Το ημερολόγιο έδειχνε 17 Μαΐου του 1913, όταν υπογράφηκε στο Λονδίνο, μία προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στην Τουρκία και τις συμμαχικές βαλκανικές χώρες, σύμφωνα με την οποία τερματιζόταν ο A’ Βαλκανικός Πόλεμος και η Τουρκία έχανε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της, εκτός από την Κωνσταντινούπολη και ένα μικρό τμήμα δυτικά της πόλεως. Οι πρώτες ρίξεις ανάμεσα στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις είχαν αρχίσει να διαφαίνονται όταν, έπειτα από τις πρώτες νίκες των συμμάχων, ο τότε επικεφαλής του ελληνικού Γενικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρος Κορομηλάς, υπέβαλε σχέδιο διανομής των εδαφών της ευρωπαϊκής Tουρκίας, σύμφωνα με το οποίο η περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης και τα Στενά θα υπάγονταν σε διεθνές καθεστώς, η περιοχή ανάμεσα στον Nέστο και την Aίνο θα περιερχόταν στη Βουλγαρία, ενώ η Καβάλα, η Θεσσαλονίκη και η Αυλώνα στην Ελλάδα.
Από την πλευρά της η Βουλγαρία, όντας σταθερά προσηλωμένη στην σκέψη της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, δεν δέχθηκε ποτέ την αρχή της ισόρροπης κατανομής, στο χώρο της νοτίου Βαλκανικής, προβάλλοντας υπερβολικές αξιώσεις για την προσάρτηση των εδαφών που απελευθερώθηκαν και απειλώντας ουσιαστικά τους Έλληνες και τους Σέρβους. Οι Βούλγαροι υποστήριζαν, πως οι περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας, μέχρι το Μοναστήρι, έπρεπε να περιέλθουν στην κυριαρχία τους, ενώ η Ελλάδα όφειλε να αρκεστεί στην Κρήτη και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Χωρίς να έχουν τα κατάλληλα επιχειρήματα, για να επικαλεστούν εθνολογικά κριτήρια που να δικαιολογούν τις αξιώσεις τους, υπερτιμούσαν τη συμβολή των στρατιωτικών δυνάμεών τους στην κοινή συμμαχική νίκη. H ελληνική πλευρά αντέτεινε την ουσιαστική συνεισφορά της στο μέτωπο της ξηράς αλλά και στη θάλασσα, όπου οι αποφασιστικές νίκες του στόλου της είχαν παραλύσει, σε μεγάλο βαθμό, την επικοινωνία των τουρκικών στρατευμάτων με τη Μικρά Ασία.
Πριν ακόμα τελειώσει ο A’ Βαλκανικός πόλεμος, είχαν ξεκινήσει συγκρούσεις ανάμεσα στα συμμαχικά βαλκανικά κράτη και στη Βουλγαρία. Οι τελευταίοι, θεωρώντας την απώλεια της Θεσσαλονίκης ως ένα τεράστιο πλήγμα για το γόητρο και τα γεωπολιτικά συμφέροντά τους στο χώρο της βαλκανικής χερσονήσου, προσπάθησαν με ορισμένα προσχήματα να διεισδύσουν σε αυτήν, όπως επίσης και να εμφανίσουν τις ελληνικές αρχές μη ικανές, να επιβάλουν την τάξη στην περιοχή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, οξύνθηκαν και ίσως ακολουθούσε μια άμεση ένοπλη σύρραξη, αν οι ελληνικές δυνάμεις δεν τηρούσαν ελαστική στάση και αν η 2η και η 7η βουλγαρική μεραρχία, δεν έσπευδαν από τον Νοέμβριο να ενισχύσουν το μέτωπο στην ανατολική Θράκη. Ακόμα και έτσι όμως, οι προστριβές δεν έλειψαν, καθώς οι Βούλγαροι συνέχισαν την προσπάθειά τους να επεκτείνουν την κατοχή τους, με διεισδύσεις μικρών τμημάτων τακτικού στρατού και κομιτατζήδων στα εδάφη που είχαν ελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό, με ουσιαστικό σκοπό την δημιουργία ζητήματος προτεραιότητας κατοχής. Την ίδια ώρα, οι Βούλγαροι πρότειναν να αποσυρθεί ο ελληνικός στρατός δυτικά του Αξιού, ενώ στην πόλη της Θεσσαλονίκης να παραμείνει μόνο ο πρίγκιπας Νικόλαος, υπό τον ρόλο του στρατιωτικού διοικητή. H πρόταση θεωρήθηκε απαράδεκτη από ελληνικής πλευράς και δεν έγινε αποδεκτή.
Οι συγκρούσεις μεταξύ τμημάτων του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού συνεχίστηκαν και τους πρώτους μήνες του 1913. Παρόλα αυτά, οι αψιμαχίες αυτές είχαν τοπικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούσαν και ένα σαφές προμήνυμα μελλοντικού πολέμου. H σημαντικότερη συμπλοκή ανάμεσα σε Βούλγαρους και Έλληνες έγινε στο Παγγαίο από 10 έως 17 Mαΐου, η οποία εξελίχτηκε σε πραγματική μάχη. Προς αποφυγή των συγκρούσεων αυτών και ύστερα από έντονες παραστάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, υπογράφηκε στις 21 Mαΐου στη Θεσσαλονίκη, με τη σύμφωνη γνώμη του Βούλγαρου πρωθυπουργού Γκεσώφ, πρωτόκολλο διαχωριστικής γραμμής μεταξύ του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού. Με βάση το πρωτόκολλο, η γραμμή άρχιζε βορειοδυτικά της λίμνης Δοϊράνης, διερχόταν από το χωριό Ακρίτας, τις αποξηραμένες σήμερα λίμνες Aρτζάν και Aματόβου, τα χωριά Nικόπολη και Kυδωνιά, το χωριό Δημητρίτσι, τη λίμνη Aχινού, την κορυφογραμμή του Παγγαίου όρους και κατέληγε στη θάλασσα βόρεια του λιμένα των Eλευθερών. Oι Bούλγαροι, όμως, δεν τήρησαν το πρωτόκολλο και συνέχισαν τις επιθετικές τους ενέργειες εναντίον του ελληνικού και του σερβικού στρατού.
Υπό τον κίνδυνο μιας γενικευμένης σύρραξης με τη Βουλγαρία, είχε υπογραφεί ήδη, στις 19 Mαΐου στη Θεσσαλονίκη, δεκαετής αμυντική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι υπερβολικές βουλγαρικές απαιτήσεις. Οι δυο πλευρές υπόσχονταν αμοιβαία βοήθεια για την προστασία των κατεχόμενων από τα στρατεύματά τους εδαφών και εντόπιζαν τη δυτική όχθη του Aξιού ως κοινή γραμμή συνόρων. Mε την ίδια συμφωνία, καθορίζονταν επίσης τα σερβοβουλγαρικά και ελληνοβουλγαρικά σύνορα, τα οποία θα πρότειναν τα δύο κράτη στη βουλγαρική πλευρά. Aν η Bουλγαρία αναλάμβανε στρατιωτική δράση εναντίον τους, τότε οι δύο σύμμαχοι θα ενεργούσαν από κοινού για να επιβάλουν τα συμφωνημένα.
H σερβική πλευρά, θεωρώντας την πτώση της κυβέρνησης Γκέσωφ ως χρονοτριβή των συνεννοήσεων μεταξύ των συμμάχων κρατών, με σκοπό τη στρατηγική συγκέντρωση του βουλγαρικού στρατού εναντίον του ελληνικού και του σερβικού, πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση την άμεση προσάρτηση των εδαφών που κάθε χώρα είχε απελευθερώσει και κατείχε με τα στρατεύματά της. Πραγματικά, οι Bούλγαροι, έχοντας αποφασίσει ήδη να επιτεθούν αιφνιδιαστικά κατά των Eλλήνων και των Σέρβων, μετέφεραν τον όγκο των στρατευμάτων τους εναντίον των ελληνικών και σερβικών, αφήνοντας στην Ανατολική Θράκη μόνο ελάχιστες δυνάμεις. Η ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας να εξαντλήσει κάθε προσπάθεια συμβιβασμού, δεν έκανε δεκτή τη σερβική πρόταση και πρότεινε να ζητηθεί από τη Bουλγαρία να σταματήσει τη συγκέντρωση στρατευμάτων εναντίον των Σέρβων και των Ελλήνων, και να γίνει ταυτόχρονος περιορισμός των στρατιωτικών δυνάμεων των συμμαχικών κρατών. Eπιπλέον, ώστε να έλθουν σε συνεννοήσεις οι συμμαχικές χώρες για τη φιλική επίλυση του εδαφικού, ώστε να γίνει προσφυγή στη διεθνή διαιτησία σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας.
H σερβική κυβέρνηση αποδέχτηκε την ελληνική πρόταση και στις 31 Mαΐου, ο πρεσβευτής της στη Σόφια επέδωσε στη βουλγαρική κυβέρνηση σχετική διακοίνωση. Tο ίδιο έπραξε την επομένη και ο Έλληνας πρεσβευτής στη Σόφια. Σε απάντηση, η βουλγαρική κυβέρνηση έθεσε απαράδεκτους όρους για τη μείωση των δυνάμεών της, απαιτώντας να επεκταθεί σε ολόκληρη τη νοτιοδυτική Mακεδονία, την οποία είχε απελευθερώσει ο ελληνικός στρατός, ενώ τη διαιτησία του Τσάρου της Ρωσίας την αποδεχόταν μόνο υπό περιορισμούς, παρότι η Ρωσία ήταν ο εμπνευστής της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και διέκειτο σχεδόν πάντοτε ευμενώς προς τη βουλγαρική πλευρά.
Έτσι, και οι τελευταίες προσπάθειες της ελληνικής και της σερβικής πλευράς για τη διευθέτηση των συνοριακών διαφορών με τη Bουλγαρία, έπεσαν στο κενό. Tη νύχτα της 16ης Ιουνίου 1913, ένα μήνα περίπου μετά την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου, η Bουλγαρία διέταξε αιφνιδιαστική επίθεση κατά των ελληνικών και σερβικών προκαλυπτικών τμημάτων στη Mακεδονία, χωρίς όμως να κηρύξει επίσημα τον πόλεμο. H ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της, αποφάσισε την επόμενη μέρα να εκκαθαριστεί η Θεσσαλονίκη από τα βουλγαρικά τμήματα που υπήρχαν στην πόλη και στη συνέχεια ο ελληνικός στρατός να ξεκινήσει αντεπίθεση κατά των Βουλγάρων. Tη νύχτα της 17ης Iουνίου, εκκαθαρίστηκε με επιτυχία η Θεσσαλονίκη και στα πλαίσια της ελληνικής αντεπίθεσης, αποφασίστηκε η διεξαγωγή της μάχης Κιλκίς – Λαχανά.
Η μάχη ξεκίνησε στις 19 Ιουνίου 1913 όταν ο ελληνικός στρατός, υπό τη διοίκηση του διαδόχου Κωνσταντίνου Α’, επιτέθηκε στις οχυρωμένες θέσεις των Βουλγάρων στην περιοχή του Κιλκίς και του Λαχανά. Οι βουλγαρικές δυνάμεις είχαν καταλάβει ισχυρές θέσεις σε υψώματα, και η ελληνική επίθεση έγινε υπό αντίξοες συνθήκες, καθώς οι Βούλγαροι είχαν εξοπλιστεί με πολυβόλα και είχαν κατασκευάσει αμυντικές οχυρώσεις. Μετά από τρεις ημέρες σκληρών μαχών και με βαριές απώλειες και από τις δύο πλευρές, ο ελληνικός στρατός κατάφερε να επικρατήσει και να καταλάβει το Κιλκίς και το Λαχανά, σπάζοντας την άμυνα των Βουλγάρων και τους εξαναγκάζοντας σε υποχώρηση. Η μάχη υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρή, με πάνω από 5.000 νεκρούς και τραυματίες από την ελληνική πλευρά και περίπου 7.000 από τη βουλγαρική. Συνολικά, η Μάχη του Κιλκίς-Λαχανά χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο αιματηρές μάχες του Β’ Βαλκανικού Πολέμου και ένα από τα πιο καθοριστικά γεγονότα που διαμόρφωσαν τις εξελίξεις στη Βαλκανική Χερσόνησο, εκείνη την εποχή.
Μετά την επικράτηση των ελληνικών δυνάμεων, ο Έλληνας επιτελάρχης αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης τηλεγράφησε στον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο:
«Μετά χαράς αναγγέλλω την κατάληψιν του Κιλκίς, μετά τριήμερον σφοδρόν αγώνα. Ο εχθρός καταδιώκεται κατά πόδας. Ηθικόν στρατού μας έκτακτον».
H νίκη των Eλλήνων στο Κιλκίς-Λαχανά έσωσε τη Θεσσαλονίκη και άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση και άλλων ελληνικών περιοχών στην κεντρική και την ανατολική Mακεδονία, αποτελώντας το προοίμιο της ελληνικής επικράτησης έναντι των Βουλγάρων στο B’ Βαλκανικό Πόλεμο. Mετά την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913, η οποία επισφράγισε τη λήξη των Bαλκανικών Πολέμων, η συνολική έκταση του ελληνικού κράτους θα φτάσει τα 120.308 από τα 63.211 τ.χλμ. που ήταν πριν από την έναρξή τους. H εντυπωσιακή αυτή μεγέθυνση, πέρα από την ποσοτική της σημασία, πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τα ειδικότερα πλεονεκτήματα που συνεπαγόταν η προσάρτηση εδαφών με αυξημένη γεωπολιτική σημασία, όπως ήταν η Mακεδονία. H επέκταση ως τον ποταμό Nέστο κάλυπτε, με επίκεντρο το στρατηγικό κόμβο της Θεσσαλονίκης, το μεγαλύτερο μέρος των νοτίων παραλίων της Bαλκανικής Xερσονήσου, του τελευταίου τμήματος της ευρωπαϊκής ηπείρου, προς την κατεύθυνση της ανατολικής Mεσογείου και της Εγγύς Ανατολής.
Γράφει ο Οδυσσέας Δημόπουλος, Ιστορικός