Η μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό, συνδέεται με την απόσπαση των εργαζομένων από τα μέσα παραγωγής και με την σταδιακή μετατροπή της εργασίας σε εμπόρευμα. Οι εργάτες προκειμένου να επιβιώσουν υποχρεούνται να πουλούν την εμπορευματοποιημένη μορφή της εργασίας τους στους καπιταλιστές ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής οι οποίοι στοχεύουν στην κεφαλαιακή συσσώρευση μέσω της εκμετάλλευσης και της απόσπασης υπεραξίας από την εργατική δύναμη. Ο Μαρξ καταδεικνύει διαλεκτικά στο Κεφάλαιο την διαδικασία διαμόρφωσης του καπιταλισμού από την απλή συνεργασία στην μανιφακτούρα μέχρι το στάδιο ωριμότητας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής το οποίο ισοδυναμεί με την εκμηχανισμένη παραγωγή. Εντός του ώριμου καπιταλισμού η σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας εκφράζεται μέσω της αντίθεσης της κυριαρχίας της νεκρής αντικειμενοποιημένης παρελθούσας εργασίας η οποία αντιστοιχεί στον ιδιωτικό χαρακτήρα του κεφαλαίου ως συνιστώσα της ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής έναντι της ζωντανής κοινωνικής εργασίας η οποία παράγει τον υλικό πλούτο.
Με βάση τον Μαρξ, ο εμπορευματοποιημένος χαρακτήρας της εργασίας έχει αξία ισοδύναμη με την αξία των μέσων συντήρησης του εκάστοτε εργάτη. Για παράδειγμα ένας εργάτης μπορεί να παράγει την αξία των μέσων συντήρησής του σε 4 ώρες η οποία θα αντιστοιχεί στον μισθό του. Όμως το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει τον καπιταλιστή να τον αναγκάσει να δουλέψει για 8 ή 10 ώρες. Έτσι οι παραπάνω απλήρωτες ώρες εργασίας ισοδυναμούν με την απόσπαση υπεραξίας η οποία αποτελεί την βάση του κεφαλαιοκρατικού κέρδους.
Η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης υπό το πρίσμα της γενικευμένης κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων αποκρύπτεται, καθώς ο καπιταλισμός φαινομενικά αντιστοιχεί σε μια γενική συσσώρευση εμπορευματικών αγαθών. Για τον Μαρξ ο χαρακτήρας του εμπορεύματος είναι αινιγματικός. Αυτή η παρατήρηση τον οδηγεί στο να χαρακτηρίσει το εμπόρευμα με τον όρο “φετίχ”, ο οποίος όρος χρησιμοποιήθηκε από ανθρωπολόγους για να περιγράψουν τις πρακτικές πρωτόγονων κοινοτικών πολιτισμών, οι οποίοι συνήθιζαν να αποδίδουν σε κάποια αντικείμενα ιερές ή υπερφυσικές ιδιότητες οι οποίες στη συνέχεια γίνονταν αντιληπτές ως φυσικά τους γνωρίσματα. Παρομοίως, τα εμπορεύματα στην αστική κοινωνία παρουσιάζονται στην αγορά ως φυσικά ή αυθύπαρκτα.

Ο Μαρξ παρατηρεί ότι το βασικό γνώρισμα των εμπορευμάτων στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες είναι η χρηστική τους αξία. Όμως εντός του καπιταλισμού τα εμπορεύματα αποκτούν διττό αξιακό χαρακτήρα. Υπό το πρίσμα της εργασιακής θεωρίας της αξίας, ο Μαρξ υποδεικνύει ότι εντός του καπιταλισμού, ο μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή του εκάστοτε εμπορεύματος δημιουργεί και καθορίζει την ανταλλακτική αξία η οποία αποτελεί τον βασικό στόχο της εμπορευματικής παραγωγής. Για τον Μαρξ η συγκεκριμένη εργασία δημιουργεί την χρηστική αξία ενώ η ανταλλακτική αξία δημιουργείται από την αφηρημένη εργασία. Έτσι το εμπόρευμα συνιστά μια σχέση αντιφατικής ενότητας χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας.
Η χρηστική αξία χαρακτηρίζει όλα τα εμπορεύματα σε κάθε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Επομένως ο φετιχοποιημένος χαρακτήρας του εμπορεύματος θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανταλλακτική αξία η οποία έχει κυρίαρχη σημασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Στην σφαίρα της ανταλλαγής όλα τα εμπορεύματα μπορούν να εξισωθούν κάτω από το κοινό χαρακτηριστικό που διαθέτουν το οποίο είναι η αφηρημένη ενσωματωμένη ζωντανή εργασία. Στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, η αφηρημένη εργασία κυριαρχεί έναντι της συγκεκριμένης, προάγοντας την ανταλλακτική αξία ως αυτοσκοπό.
Η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας μεταξύ των εργατών. Όμως ο κοινωνικός χαρακτήρας του εμπορεύματος στην σφαίρα της κυκλοφορίας ή ανταλλαγής αποκρύπτεται, καθώς προωθείται η φαινομενική αίσθηση ότι ο αξιακός χαρακτήρας του αποτελεί φυσική του ιδιότητα. Έτσι ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής γίνεται αόρατος για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Ο φετιχισμός του εμπορεύματος συνδέεται με την απόκρυψη του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής ο οποίος εκδηλώνεται στην σφαίρα της κυκλοφορίας υπό την μορφή εμπορευμάτων και της ανταλλακτικής τους αξίας. Από αυτό το γεγονός προκύπτει μια αντιστροφή της σχέσης μεταξύ υποκειμένων και αντικειμένων καθώς οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής γίνονται αντιληπτές ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων (εμπορευμάτων). Οι αντικειμενοποιημένες ανθρώπινες σχέσεις ως μορφές εμπορευμάτων αποκρύπτουν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής μέσω της φετιχοποιημένης κοινωνικής πραγματικότητας η οποία παρουσιάζεται ως δεδομένη καθαυτή, διαστρεβλώνοντας την αντίληψη των υποκειμένων σχετικά με την εκμετάλλευση της εργασιακής τους δύναμης. Οι ιδιότητες του εμπορεύματος φυσικοποιούνται μετατρέποντας την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο όχι απλά σε νομιμοποιημένη κατάσταση αλλά σε μορφή φυσικού φαινομένου.
Στις σύγχρονες κοινωνίες το φαινόμενο του φετιχισμού του εμπορεύματος αποκτά πιο περίπλοκες διαστάσεις ιδίως στο πεδίο των λεγόμενων logo. Σύμφωνα με την Ναόμι Κλάιν ως logo μπορούν να χαρακτηριστούν τα brand names τα οποία έχουν μετατραπεί σε εμπορεύματα καθαυτά. Εντός του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού πλαισίου όπου το διασυνοριακό εύρος κίνησης κεφαλαίου επιτρέπει την μετακίνηση των εγχώριων παραγωγικών εγκαταστάσεων σε χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής, οι πολυεθνικές εταιρείες στοχεύουν στην εξασφάλιση φτηνού εργατικού δυναμικού μη οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών, διαμορφώνοντας μια οξυμένη κατάσταση εκμετάλλευσης η οποία υποστηρίζεται από την γενικευμένη χρήση των logo. Η παραγωγή ενός ρούχου μπορεί στην χώρα όπου παράγεται να έχει ανταλλακτική αξία 3 ευρώ όμως με την προσθήκη ενός logo πάνω του μπορεί η ανταλλακτική του αξία να αυξηθεί στα 43 ευρώ. Έτσι μια έξτρα μη παραγωγική παρασιτική μορφή ανταλλακτικής αξίας προστίθεται, η οποία γίνεται αντιληπτή ως κάτι το φυσιολογικό που πηγάζει από το logo το οποίο φαινομενικά εδραιώνεται στην αντίληψη των υποκειμένων ως εγγενές χαρακτηριστικό των εμπορευμάτων, προσδίδοντας νέες διαστάσεις στην αντικειμενοποίηση των σχέσεων παραγωγής.
Από την δεκαετία του 1980 παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο ο ιδιοκτήτης ενός logo να μπορεί να έχει περισσότερα χρήματα από τον ιδιοκτήτη της αντίστοιχης παραγωγής. Για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης της παραγωγής Nike μπορεί να έχει λιγότερα έσοδα από τον ιδιοκτήτη του logo της. Ο Μαρξ παρατηρεί ότι η χρηστική αξία ενός εμπορεύματος επανεμφανίζεται στο πεδίο της κατανάλωσης καθώς αποτελεί το βασικό κίνητρο αγοράς από έναν καταναλωτή. Όμως στην περίπτωση του logo, ο φετιχιστικός χαρακτήρας του εμπορεύματος βαθαίνει καθώς και στο πεδίο της κατανάλωσης εξαιτίας των επιβεβλημένων life styles, το logo μπορεί να αποτελεί το βασικό κίνητρο αγοράς ανεξάρτητα από την χρηστική αξία του αντίστοιχου εμπορεύματος. Συνεπώς, ένα εμπόρευμα μπορεί πρώτα να είναι Nike, Adidas ή Apple για τον καταναλωτή και μετά η χρηστική του ιδιότητα. Έτσι στην σφαίρα της κυκλοφορίας τα εμπορεύματα αποκτούν ένα ακόμα κοινό χαρακτηριστικό το οποίο είναι το logo τους. Το logo γίνεται αντιληπτό ως φυσικό χαρακτηριστικό των εμπορευμάτων μετατρέποντάς τα σε μορφή αυτοσκοπού για τους καταναλωτές. Με άλλα λόγια, τα επιβεβλημένα καταναλωτικά πρότυπα και life styles προάγουν το εμπόρευμα καθαυτό ως το βασικό μέσο πρόσληψης της κοινωνικής πραγματικότητας, οξύνοντας τον ήδη μυστικοποιημένο και φετιχοποιημένο χαρακτήρα του, απομακρύνοντας περαιτέρω τα άτομα από την διάγνωση της εκμετάλλευσης της εργασίας τους.

Το χρήμα επίσης αποτελεί εμπόρευμα και, κατά συνέπεια, μορφή φετιχισμού για τον Μαρξ, το οποίο αποτελεί μορφή καθολικού ισοδύναμου καθώς έχει την χρηστική αξία να εκφράζει την ανταλλακτική αξία όλων των εμπορευμάτων. Η τιμή ενός εμπορεύματος εκφράζει την ανταλλακτική του αξία η οποία με την σειρά της αναπαριστά τις αναγκαίες παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις. Έτσι το χρήμα βαθαίνει τον ήδη φετιχοποιημένο χαρακτήρα του εμπορεύματος. Επίσης οι ιδιοκτήτες χρήματος μετατρέπονται σε εν δυνάμει ιδιοκτήτες του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας που αντιστοιχεί στα εμπορεύματα.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, η ποσότητα χρήματος ήταν ανάλογη της διαθέσιμης ποσότητας χρυσού. Όμως από την δεκαετία του 1970, μετά την αποδέσμευση από τον “κανόνα χρυσού”, το χρήμα μπορεί να τυπώνεται ανεξάρτητα από οποιοδήποτε υλικό αντίκρισμα, σηματοδοτώντας την άνοδο της χρηματιστικοποίησης και την σταδιακή αποδέσμευση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας από την πραγματική οικονομία. Επίσης, η ανοιχτή αμφισβήτηση της εργασιακής θεωρίας της αξίας από τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγο, συνέβαλλε στην ύπαρξη ενός αυθαίρετου συστήματος καθορισμού της τιμής των εμπορευμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, προάγεται η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να παραχθεί χρήμα από το ίδιο το χρήμα αποκρύπτοντας και διαστρεβλώνοντας την βάση της καπιταλιστικής παραγωγής η οποία γίνεται αντιληπτή ως ροή χρήματος και όχι ως ροή αξιών, όπως παρατηρεί ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ. Έτσι η ζωντανή εργασία η οποία αποκλειστικά παράγει τον κοινωνικό πλούτο υποβαθμίζεται και υποτιμάται διαρκώς.
Από το 1980 και μετά, η προσφορά υπηρεσιών και η λεγόμενη άυλη παραγωγή προβάλλονται ως απόλυτες έναντι της υλικής, διαμορφώνοντας την νέα φετιχοποιημένη πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται ως μετά-βιομηχανική ή μετά-υλιστική. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση των νέων τεχνολογιών και των πληροφοριακών συστημάτων εκφράζουν μια νέα δυναμική στο πεδίο της παραγωγής, παρέχοντας σημαντικές δυνατότητες. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι οι νέες παραγωγικές δυνάμεις που συνδέονται με την σταδιακή μείωση της αναγκαίας ζωντανής εργασίας μέσω της μερικής εισόδου της αυτοματοποιημένης παραγωγής, αποτελούν ένα αντιφατικό πεδίο δυνατοτήτων, καθώς δρομολογούν την διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την άρση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Παρόλα αυτά η βάση του καπιταλισμού, η οποία είναι η εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας στα πλαίσια της υλικής παραγωγής, υποδεικνύει ότι για την αποβιομηχανοποίηση μιας χώρας και την άνοδο των υπηρεσιών ή άυλης παραγωγής, απαιτείται η εκβιομηχάνιση άλλων χωρών, στοχεύοντας στην ύπαρξη φθηνού εργατικού δυναμικού, διαμορφώνοντας νέες συνθήκες γεωγραφικής ανισομέρειας οι οποίες συχνά δεν γίνονται αντιληπτές.
Ο φετιχισμός του εμπορεύματος και του χρήματος δεν αποτελεί μορφή ιδεολογίας καθώς προκύπτει από το εσωτερικό της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ως μορφή κανονικότητας, μετατρέποντας τις ανθρώπινες σχέσεις σε σχέσεις μεταξύ αντικειμένων, αποκρύπτοντας την εκμεταλλευτική βάση του καπιταλισμού. Επομένως μόνο η γνώση αυτού του γεγονότος δεν μπορεί να προάγει την αποφετιχοποίηση, καθώς η επαφή όλων των ανθρώπων με τα εμπορεύματα είναι αναπόφευκτη. Αντιθέτως, η γνώση του φετιχιστικού χαρακτήρα του εμπορεύματος και του χρήματος και της εκμεταλλευτικής βάσης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, μπορεί να συμβάλλει στην διαμόρφωση της συνείδησης των εργασιακών υποκειμένων, τα οποία μετά λόγου γνώσεως να εμπλακούν ενεργά στον μετασχηματισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, στοχεύοντας στην αταξική ενοποιημένη κοινωνία όπου η παραγωγική διαδικασία και εργασία θα εξυπηρετούν τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι την κεφαλαιακή συσσώρευση, εντός μιας κοινωνικά καθαυτής βάσης όπου η ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και των ικανοτήτων του καθενός θα αποτελεί όρο για την ολόπλευρη ανάπτυξη της κοινωνίας ως ολότητας. Όπως αναφέρει ο Μαρξ στην περίφημη 11η θέση για τον Φόυερμπαχ: “Οι φιλόσοφοι έχουν απλώς ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε”.

Βιβλιογραφία:
Μαρξ, Κ. (1978). Το κεφάλαιο ‘τόμος πρώτος’ (μτφρ. Π. Μαυρομάτης). Αθήνα: Σύγχρονη εποχή.
Harvey, D. (2019). Ο Μαρξ, το Κεφάλαιο και η τρέλα του οικονομικού λόγου (μτφρ. Ε. Νεοκοσμίδου). Αθήνα: Τόπος.
Klein, N. (2005). No Logo (μτφρ. Δ. Βουβάλη). Αθήνα: Λίβανης.
Αθανάσιος Τζωρτζίνης, Πολιτικός Επιστήμονας
Πηγή Εικόνας: https://twitter.com/radio2000za/status/1225684183235715073