Πολιτικό υπόβαθρο και ιστορικό πλαίσιο του Νέου Δρόμου του Μεταξιού
Η δεκαετία του 2010 χαρακτηρίζεται από σινολόγους και πολιτικούς αναλυτές ως μια από τις πιο κομβικές δεκαετίες, όσον αφορά στη δημιουργία πολιτικών εξελίξεων στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Κίνας. Εξελίξεις που επηρέασαν καθοριστικά τη διαδικασία ανάδειξης νέου πολιτικού προσήμου και τη χάραξη μια νέας αναβαθμισμένης εξωτερικής πολιτικής της Λαϊκής Δημοκρατίας. Το 2013 αποτέλεσε έτος- σταθμό για την πολιτική πραγματικότητα της Κίνας, όταν ο Σι Τσι Πινγκ αναδείχθηκε ο 7ος Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας .
Η προεδρία του Σι χαρακτηρίζεται από μια νέα αντίληψη για τον ρόλο που πρέπει να κατοχυρώσει η Κίνα στο παγκόσμιο σύστημα οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης κι εκφράζει τη δυσαρέσκεια της νέας κινέζικης ηγεσίας για τον περιορισμένο βαθμό συμμετοχής της στο ευρύτερο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι. Ακολουθώντας αυτό το πολιτικό πλαίσιο, σε μια προγραμματισμένη επίσκεψη στο Καζακστάν το ίδιο έτος, θέλοντας να δημιουργήσει ένα κολοσσιαίο κατασκευαστικό έργο που θα λειτουργήσει ως ορόσημο για την προεδρία του, ο πρόεδρος Σι ανακοίνωσε με κάθε επισημότητα την αναβίωση του αρχαίου δρόμου του μεταξιού. Σκοπός του η δημιουργία ενός νέου παγκόσμιου εμπορικού δικτύου,στο οποίο η χώρα του θα κατέχει πρωταρχικό ρόλο.

Πηγή Εικόνας: Dave Simmonds (2016),
https://www.economist.com/china/2016/07/02/our-bulldozers-our-rules
Όταν αναφερόμαστε στον νέο δρόμο του μεταξιού η αλλιώς στο OBOR (One Belt One Road Initiative), όπως είναι η διεθνής επίσημη ονομασία του, αναφερόμαστε σε ένα mega-project αποτελούμενο από πολλά, αυτόνομα, κατασκευαστικά έργα υποδομής (τα οποία ως σύνολο και όχι ως ξεχωριστές μονάδες), φιλοδοξούν να δημιουργήσουν μια παγκόσμια εμπορική πλατφόρμα.
Ο Νέος δρόμος του Μεταξιού αποτελεί το μεγαλύτερο επενδυτικό και κατασκευαστικό εγχείρημα που τέθηκε ποτέ προς υλοποίηση. Θα επηρεάζει έμμεσα ή άμεσα το 63% του παγκόσμιου πληθυσμού (4,4 δισεκατομμύρια) ενώ το συνολικό-συγκεντρωτικό ΑΕΠ των χωρών μελών του εγχειρήματος θα ξεπερνά το 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Οι κύριες εμπορικές διαδρομές του Νέου Δρόμου του Μεταξιού

Η επίσημη κινέζικη ρητορική και οι πραγματικές πολιτικές φιλοδοξίες πίσω από το εγχείρημα
Μετά την ανακοίνωση του εγχειρήματος, η κινέζικη ρητορική έδωσε έμφαση στα ευρύτερα μακροοικονομικά οφέλη, τα οποία θα δημιουργηθούν από την περαιτέρω απελευθέρωση του εμπορίου. Η μείωση των εμπορικών ανισοτήτων, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών των αντίστοιχων χωρών, θα δημιουργήσει ένα νέο πρότυπο εμπορικής και οικονομικής πραγματικότητας, που θα διαμορφωθεί σύμφωνα με τα κινέζικα πρότυπα ανάπτυξης.
Ο ίδιος ο πρόεδρος Σι, κατά τη διάρκεια του 19ου Εθνικού συμβουλίου του Κομμουνιστικού Κόμματος (ανώτατο όργανο πολιτικής εξουσίας) ανέφερε χαρακτηριστικά : ‘’ Η Κίνα ανέκαμψε, έγινε πλούσια και δυνατή και από εδώ και στο εξής ανοίγει ένα νέο μονοπάτι συνεργασίας με αναπτυσσόμενες χώρες». Ταυτόχρονα δεσμεύτηκε πως μέχρι το 2049 η Κίνα θα αποτελεί μια παγκόσμια υπερδύναμη (global superpower) που θα δύναται να επηρεάσει και να καθορίσει τα πρότυπα του παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης. Πίσω από αυτές τις δηλώσεις, αντανακλάται η διάθεση της νέας πολιτικής ηγεσίας, που αποσκοπεί στην ανάδειξη της Κίνας, ως πυλώνα ασφάλειας, σταθερότητας και ανάπτυξης, αρχικά σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο (regional level) και μετέπειτα σε παγκόσμιο ηγέτη (global leader).
Υπό αυτό το πρίσμα ανάλυσης γίνεται αντιληπτή η προσπάθεια της κινέζικης πλευράς να υποβαθμίσει τον γεωοικονομικό (geoeconomic) χαρακτήρα και να εστιάσει στη θετική οικονομική διάσταση. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που μεγάλο μέρος της παγκόσμιας, πολιτικής και ακαδημαϊκής κοινότητας αναγνωρίζει την αμφιλεγόμενη φύση του εγχειρήματος.
Το πραγματικό διακύβευμα πίσω από το εγχείρημα και οι ανησυχίες της Δύσης
Παρόλα τα πολλαπλά, πραγματικά οικονομικά οφέλη τόσο για την Κίνα όσο και για τις χώρες που αποτελούν μέρος του δρόμου, και την αιχμή του δόρατος της κινέζικης προπαγάνδας, η πραγματικότητα δείχνει να διαφέρει. Μέσα από τον νέο δρόμου του μεταξιού η Κίνα δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε να ξεπεράσει δικά της δομικά προβλήματα και παθογένειες, αυξάνοντας σημαντικά την επιρροή της. Παρότι η κινέζικη οικονομία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα και αναμένεται να ξεπεράσει την πρώτη, αυτή των ΗΠΑ, μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, το γεγονός αυτό δεν αντικατοπτρίζει πλήρως την πραγματικότητα.
Οι δέκα μεγαλύτερες οικονομίες για τα έτη 2019-2020

Ναι μεν η Κινεζική οικονομία αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από αυτούς των ΗΠΑ (6,1 % έναντι 2.1% των ΗΠΑ για το 2019) εξαιτίας όμως του ιδιαίτερου μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθεί, καθιστά αναγκαίο έναν ιδιαίτερο χειρισμό, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι αντίστοιχοι ρυθμοί ανάπτυξης για το έτος 2010 άγγιξαν το 10,1%. Σε συνδυασμό με το πληθυσμιακό πρόβλημα και την έντονη αστικοποίηση, γίνεται αισθητή η ανάγκη για επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, που θα είναι ικανοί να δημιουργήσουν τις συνθήκες, ώστε να απορροφηθεί αποτελεσματικά το υπέρ-πλεονασματικό εργατικό δυναμικό.
Ενδεικτικά από το 1982 έως το 2018 ο αστικός πληθυσμός της Κίνας παρουσίασε ποσοστιαία αύξηση της τάξης του 38,45% (από το 21,13% εκτοξεύτηκε στο 59,58%) με 831,37 εκατομμύρια ανθρώπους να μένουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ μόνο για το έτος 2019, 15 εκατομμύρια άνθρωποι αποτέλεσαν εσωτερικούς μετανάστες, στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθεια εύρεσης εργασίας.
Το παραπάνω γεγονός της επιβράδυνσης των οικονομικών ρυθμών ανάπτυξης, οδήγησε την Κίνα να υιοθετήσει μια επεκτατική ‘’κεϋνσιανή’’ οικονομική πολιτική. Κύριο συστατικό της η αύξηση των κρατικών δαπανών και η χρηματοδότηση πολλών κατασκευαστικών έργων, με σκοπό την τόνωση της εγχώριας παραγωγής. Ο κατασκευαστικός αυτός οργασμός ναι μεν αύξησε ακαριαία την παραγωγή κατασκευαστικών υλικών (χάλυβας, τσιμέντο, αλουμίνιο, άνθρακας, πετροχημικά) που αποτελούν τον πυλώνα της κινέζικης βιομηχανίας αλλά από την άλλη προκάλεσε τα εξής δυσάρεστα αποτελέσματα:
Αφενός συντέλεσε στην αύξηση του κινέζικου δημοσίου χρέους και αφετέρου η ποσότητα των υλικών ήταν τόσο μεγαλύτερη από τις πραγματικές ανάγκες, ώστε δεν κατέστη ικανό να απορροφηθεί από την εγχώρια αγορά (overcapacity problems).
Λαμβάνοντας υπόψη τις τεράστιες κατασκευαστικές ανάγκες για δημιουργία νέων υποδομών, που εμπεριέχει το εγχείρημα του ‘’δρόμου’’ σε συνδυασμό με το γεγονός πως κινέζικες εταιρείες έχουν αναλάβει την εκτέλεση των έργων, αναδεικνύεται η συμβολή του νέου δρόμου του μεταξιού.
Όπως φαίνεται και στην παρακάτω γραφική απεικόνιση (πράσινο πεδίο), για να γίνει ευκολότερα αντιληπτή η σπουδαιότητα του εγχειρήματος, το 2006 οι συνολικές εξαγωγές της Κίνας σε χώρες μέλη του ‘’δρόμου’’ αντιστοιχούσαν στο 24% των συνολικών της εξαγωγών,ενώ αντίστοιχα το 2013, αμέσως μετά την ανακοίνωση του εγχειρήματος, το ποσοστό αυτό άγγιξε το 31%.

Το γεωοικονομικό σκέλος του νέου δρόμου του μεταξιού
Οι κύριες ανησυχίες της Δύσης δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο εμπορικό σκέλος του εγχειρήματος που αναμφίβολα θα ενδυναμώσει την εξαγωγικά προσανατολισμένη κινέζικη οικονομία. Όπως προείπαμε, ο δρόμος του μεταξιού αποτελείται από πολλά αυτόνομα, μεταξύ τους, έργα σε διαφορετικές χώρες, που συνοδεύονται από κινέζικη χρηματοδότηση αλλά και από την εκάστοτε συμβολή της αντίστοιχης εθνικής οικονομίας. Το γεγονός ότι οι κύριοι αποδέκτες των κινέζικων χρηματικών πακέτων είναι αναπτυσσόμενες χώρες, με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και περιορισμένο ΑΕΠ, δημιουργεί αμφιβολίες για την βιωσιμότητα αυτών των δανείων.
Το Τζιμπουτί, το Κιργιστάν, το Λάος, η Μογγολία, οι Μαλβίδες, το Μαυροβούνιο, το Τατζικιστάν αλλά και το Πακιστάν είναι κάποιες από τις χώρες, που φαίνεται να είναι δέσμιες στην επεκτατική οικονομική πολιτική της Κίνας, η οποία εκφράζεται από την παροχή δανείων αμφιβόλου εξυπηρετησιμότητας και διαφάνειας.Το υπεύθυνο Κέντρο για την παγκοσμία ανάπτυξη Center for Global development) σε πρόσφατη μελέτη του έδειξε ότι, όταν ολοκληρωθεί ο νέος δρόμος του μεταξιού, οι παραπάνω χώρες θα έχουν καταγράψει αύξηση του δημοσίου χρέους τους κατά 50% του τωρινού τους ΑΕΠ, ενώ το 40% του συνολικού τους χρέους θα ανήκει έμμεσα η άμεσα στην Κίνα. Έτσι εγείρονται ερωτήματα για το τι είναι διαθέσιμες αυτές οι χώρες να παραχωρήσουν στην Κίνα, σε περίπτωση που αδυνατούν να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Η περίπτωση της Σρι Λάνκα
Μετά την παύση του πυρός και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, που μάστιζε το μικρό νησί του Ινδικού ωκεανού, για σχεδόν 20 χρόνια (1983-2005), η νέα πολιτική ηγεσία που αναδείχθηκε, προσπάθησε να επανεκκινήσει την οικονομία του νησιού με κάθε τρόπο. Η Κίνα εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση αυτή και παρείχε άμεσα και σχετικά φθηνά, δανειακά κεφάλαια στη Σρι Λάνκα, υποκαθιστώντας πλήρως τους δυτικούς οικονομικούς θεσμούς και μηχανισμούς.
Παρόλα αυτά, όταν το 2015 αναδείχθηκε νέα πολιτική αρχή στο νησί (η προηγούμενη αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα διαφθοράς και αδιαφάνειας) αποκαλύφθηκαν τα σοβαρά δημοσιονομικά ελλείμματα της χώρας και η αδυναμία της να προβεί σε αποπληρωμή των δανειακών της υποχρεώσεων. Το εξωτερικό χρέος της Σρι Λάνκα ξεπερνούσε τα 46 δις US$, ποσό που αντιστοιχεί στο 57% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ παραπάνω από το 10% του συνολικού χρέους ανήκε στην Κίνα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η χώρα αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας ενώ ταυτόχρονα βρέθηκε στα πρόθυρα χρεοκοπίας.
Η Κίνα έδωσε τη λύση, προτείνοντας την ιδιωτικοποίηση (σε κινέζικη κρατικά ελεγχόμενη εταιρεία) του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας, το οποίο αποτελεί εμπορικό κόμβο και προοριζόταν να αναβαθμίσει συνολικότερα την οικονομία του νησιού. Έτσι το 2017 η Κίνα προχώρησε σε μια αναδιάρθρωση και επιμήκυνση του χρέους, με την πλευρά της Σρι Λάνκα να παραχωρεί το 70% του μετοχικού πακέτου του λιμανιού στην κινεζική εταιρεία CM Port (China Merchants Port) για τα επόμενα 99 χρόνια!
Η περίπτωση του Τζιμπουτί
Η περίπτωση του Αφρικανικού κράτους του Τζιμπουτί δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτή της Σρι Λάνκα, κάνοντας σαφείς τις αναθεωρητικές διαθέσεις της κινέζικης εξωτερικής πολιτικής.
Το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (2017), σε επίσημη έκθεσή του προειδοποίησε ότι η χώρα στην επόμενη 5αετία κινδυνεύει να βρεθεί σε δίνη κρίση -χρέους, αφού δεν είναι ικανή να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Μέχρι το 2017 η Κίνα είχε ήδη παράσχει το ποσό των 1,4 δις US$, ποσό που αντιστοιχεί στο 75% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση του ΔΝΤ, μετά την υπογραφή του μνημονίου συνεργασίας Τζιμπουτί –Κίνας, προκλήθηκε η εκτίναξη του εξωτερικού δημοσίου χρέους του Τζιμπουτί από το 50% στο 85% καθιστώντας το, τη χώρα με το πιο υψηλό και ‘’high-risk’’ δημόσιο χρέος, συγκριτικά με όλες τις χώρες χαμηλού- εισοδήματος (low income countries). Το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους εξακολουθεί να ανήκει σε τράπεζα κινέζικων συμφερόντων (China Exim Bank).
Το γεγονός που καθιστά την περίπτωση του Τζιμπουτί ιδιαίτερη είναι, ότι από το 2015 το αφρικάνικο κράτος αποτελεί τη μοναδική στρατιωτική βάση της Κίνας, εκτός Κίνας (overseas military base). Μια τοποθεσία που μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί, εφόσον αποτελεί στρατηγική και εμπορική θέση- κλειδί δημιουργώντας απευθείας δρομολόγια από και προς τη διώρυγα του Σουέζ.
Κίνα η πραγματικά κερδισμένη
Η Κίνα είναι η μόνη ολοκληρωτικά κερδισμένη χώρα από το εγχείρημα. Από τη μια καταφέρνει μέσω του δρόμου να λύσει δικές της ενδογενείς, οικονομικές παθογένειες αναβαθμίζοντας τη θέση ισχύος της, ενώ παράλληλα έχει ήδη καταφέρει να εντάξει στη σφαίρα επιρροής της χώρες που μέχρι πρότινος δεν ήταν. Ταυτόχρονα συνάπτοντας τις κατάλληλες οικονομικές συμφωνίες, κατάφερε να αναλάβει τον έλεγχο εθνικών πόρων ξένων χωρών αυξάνοντας σημαντικά τη δυναμική της και αλλάζοντας τις συνθήκες ισορροπίας ισχύος (balance of power).
Βιβλιογραφία:
- Hurley, J., Morris, S. and Portelance, G. (2018) Examining the Debt Implications of the Belt and Road Initiative from a Policy Perspective. Central for Global Development Policy Paper 121.[Online] Διαθέσιμο στο: https://www.cgdev.org/sites/default/files/examining-debt-implications-belt-and-road-initiative-policy-perspective.pdf
- Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. (2017) Djibouti Staff Report for the 2016 Article IV Consultation- Debt Sustainability Analysis. [Online] Διαθέσιμο στο: https://www.imf.org/external/pubs/ft/dsa/pdf/2017/dsacr1787.pdf
- National Development and Reform Commission. (2015) “Visions and Actions of Jointly Building Belt and Road.” [Online] Διαθέσιμο στο: http://en.ndrc.gov.cn/newsrelease/201503/t20150330_669367.html
Πηγές Γραφημάτων:
- ΟΟΣΑ (2018) The Belt and Road Initiative in the global trade, investment and finance landscape. Paris: OECD Publishing. [Online] Διαθέσιμο στο: https://www.oecd-ilibrary.org/sites/bus_fin_out-2018-6-en/index.html?itemId=/content/component/bus_fin_out-2018-6-en
- IG (2020) Top 10 largest economies in the world.[Online] Διαθέσιμο στο:https://www.ig.com/us/news-and-trade-ideas/top-10-largest-economies-in-the-world-190819
- MERICS China Mapping (2020)Mapping the Belt and Road initiative: this is where we stand.[Online] Διαθέσιμο στο: https://merics.org/en/analysis/mapping-belt-and-road-initiative-where-we-stand
- Dave Simmonds (2016) Economist [Online] Διαθέσιμο στο: https://www.economist.com/china/2016/07/02/our-bulldozers-our-rules
Παναγής Παναγιωτόπουλος, Οικονομολόγος -Διεθνολόγος
Πηγή Εικόνας: https://www.youtube.com/watch?v=-C5Tsw8H2Pk&ab_channel=NTheodoridouVEVO