Έχοντας αφήσει πίσω έναν χρόνο μαύρο, όχι μόνο λόγω του πένθους που έφερε σε χιλιάδες οικογένειες η πανδημία του κορονοϊού, αλλά και λόγω των αναρίθμητων ειδήσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας και αφορούσαν, δολοφονίες γυναικών (και όχι μόνο), ξυλοδαρμών, βιασμών, σεξουαλικών παρενοχλήσεων, «εκδικητικού πορνό» , και τα οποία περιστατικά συγκλόνισαν την κοινή γνώμη, ήταν ευχής έργον κάθε νοήμονος ανθρώπου, το νέο έτος, με κάποιον τρόπο μαγικό να αφήσει κάθε τέτοιου είδους αρρωστημένη κατάσταση στο παρελθόν. Να επικρατήσει η λογική, ο αλληλοσεβασμός και η ενότητα μιας κοινωνίας που το έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ.
Μάταια δυστυχώς, πριν καλά καλά φτάσουμε στα μισά του Γενάρη, άλλο ένα αποτρόπαιο έγκλημα ήρθε να ταράξει τα νερά της Θεσσαλονίκης αυτή τη φορά, με τον βιασμό 24χρονης σε πολυτελές ξενοδοχείο της πόλης, με εμπλοκή επιχειρηματιών, των οποίων η ταυτότητα έγινε λίγο πολύ γνωστή. Πρόκειται για γεγονός που πήρε ήδη μεγάλες διαστάσεις, ενώ διενεργείται ήδη προκαταρκτική εξέταση από την Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να διερευνηθεί εάν οι κατηγορούμενοι συν τοις άλλοις θα έρθουν αντιμέτωποι και με το αδίκημα της μαστροπείας αλλά και άλλων έκνομων ενεργειών.
Η κατακραυγή των πολιτών, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν άμεση, είτε μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είτε ακόμα και με διαμαρτυρίες έξω από κατάστημα εστίασης ενός εκ των φερόμενων κατηγορουμένων. Στο παρόν κείμενο δεν υπάρχει διάθεση να γίνει διαδικτυακή δίκη, ούτε καταδίκη όσων από τους φερόμενους θύτες εμπλέκονται, μιας και αρμόδιοι γι’ αυτό είναι οι δικαστές, οι εισαγγελείς και γενικά οι αρμόδιοι φορείς που θα αναλύσουν τα στοιχεία και θα βγάλουν το πόρισμα.
Αυτό που έχει σημασία από εδώ και πέρα είναι ποια είναι ή πρέπει να είναι η στάση της υπόλοιπης κοινωνίας απέναντι σε τέτοιου είδους κακουργήματα. Όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό, το προφίλ του δράστη ή των δραστών τέτοιων πράξεων δεν είναι συγκεκριμένο. Παρόμοιες ιστορίες στο παρελθόν απέδειξαν ότι ο θύτης μπορεί να έχει ελλιπή μόρφωση και να ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, μπορεί όμως να ανήκει και στην ελίτ της κοινωνίας. Μπορεί να είναι άνεργος, μπορεί και επιχειρηματίας. Μπορεί να είναι Έλληνας, μπορεί να είναι και αλλοδαπός. Μπορεί να έχει ψυχολογικά προβλήματα, ή και όχι. Μπορεί να είναι αριστερός, μπορεί και δεξιός. Ακόμη μπορεί να είναι θρησκόληπτος μπορεί και άθεος.
Όπως καταλαβαίνει κανείς η αντίδραση πρέπει να είναι κοινή και όχι επιλεκτική. Δεν νοείται να υπάρχει ξεσηκωμός, πορείες και συγκρούσεις όταν το θύμα είναι μετανάστης και να σφυρίζουμε αδιάφορα όταν είναι Έλληνας. Όπως φυσικά και δεν νοείται να υπάρχει κατακραυγή όταν ο θύτης είναι αλλοδαπός ενώ αν είναι Έλληνας απλά να «έτυχε». Στην αντίπερα όχθη δεν νοείται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να πραγματοποιούν ολόκληρη σειρά ρεπορτάζ όταν ο θύτης είναι άσημος και ανήκει στην μεσαία ή κατώτερη τάξη, και να αποσιωπά επιδεικτικά την είδηση όταν πρόκειται για ισχυρό επιχειρηματία που πιθανόν να ανήκει και στους άμεσους χορηγούς τους ή την σφαίρα επιρροής τους.
Το πρώτο πράγμα που μπορεί να σταματήσει ή να περιορίσει αυτή την αρρώστια είναι η παιδεία. Το ακούγαμε στο σχολείο σαν μαθητές, το ακούγαμε αργότερα και σαν πολίτες αλλά το προσπερνούσαμε σαν κάτι το γραφικό. Σήμερα έχει όμως μεγαλύτερη αξία από ποτέ. Ο όρος παιδεία δεν αναφέρεται ούτε στα πτυχία ούτε στους επαίνους που έχει στην κατοχή του κάποιος. Η παιδεία ξεκινά από το σπίτι. Οι γονείς πρέπει να κάνουν τα παιδιά φίλους τους. Να τα συμβουλεύουν, να τα καθοδηγούν, να μην φοβάται το παιδί να μοιραστεί κάτι “κακό” που του έχει συμβεί. Άλλωστε είναι οι πρώτοι που μπορούν να το βοηθήσουν και αυτό πρέπει να το αισθάνεται κάθε παιδί. Πρέπει επίσης να μεγαλώνουν αγόρια που θα ήθελαν για συντρόφους για τα κορίτσια τους, χωρίς στερεότυπα και αναχρονισμούς. Ιδιαίτερα, πρέπει να τα μάθουν ότι την γυναίκα πρέπει να την σέβονται, είτε είναι μητέρα τους, είτε είναι αδερφή τους, φίλη τους ή σύντροφός τους, είτε απλά μια γυναίκα που περπατά στο δρόμο. Η γυναίκα πρέπει να δακρύζει μόνο από χαρά και τα χέρια των ανδρών να σηκώνονται κατά πάνω τους μόνο για χάδια και αγκαλιές. Ανάλογος πρέπει να είναι και ο ρόλος του σχολείου και των εκπαιδευτικών, να χτίσουν σωστούς χαρακτήρες στα πρότυπα μιας κοινωνίας αλληλοσεβασμού.
Το δεύτερο μετά την παιδεία, που έρχεται όμως σε συνάρτηση μαζί της, είναι η εξάλειψη του διχασμού. Οι πολίτες πρέπει μαζικά να γυρίσουν την πλάτη σε κακουργηματικές πρακτικές, χωρίς ναι μεν αλλά. Η καταδίκη εγκλημάτων δεν εξαρτάται από την ταυτότητα, την ειδικότητα ή τις ιδέες του δράστη. Ο διαχωρισμός των εγκληματιών ικανοποιεί μόνο μικροπολιτικά παιχνίδια και η κοινωνία δεν πρέπει να πέφτει σε αυτή την παγίδα. Επίσης απόψεις όπως: «μα καλά και αυτή τι δουλειά είχε να πάει εκεί;», πρέπει άμεσα να περάσουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η κοινωνία πρέπει να ωριμάσει και να δει επιτέλους το δάσος και όχι το δέντρο.
Κλείνοντας, ευχή όλων είναι το περιστατικό με την 24χρονη κοπέλα, να είναι το τελευταίο και να είναι η αφετηρία μια κοινωνίας που θα αλλάξει, θα γίνει σοβαρή, που θα αντισταθεί σε τέτοιες πρακτικές χωρίς εξαιρέσεις. Που δε θα ενδιαφέρεται για το ποιος είναι ο θύτης, αλλά θα στέκεται στην ουσία, ότι το έπραξε. Που δεν θέλει να ζει σε έναν κόσμο άρρωστο, που ακόμα και για τόσο σοβαρά ζητήματα θα βρει αφορμή για να διχαστεί. Όσο αυστηρός και αν είναι ένας νόμος, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ποινή για έναν εγκληματία από το να βρει απέναντι του σύσσωμη ολόκληρη την κοινωνία. Σκοπός της κοινωνίας θα έπρεπε να είναι η πάταξη της αντισυμβατικής συμπεριφοράς και όχι απλά η τιμωρία της αφού γίνει. Τότε ήδη θα είναι αργά, ένας ακόμη άνθρωπος θα υποφέρει και η κοινωνία θα έχει αποτύχει.