Στο αντικείμενο της Εγκληματολογίας, ως κλάδου της Νομικής Επιστήμης, θεμελιώδεις είναι φυσικά οι έννοιες του “εγκληματία” και του “εγκλήματος”. Πυρήνας της Εγκληματολογίας είναι η μελέτη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του ατόμου που έχει διαπράξει μια αξιόποινη πράξη καθώς και αυτά της εν λόγω πράξης. Η μελέτη αυτή αξιοποιεί διάφορες μεθόδους και είναι σφαιρική, με ιδιαίτερη προσοχή να δίνεται στα κοινωνικά, πολιτιστικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του εγκληματία αλλά και στο πως αυτά τον διαχωρίζουν από το περίγυρο του καθιστώντας την αξιόποινη συμπεριφορά του αντικοινωνική (1) , και ταυτόχρονα τον εντάσσουν σε ένα ευρύτερο υποσύνολο ανθρώπων με τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα που επιδίδονται σε παρεμφερείς αντικοινωνικές και ποινικά κολάσιμες δραστηριότητες.
Ασφαλέστερος από τους πολλούς και συνεχώς εναλλασσόμενους ορισμούς του “εγκληματία”, είναι κατά τον Σ. Αλεξιάδη, ο άνθρωπος ο οποίος επιδίδεται σε πράξεις οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί από ποινικό δικαστήριο, με βάση τη σχετική νομοθεσία, ως εγκλήματα. Επομένως ως εγκληματίες ορίζονται αυστηρά τα άτομα τα οποία έχουν κριθεί ένοχα για αξιόποινες πράξεις ενώπιον δικαστηρίου της συγκεκριμένης αρμοδιότητας και με βάση ποινικούς νόμους. Οι εγκληματίες δε χωρίζονται σε κατηγορίες μόνο με βάση τα εγκλήματα για τα οποία έχουν κριθεί ένοχοι, άλλα και της ποινής που έχουν κληθεί να εκτίσουν, αν έχουν καταδικαστεί σε κάποια ποινή (2) . Στη προκειμένη περίπτωση θα ασχοληθούμε με τους εγκληματίες στους οποίους έχει επιβληθεί η ποινή στέρησης της ελευθερίας, και κρατούνται σε σωφρονιστικά καταστήματα. Η συγκεκριμένη ποινή και ο τρόπος έκτισης της προβλέπεται από το ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα, το οποίο διέπεται απο το σωφρονιστικό δίκαιο .
Ως σωφρονιστικό δίκαιο ορίζεται το σύνολο κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκταση των ποινικών κυρώσεων και όλων των συναφών θεμάτων, δηλαδή την οργάνωση των σωφρονιστικών καταστημάτων, τη μεταχείριση των κρατουμένων, την κατάσταση του προσωπικού κλπ, και του οποίου οι φιλοσοφικές βάσεις και λεπτομερής λειτουργία θα αναλυθούν παρακάτω. Το σωφρονιστικό σύστημα στην Ελλάδα αποτελεί τη δομή και τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την εκτέλεση των ποινών και των μέτρων ασφαλείας κατά της ελευθερίας. Βασίζεται σε γενικές αρχές που προέρχονται από το Σύνταγμα, διεθνείς συμβάσεις, νόμους και προεδρικά διατάγματα. (3)
Οι πράξεις που τιμωρούνται με φυλάκιση, από την άλλη, αναφέρονται στο Νέο Ποινικό Κώδικα, και ο χρόνος έκτισης της ποινής ποικίλει ανάλογα με τη σοβαρότητα της πράξης, ξεκινώντας με ποινές έως και τρία με πέντε χρόνια, για άτομα με “λευκό” ποινικό μητρώο ή καταδικασμένα σε προηγούμενες ποινές οι οποίες αθροιστικά να μην υπερβαίνουν το ένα έτος. Η έκτιση της συγκεκριμένης ποινής λαμβάνει χώρα σε σωφρονιστικά καταστήματα.
Το σωφρονιστικό κατάστημα είναι μια ελληνική δημόσια υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (4). Η υπηρεσία αυτή είναι υπεύθυνη για την εσωτερική λειτουργία, την εσωτερική φρούρηση και τη τήρηση της τάξης στα καταστήματα κράτησης, δηλαδή στις φυλακές. Ο νέος Κώδικας έχει προβλέψει αλλαγές που ενισχύουν το Σωφρονιστικό Σύστημα, στοχεύοντας στη βελτίωση των συνθηκών κράτησης, την επανόρθωση των κρατουμένων και τη κοινωνική τους επανένταξη. Στη παρούσα εργασία θα εξεταστούν, επομένως, αφενός ο τρόπος λειτουργίας των φυλακών έτσι όπως προβλέπεται από το σωφρονιστικό κώδικα και τα δικαιώματα των κρατουμένων, αφετέρου τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν παραβάσεις του κώδικα αλλά και των δικαιωμάτων αυτών. Θα εξεταστεί λοιπόν στο σύνολο του ο τρόπος διαβίωσης των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές και το πως αυτός σε ορισμένες περιπτώσεις αντιβαίνει στις ενωσιακές και διεθνείς οδηγίες για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κρατουμένων.
Στόχος της επιλογής του συγκεκριμένου θέματος είναι ακριβώς για να διαφωτιστεί το εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα της μεταχείρισης των κρατουμένων, αλλά και να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και η επιβολή ποινής στον εγκληματία δεν αποτελεί ολοκληρωμένη διαδικασία αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, καθώς εξίσου σημαντική είναι και η αποτελεσματικότητα της ποινής αυτής, δηλαδή , αν είναι εφικτό, η κοινωνική του επανένταξη. Αξίζει να γίνει κατανοητό πως το γεγονός ότι η στέρηση της ελευθερίας αποτελεί “ποινή”, και επομένως έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, δεν αναιρεί τη πρόθεση του νομοθέτη η ποινή αυτή να λειτουργήσει σωφρονιστικά και επιμορφωτικά και όχι βασανιστικά για τον δράστη, κάτι το οποίο γίνεται εμφανές από το εύρος των δικαιωμάτων που παραχωρεί ακόμα και στους πολίτες που έχουν παραβεί το νόμο και η ελευθερία τους αποτελεί κίνδυνο για τη κοινωνία.
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η διάρθρωση και η λειτουργία του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος, θα αναλυθούν στο πρώτο μέρος της εργασίας αυτής, διότι αποτελούν ξεχωριστή θεματική ενότητα που αφορά τη κατανόηση διαδικαστικών ζητημάτων που σχετίζονται με το γενικότερο θέμα των ελληνικών φυλακών.
Το δεύτερο μέρος θα ασχοληθεί τα δικαιώματα των κρατουμένων και τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν εντός των καταστημάτων κράτησης, και επομένως με τις παραβάσεις των δικαιωμάτων αυτών.
Στόχος της διάρθρωσης αυτής είναι να διαχωριστούν αυτά τα δύο σκέλη ώστε να δοθεί έμφαση στο κάθε ένα ξεχωριστά και η παράβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κρατουμένων να γίνει κατανοητή ως μια εξαιρετικά σημαντική προέκταση του γενικότερου ζητήματος της μεταχείρισης των κρατουμένων και ειδικότερα ως το κομμάτι εφαρμογής των θεωρητικών κανόνων που αναλύθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο.
1. Βλ. Anesov, G. “Principles of criminology” εκδ. Progress publishers, Moscow 1989, όπως αναφέρεται από τον Γιάννη Π. Πανούση στο έργο του “Θεμελιώδη ζητήματα εγκληματολογίας” εκδ. Σάκκουλα, 200, σελ. 100 υποσημείωση 210
2. Αλεξιάδης Στ “Εγκληματολογία” Ε’ Έκδοση, εκδ. Σάκκουλας, 2011, σελ 150
4. Προεδρικό Διάταγμα 96/2017 – ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ, ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ, ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΠΟΘΗΚΗ ΥΛΙΚΟΥ ΦΥΛΑΚΩΝ (ΚΑΥΦ), αρ. 21 π. 1
Διαβάστε ολόκληρη την ερευνητική εργασία εδώ:
Bασιλική Γαρυφάλλου, Φοιτ΄ήτρια Νομικής