου στη Μ. Βρετανία
Ο Λουριώτης κατέφυγε και στο Λονδίνο όπου γνωρίστηκε με το Blaquiere, ο οποίος παρουσίασε το αίτημα του στην Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου συνέπεια της αναγνώρισης του status των Ελλήνων ως εμπολέμων από την Αγγλία. Η Επιτροπή απέστειλε στην Ελλάδα το Λουριώτη και το Blaquiere προς εκτίμηση της συνολικής κατάστασης το Μάρτιο του 1823. Τον Ιούνιο δόθηκε πληρεξουσιότητα από την Ελληνική Κυβέρνηση στο Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πολιτικό Ιωάννη Ορλάνδο (1779-1852), τον Πατρινό Ιωάννη Ζαΐμη (1797-1882)[11] και το Λουριώτη να διαπραγματευθούν δάνειο στην Αγγλία με τους πιο ευνοϊκούς όρους για την Ελλάδα. Η ένδεια όμως των Ελλήνων, σε συνδυασμό με την έκρηξη του πρώτου εμφυλίου πολέμου την περίοδο εκείνη δεν επέτρεψε την αποστολή τους στην Αγγλία παρά μόνο με την διαμεσολάβηση ενός δανείου 4.000 λιρών Αγγλίας από τον λόρδο Βύρων στα τέλη Ιανουαρίου του 1824.
Η βοήθεια της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, στην οποία ο Blaquiere είχε επιδώσει θετική αναφορά την 23 Σεπτεμβρίου 1823 αλλά και ο κερδοσκοπικός πυρετός το διάστημα εκείνο στην κεφαλαιαγορά του Λονδίνου για επισφαλείς επενδύσεις σε δάνεια ξένων κρατών[12] ήταν καθοριστικά. Στις 21 Φεβρουαρίου 1824 εκδόθηκε δάνειο υπέρ της Ελλάδας ύψους ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών στερλινών σε «ομόλογα με ονομαστικό επιτόκιο 5%, αλλά η τιμή κλεισίματος των ομολόγων ήταν μόνο 59% της ονομαστικής τους αξίας»[13]ποσοστό που ήταν κοντά σε αυτό που προέβλεπε για τους όρους του δανείου η ελληνική Κεντρική Διοίκηση. Επομένως από την έκδοση ομολόγων ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών στερλινών, στην πραγματικότητα εισπράχθηκαν 472.000 λίρες στερλίνες από τα οποία όμως οι εκδίδοντες τραπεζίτες κράτησαν για προκαταβλητέους τόκους των 2 πρώτων χρόνων 80.000 λίρες, για χρεώλυτρα δύο χρόνων 16.000 λίρες, για προμήθεια επί της πληρωμής των τόκων 3.200 λίρες, 4.000 για το δάνειο του λόρδου Βύρωνα αλλά και άλλες 20.000 λίρες για έξοδα και προμήθειες για τραπεζίτες και ασφαλιστές, σύνολο 123.200 λίρες. Συνεπώς τα πραγματικά χρήματα που θα έφθαναν σε ελληνικά χέρια ήταν 348.800 λίρες.
Ο χρονικός ορίζοντας αποπληρωμής ορίστηκε στα 36 χρόνια με χρεωλύσιο 1% και ετήσιο επιτόκιο 5%, δηλαδή 40.000 λίρες από τον τρίτο χρόνο και μετά επί του ονομαστικού ποσού. Ως εγγύηση ορίστηκαν για την πληρωμή των τόκων τα δημόσια έξοδα, ενώ του κεφαλαίου, τα δημόσια κτήματα. Συνολικά μετά από μερικούς μήνες, εν μέσω του πρώτου εμφυλίου της Επανάστασης, παραδόθηκαν στην Ελληνική κυβέρνηση 308.800 λίρες σε χρήματα και 11.900 λίρες σε πολεμοφόδια, ενώ 28.100 λίρες παρέμειναν στην ελληνική αντιπροσωπεία στο Λονδίνο για τα έξοδα διαμονής τους και τις ανάγκες των ελληνικών συμφερόντων.
Χρήση του πρώτου δανείου
Οι πρώτες δύο δόσεις του δανείου έφθασαν στο Ναύπλιο στα τέλη Ιουλίου του 1824[14] και μέρος τους διατέθηκε για την χρηματοδότηση 94 ελληνικών πλοίων προκειμένου να αποτραπεί η κατάληψη της Σάμου από τον οθωμανικό στόλο, ενώ ήδη είχε συντελεστεί η καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών. Όμως ο κύριος όγκος των χρημάτων αυτών χρησιμοποιήθηκε για την επικράτηση της φρατρίας του Υδραίου Γεωργίου Κουντουριώτη που στα τέλη του 1824 ήταν επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης αφού κατάφερε να προσεταιρισθεί πολλούς στρατιωτικούς οι οποίοι στήριζαν μέχρι πρότινος. Την αντίπαλη φρατρία του Γέρου του Μοριά Θεόδωρου Κολοκοτρώνη(1770-1843) κατά τον δεύτερο αδελφοκτόνο εμφύλιο της Επανάστασης(Νοέμβριος–Δεκέμβριος 1824). Η ταχύτητα κατασπατάλησης των χρημάτων του δανείου για πολιτικούς σκοπούς αλλά και η απειλή του Αιγύπτιου Ιμπραήμ Πασά 1789-1848) στις αρχές του 1825, οδήγησε στην έκδοση νέου δανείου στην Αγγλία τον Φεβρουάριο του 1825, αυτή την φορά με ονομαστικό κεφάλαιο 2.000.000 λιρών στερλινών.
![](https://www.lep.gr/wp-content/uploads/2022/02/καταστροφή-των-ψαρών.png)
Πηγή: https://www.pemptousia.gr
Ασχέτως του κόστους του πρώτου Δανείου Της Ανεξαρτησίας, λόγω της κερδοσκοπικής συμπεριφοράς των Βρετανών δανειστών αλλά και της ελληνικής κακοδιαχείρισης του πρώτου , είναι γεγονός ότι με τα χρήματα αυτά ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού εμποδίστηκε από το να πεθάνει λόγω της πείνας αλλά και αντιπαρατεθεί στην οθωμανική επιβουλή για λίγο διάστημα ακόμα παρατείνοντας την ζωής της Επανάστασης. Επίσης η δέσμευση Βρετανών κεφαλαιούχων στις δοσοληψίες με την ελληνική Κεντρική Διοίκηση αποτελούσε από μόνη της ένα μέτρο πίεσης στην βρετανική κοινή γνώμη για την δημιουργία ελληνικού κράτους, προκειμένου να αποπληρωθεί το χρέος, ειδικά αν η αντίληψη αυτή συνδυασθεί με το δεύτερο δάνειο που ήταν και πολύ μεγαλύτερο. Από την άλλη η εξάρτηση του νεοσύστατου κράτους απέναντι στην Μ. Βρετανία για δάνεια που δεν αποπληρώνονταν ήταν αδιαμφισβήτητη. Τούτων δοθέντων, παρότι συνήθως η προσοχή των μελετητών του οικονομικού σκέλους της Επανάστασης εστιάζεται στην μεγάλη αναντιστοιχία του ονομαστικού ποσού του πρώτου δανείου με το πραγματικό που επέφερε, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι η αποπληρωμή του(και του δεύτερου) ξεκίνησε μόλις το 1878 αφού η Κυβερνήσεις της Βαυαρικής περιόδου αδυνατούσαν να προχωρήσουν στην αποπληρωμή του. Οι μακρές διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν μείωσαν το συσσωρευμένο χρέος τελικά στο 12% του συνόλου παρέχοντας αποδείξεις των τότε βελτιωμένων προϋπολογισμών του ελληνικού κράτους. Οι δε αρχικοί Βρετανοί επενδυτές είχαν φροντίσει να απαλλαχθούν από τα ομόλογα του δανείου στα οποία είχαν επενδύσει συχνά με ποσοστό 1% της αρχικής ονομαστικής τους αξίας…[15]
Μιχάλης Κατσικαρέλης, Ιστορικός
[1] Το 1822 αναχαιτίστηκε στα Δερβενάκια του Άργους η εκστρατεία εξουδετέρωσης της Επανάστασης του Δράμαλη Πασά από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Παπασωτηρίου (1996) 82-83.
[2] Παπαγεωργίου (2005) 135-158.
[3] Ανδρεάδης (1904) 8.
[4] Τρικούπης (1888) 76.
[5] Παπασωτηρίου (1996) 127.
[6] Παπασωτηρίου 130.
[7] Στην βιβλιογραφία τα δύο δάνεια που συνομολογήθηκαν το 1824 και 1825 για λογαριασμό των επαναστατημένων Ελλήνων είναι γνωστά ως Δάνεια της Ανεξαρτησίας (Independence Loans). Βλ. Ανδρεάδης(1904) 6.
[8] Παπαγεωργίου (2005) 132.
[9] Τάγμα του Αγίου Ιωάννη(Ιωαννίτες Ιππότες) της Ιερουσαλήμ είχε χάσει τα εδάφη του όταν η βάση του Τάγματος καταλήφθηκε από τους Γάλλους το 1798.
[10] Ανδρεάδης (1904) 12.
[11] Ο Ιωάννης Ζαΐμης βρίσκονταν στην Μ. Βρετανία μόνο κατά την σύναψη του δεύτερου εξωτερικού δανείου το 1825. Βλ Παπασωτηρίου (1996) 189.
[12] Το ίδιο έτος η κεφαλαιαγορά του Λονδίνου είχε συνάψει δάνεια στην Αυστρία και Πορτογαλία. Βλ Ανδρεάδης (1904) 16.
[13] Παπασωτηρίου (1996) 188.
[14] Τρικούπης (1888) 100.
Βιβλιογραφία
- Ανδρέας Μιχ.Ανδρεάδης, Ιστορία των Εθνικών Δανείων, Αθήνα, Τυπογραφείο Εστία, 1904.
- Σπυρίδωνας Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασεως, Γ΄ Τόμος, Γ΄ έκδοση, Αθήνα, Τυπογραφείο ΄Ώρα, 1888.
- Στέφανος Π.Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους. 1821-1862, Β΄ έκδοση, Αθήνα, Παπαζήση, 2005.
- Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την ελληνική ανεξαρτησία. Πολιτική και στρατηγική των Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αθήνα, Ι.Σίδερης, 1996.
- ΕΙΚΟΝΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: https://www.google.com/search?q=%CE%97+%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%87%CE%AE+%CF%84%CE%BF%CF%85+%CE%9B%CF%8C%CF%81%CE%B4%CE%BF%CF%85+%CE%92%CF%8D%CF%81%CF%89%CE%BD%CE%B1+%CF%83%CF%84%CE%BF+%CE%9C%CE%B5%CF%83%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B3%CE%B9+%CE%98%CE%B5%CF%8C%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF%CF%82+%CE%92%CF%81%CF%85%CE%B6%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82+(1853)&source=lnms&tbm=isch&sa=X&ved=2ahUKEwi7j-mMpJ72AhWNgP0HHYbKCAQQ_AUoAnoECAEQBA&biw=1366&bih=625&dpr=1#imgrc=HQDxew6XiKNrTM