Οι Ρωσικές επιδιώξεις
Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 η συνεχής εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και η μη ευόδωση μιας σειράς διοικητικών και δημοσιονομικών της μέτρων, των «Tanzimat», έδωσαν την δυνατότητα στην Ρωσία να επεμβαίνει στα εσωτερικά της. Η επέμβαση αυτή επιτυγχάνονταν είτε μέσω των Ορθόδοξων Εκκλησιών που υπάγονταν στην Πύλη, είτε μέσω της ανάπτυξης του ρωσικού εμπορίου στην Μαύρη θάλασσα (1) με απώτερο σκοπό της την εδαφική συρρίκνωση των οθωμανικών εδαφών υπέρ της Ρωσίας.
Οι επεμβάσεις αυτές πήραν την μορφή ρωσικού τελεσιγράφου τον Φεβρουάριο του 1853, όταν ρωσική αντιπροσωπεία που στάλθηκε στην
Κωνσταντινούπολη απαίτησε από τον Οθωμανό Σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ Α΄(1823-1861) την διασφάλιση προνομίων των ορθόδοξων μοναχών σε ιερά προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους έναντι των Καθολικών.(2) Επιπλέον ζητήθηκε η ανανέωση του δικαιώματος της Ρωσίας να προστατεύει τους Ορθόδοξους υπηκόους του Σουλτάνου, δικαίωμα που προβλέπονταν στην Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή(1774). Με την άρνηση του Σουλτάνου η Ρωσία εισήλθε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες οι οποίες ήταν φόρου υποτελείς στον Σουλτάνο, τον Ιούλιο καταλαμβάνοντάς τις.
Οι Αγγλογάλλοι στο πλευρό της Πύλης
Στις πάγιες στρατηγικές επιδιώξεις της Μ. Βρετανίας ήταν η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άλλωστε με τις συμβάσεις του Ιουλίου του 1841 δεν επιτρέπονταν σε ευρωπαϊκούς πολεμικούς στόλους να διαπλέουν τα Στενά του Βοσπόρου εν καιρώ ειρήνης και με την διατήρηση αυτών η Μ. Βρετανία ήθελε τον περιορισμό της Ρωσίας στην Μαύρη Θάλασσα, περιχαρακώνοντας και τα οικονομικά συμφέροντά της στην Μεσόγειο και την Μ.Ανατολή. Αρωγός της στην επιδίωξη αυτή, τέθηκε η Γαλλία του Ναπολέοντος Γ΄(1808-1873), ανιψιού του Ναπολέοντος Βοναπάρτη, ο οποίος ήθελε να συσφίξει τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας του με την Μ. Βρετανία αλλά και να αναθεωρηθούν ορισμένες δυσμενείς συνθήκες του 1815 για το γαλλικό κράτος.
Παρά τις διεθνείς πυρετώδεις διαβουλεύσεις προς αποφυγή πολέμου στις οποίες συμμετέχουν και η Αυστρία, η Πρωσία, ο Σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ Α΄ σίγουρος για την υποστήριξη της Μ. Βρετανίας και Γαλλίας κήρυξε τον πόλεμο στην Ρωσία στις 4 Οκτωβρίου του 1853 ξεκινώντας τον λεγόμενο Κριμαϊκό Πόλεμο. Όμως η καταναυμάχηση(3) του Οθωμανικού στόλου στην Σινώπη στις 30 Νοεμβρίου από τον Ρωσικό της Μαύρης Θάλασσας, ανάγκασαν την Μ. Βρετανία και την Γαλλία να κηρύξουν τον πόλεμο με την σειρά τους στην Ρωσία τον Μάρτιο του 1854 ενώ υπό την κάλυψη των πολεμικών τους στόλων αποβιβάστηκε κοινό εκστρατευτικό σώμα τον Σεπτέμβριο του 1854 στην Κριμαία, πολιορκώντας την ρωσική Σεβαστούπολη.
Οι πολύμηνες αμφίρροπες συγκρούσεις στην Κριμαία κατέστησαν εμφανές στους Αγγλογάλλους ότι μόνο με ενίσχυση από άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις θα ήταν εφικτή η νίκη. Με την είσοδο του ιταλικού Βασιλείου του Πεδεμοντίου στον πόλεμο στα τέλη Ιανουαρίου του 1855 και την ακόλουθη αποστολή δεκαπέντε χιλιάδων ανδρών του στην Κριμαία στο πλευρό των Αγγλογάλλων, αλλά και την συμπαράταξη της Αυστρίας στην ίδια Συμμαχία τον Δεκέμβριο του 1855, ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Β΄(1855-1881) αναγκάστηκε να συρθεί στο Τραπέζι των διαπραγματεύσεων τον Ιανουάριο του 1856.
Η Συνθήκη του Παρισιού
Στις 25 Φεβρουαρίου 1856 συνήλθε στο Παρίσι συνέδριο για τον τερματισμό του Κριμαϊκού Πολέμου το οποίο έληξε τον Απρίλιο. Αποκύημά του ήταν η Συνθήκη του Παρισιού αποτελούμενη από τριαντατέσσερα άρθρα, ορισμένα από τα οποία ήταν ιδιαιτέρως σημαντικά για την ιστορία του Διεθνούς Δικαίου. Μέσα από τα άρθρα αυτά οι Μεγάλες Δυνάμεις που συμμετείχαν στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναλάμβαναν την υποχρέωση του σεβασμού και της ακεραιότητας της. Αντ’ αυτού η Πύλη έθεσε σε εφαρμογή το φιρμάνι «Χάτι Χουμαγιούν» ένα πρόγραμμα διοικητικών μεταρρυθμίσεων για πλήρη ισονομία των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που αφορούσε κάθε φυλή και θρήσκευμα στα εδάφη της αποκλείοντας επεμβάσεις στα εσωτερικά της ανεξαρτήτως προβλημάτων χριστιανικής χροιάς που πιθανών θα προέκυπταν.
Όσον αφορά την Μαύρη Θάλασσα προβλέπονταν η «ουδετεροποίηση» της. Με άλλα λόγια τα δύο κράτη που οι ακτές τους βρεχόντουσαν από αυτήν, η Ρωσία και Οθ. Αυτοκρατορία, δεν είχαν το δικαίωμα να διατηρούν πολεμικούς στόλους και ναυστάθμους ενώ η Μαύρη Θάλασσα θα ήταν κλειστή, ουσιαστικά αποστρατικοποιημένη, από τότε και στο εξής για τα πολεμικά πλοία ξένων κρατών.(4) H είσοδος στα Δαρδανέλλια και τον Βόσπορο θα παρέμενε κλειστή σε πολεμικά πλοία ξένων κρατών, στην περίπτωση που η Οθ.Αυτοκρατορία δεν βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Ιδιαίτερης βαρύτητας ήταν και οι αποφάσεις για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Δούναβη που θα ρυθμίζονταν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Δουνάβεως αλλά και της Επιτροπής των Παρόχθιων Κρατών, δύο πρώιμων διακρατικών οργανισμών. Η συνθήκη προέβλεπε μάλιστα και την θέσπιση της διαμεσολάβησης ως μέθοδο «διευθέτησης των διεθνών διαφορών»(5) ενώ οι παραδουνάβιες ηγεμονίες περιήλθαν υπό την υψηλή κυριαρχία της Πύλης.
Η Ναυτική Δήλωση της 16ης Απριλίου 1856
Οι Πληρεξούσιοι των Μεγάλων Δυνάμεων θεώρησαν σημαντικό στα πλαίσια της Συνθήκης να θεσπίσουν και κοινώς αποδεκτούς κανόνες ναυτικού δικαίου που έως τότε ήταν κατά τόπους εθιμικό, αποτελώντας αντικείμενο τεράστιων διαφωνιών. Προέβησαν λοιπόν στην Ναυτική Δήλωση της 16ης Απριλίου του 1856, υπό την μορφή συμφωνημένης Διακήρυξης, επιδιώκοντας να εισάγουν κάποιες σταθερές αρχές στις διεθνής σχέσεις όσον αφορά τον κατά θάλασσα πόλεμο.(6)Σύμφωνα με αυτήν τα Διπλώματα Καταδρομής σε ιδιώτες που δρουν από εξοπλισμένα εμπορικά θα ήταν πλέον απαγορευμένα. Η δε ουδέτερη σημαία θα κάλυπτε πλέον τα εμπορεύματα του εχθρού, εξαιρουμένων αυτών που θα ήταν αντικείμενο λαθρεμπορίου. Η κατάσχεση του ουδέτερου φορτίου σε εχθρικό πλοίο θα απαγορεύονταν επίσης ενώ πλέον ορίζονταν και ο χαρακτήρας της έννοιας του ναυτικού αποκλεισμού. Του ναυτικού αποκλεισμού δηλαδή που για να είναι δεσμευτικός για την δημιουργία έννομων αποτελεσμάτων, έπρεπε να είναι αποτελεσματικός, δηλαδή να διατηρείται από μια δύναμη ικανή πραγματικά να εμποδίσει την πρόσβαση στην ακτή του εχθρού.(7)
Η διακήρυξη αυτή δέσμευε με τον τρόπο αυτό τα κράτη που την υπέγραψαν να μην χρησιμοποιούν ιδιώτες σε ρόλο κουρσάρου, σε μια εποχή μάλιστα που πολλά κράτη τους θεωρούσαν ούτως ή άλλως πειρατές. Την διακήρυξη αυτή υπόγραψαν τελικά τα αμέσως επόμενα χρόνια 55 συνολικά κράτη ανάμεσά τους ευρωπαϊκά και μη όπως η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία, η Πρωσία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ελλάδα αλλά και η Βραζιλία, η Αϊτή, η Γουατεμάλα και άλλα. Δημιουργήθηκε έτσι σε περίοδο ειρήνης ένα πρώτο corpus καθιερωμένων κανόνων ναυτικού δικαίου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης δεσμεύοντας τους σε αυτούς, αντιπροσωπεύοντας ένα πολύπλοκο και πολυεπίπεδο εγχείρημα κωδικοποίησης κανόνων που θα ίσχυαν σε περίπτωση πολέμου.
Βιβλιογραφία
· Χριστοδουλίδης, Θ. (2004), Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων, από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες 1815-1919, Αθήνα: Σιδέρης.
· Κολιόπουλος, Ι.Σ. (1995), Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία 1789-1945, Από την Γαλλική Επανάσταση μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
· www.international Committe of Red Cross/Declaration Respecting Maritime Law. Paris, 16 April 1856.
- [1] Χριστοδουλίδης (2004) 168
- [2] Κολιόπουλος (1995) 195
- [3] Χριστοδουλίδης (2004) 173
- [4] Κολιόπουλος (1995) 199
- [5] Χριστοδουλίδης (2004) 180
- [6] Χριστοδουλίδης (2004) 180
- [7] www.international Committe of Red Cross/Declaration Respecting Maritime Law. Paris, 16 April 1856.
Μιχάλης Κατσικαρέλης, Ιστορικός