Η συνηθισμένη σχέση που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στον εκπαιδευτή και τον εκπαιδευόμενο στο σχολικό σύστημα, είναι κυρίως τυπική και περιορισμένη στο χώρο του σχολείου και του εκάστοτε μαθήματος. Η σχέση αυτή συνεχίζεται μοιραία με την ίδια μορφή και στον χώρο του Πανεπιστημίου, αφού ξεκινά με τον συγκεκριμένο τρόπο από το σχολείο και τις μικρότερες ηλικίες.
Η «φύση» αυτής της σχέσης σχετίζεται με το σχολικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Φτάνει να σκεφτούμε πως αντιδρά η σχολική κοινότητα σε ένα φαινόμενο ενδοσχολικής βίας: τυπικά, αντικειμενικά, με έναν «πυροσβεστικό» τρόπο και μια απλή ή σκληρή τιμωρία. Λείπει ο διάλογος για το φαινόμενο με όλους τους εμπλεκόμενους, δηλαδή τους καθηγητές, τους μαθητές και τους γονείς. Εδώ παρατηρούμε άλλο ένα πρόβλημα: η σχέση μαθητή και καθηγητή, επηρεάζεται και από άτομα εκτός του σχολείου, όμως σπάνια αναφέρονται σε συζητήσεις για το σχολικό χώρο.
Επίσης, ο καθηγητής αναθέτει εργασίες, διδάσκει το μάθημά του, μιλά για το αντικείμενό του και έχει τις τυπικές επιπρόσθετες υποχρεώσεις του. Σπάνια υπάρχει συζήτηση με τους μαθητές για τη ζωή του εκτός του σχολείου, την καθημερινότητά τους και τα ενδιαφέροντά τους. Αυτό αλλάζει μόνο σε περιπτώσεις που συμβεί κάτι δυσάρεστο για το μαθητή και την σχολική κοινότητα. Βέβαια πάντα υπάρχουν καθηγητές που διαφέρουν και έχουν μια καλή έως άριστη επικοινωνία με το μαθητικό πληθυσμό, όμως καταλαβαίνουμε ότι η προσπάθεια τους αυτή επηρεάζεται αρνητικά από τη συμπεριφορά του υπόλοιπου διδακτικού και μη προσωπικού.
Η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος στηρίζεται στην απομνημόνευση γνώσεων, που στοχεύουν κυρίως σε ενδοσχολικές εξετάσεις για την πρόσβαση στην επόμενη τάξη ή στην ανώτατη εκπαίδευση. Δεν επιτρέπεται στον καθηγητή να διδάξει ανάλογα τις δυνατότητες και τις προτιμήσεις της τάξης του. Οι μαθητές οφείλουν να εκπαιδευτούν όπως ορίζει το επίσημο πρόγραμμα, και μόνο μαθήματα τα οποία δεν εξετάζονται ή θεωρούνται πιο εύκολα, αποτελούν περιπτώσεις όπου η μελέτη είναι πιο δημιουργική. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και με αυτόν τον τρόπο, το ίδιο το σχολικό σύστημα υποβαθμίζει κάποια μαθήματα ως λιγότερο σημαντικά, δημιουργώντας περαιτέρω ανισότητες και στην επιλογή σπουδών, αλλά και στο διαχωρισμό μεταξύ των καθηγητών και των επιστημών που εκπροσωπούν.
Η επικοινωνία είναι το βασικό «κλειδί» για μια ποιοτική σχέση μεταξύ καθηγητή και μαθητή. Τα δύο μέρη μαθαίνουν ποιες είναι οι προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντα, οι σκέψεις τους και οι απόψεις τους για το μάθημα. Η «εμπλοκή» και η «συνομιλία» του σχολείου με τον κόσμο έξω από αυτό, βοηθά στην κατανόηση της πρακτικής επιρροής που έχει η γνώση στην καθημερινότητα. Ποιο είναι το νόημα να διδάσκονται μαθήματα, αν ο μαθητής δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις τους στην καθημερινή ζωή του. Για να μην υπάρξει βέβαια καμία παρανόηση, δεν εννοώ ότι όλα τα μαθήματα οφείλουν να έχουν μια πρακτική χρησιμότητα εκτός εκπαιδευτικού συστήματος, και αν όχι πως δεν χρειάζεται να διδάσκονται. Ακόμα και σε γνωστικά αντικείμενα που δεν τα φανταζόμαστε, διδάσκονται σημαντικές αξίες και ηθικές στάσεις. Το θέμα είναι το κεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα να αφήνει ελεύθερο τον καθηγητή να διδάξει το μάθημα με τρόπο κατανοητό και βοηθητικό για τα παιδιά.
Επιπλέον, η επικοινωνία βοηθά ώστε τα δύο μέρη να αισθάνονται οικεία και στην εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και εκτός αυτής. Τι θέλω να πω; Ο μαθητής και η μαθήτρια πρέπει να γνωρίζει ότι μπορεί να εμπιστευτεί τον καθηγητή ή την καθηγήτρια για ένα σοβαρό θέμα που πιθανόν να μην αφορά το σχολείο. Σίγουρα έχουμε ακούσει για περιπτώσεις οικογενειακής βίας, αλλά και για πιο απλά ζητήματα όπως η διαχείριση του άγχους ενός εφήβου. Το διδακτικό προσωπικό πρέπει να είναι σε θέση να βοηθήσει όποτε και όπου υπάρχει ανάγκη, όχι μόνο μέσα στο χώρο του σχολείου.
Ο μαθητής πρέπει να εμπνέεται από τον καθηγητή, να γνωρίζει θετικά πρότυπα συμπεριφοράς, να είναι σε θέση να έχει κριτική άποψη και να σκέφτεται ελεύθερα χωρίς περιορισμούς. Η ανανέωση του εκπαιδευτικού και σχολικού συστήματος, είναι σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση. Χωρίς περιοριστικά προγράμματα σπουδών, ο μαθητής αποκτά ουσιαστικές και χρήσιμες γνώσεις, χωρίς το άγχος των εξετάσεων και ο ρόλος του εκπαιδευτικού δεν είναι απλά η αντικειμενική μετάδοση γνώσεων, χωρίς κριτική και φαντασία.
Καταλήγω στο ότι το σχολικό σύστημα επηρεάζει τη σχέση μαθητή και καθηγητή, περιορίζοντας τις φωνές τους και τις δυνατότητές τους. Ο αναστοχασμός πάνω στη σχέση αυτή μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα για τα δύο μέρη, αλλά και για ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα. Προτείνω σε κάθε ενδιαφερόμενη και ενδιαφερόμενο να «ρίξει μια ματιά» στο ρεύμα της Κριτικής Παιδαγωγικής για να καταλάβει ακόμα καλύτερα την ποιότητα που μπορεί να αποκτήσει η σχέση εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενου.
Γιώργος Λαμπρόπουλος, Φοιτητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας