Η έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο είχε προκαλέσει σημαντικές διαφωνίες ως προς το ποια πόλη επαναστάτησε πρώτη. Σύμφωνα με τον ιστορικό Β. Παναγιωτόπουλο, « (…) βρισκόμαστε μπροστά σ΄ ένα καινούριο φαινόμενο ημερολογιακού αναθεωρητισμού των απαρχών του Αγώνα (…). Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, όσον αφορά στους πυρήνες έκρηξης της επανάστασης, οι οποίες όμως δεν μπορούν να αποτιμήσουν το τεράστιο έργο της Φιλικής Εταιρίας στην Πελοπόννησο, τις σημαντικές προπαρασκευαστικές ενέργειες τους, αλλά και τους κινδύνους της συμμετοχής των ανθρώπων σε αυτήν.
Η Πελοπόννησος θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως «δεξαμενή άντλησης μελών» για τη Φιλική Εταιρία. Στους μυημένους συγκαταλέγονταν οι περισσότεροι από τους Μοραΐτες ενόπλους, που μάχονταν στα Επτάνησα, κατά τα χρόνια των Ναπολεόντειων πολέμων. Σημαντικότερο ρόλο ωστόσο, αναφορικά με την εξάπλωση της Εταιρίας, διαδραμάτισε η συμμετοχή των αρχιερέων και των κοτζαμπάσηδων, που διέθεταν εκτεταμένα δίκτυα επιρροής αλλά και αρκετά χρήματα. Αρκετές μυήσεις στην Εταιρία έγιναν σε μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου, όπως η Τριπολιτσά και η Πάτρα. Σημαίνοντα ρόλο για την εξάπλωση της Εταιρία στην Πάτρα, κατείχε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ενώ σημαντική ήταν και η δράση των Ιωάννη Βλασσόπουλου και Ιωάννη Παπαρηγόπουλου.
Κατά τους τελευταίους μήνες του 1820, ο Χουρσίτ Πασάς τοποθετήθηκε διοικητής του Μοριά, με σκοπό να ελέγξει την κατάσταση στην περιοχή, καθώς είχαν εξαπλωθεί φήμες για αποστασία των χριστιανών της Πελοποννήσου. Με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να προτείνει στους κοτζαμπάσηδες και τους αρχιερείς της Εταιρίας να μείνουν «συνεσταλμένοι», κατάφεραν να καθησυχάσουν τον Χουρσίτ, ο οποίος αναχώρησε για την Ήπειρο τον Ιανουάριο του 1821. Ωστόσο, η άφιξη του Παπαφλέσσα στον Μοριά, ο οποίος είχε οριστεί αρμόδιος για τις τελικές προετοιμασίες της επανάστασης στην Πελοπόννησο, δημιούργησε νέες αναταραχές. Η φιγούρα του Παπαφλέσσα στην περιοχή, θεωρήθηκε ιδιαιτέρως επικίνδυνη από το περιβάλλον των προεστών, καθώς πίστευαν ότι εξέθετε τον Χριστιανικό πληθυσμό, στις Οθωμανικές αρχές. Προσπάθησαν να ελέγξουν τις δράσεις του και να περιορίσουν την κινήσεις του, αλλά το ανήσυχο πνεύμα του και η «φλόγα» της Επανάστασης, που έκαιγε μέσα του, ήταν ανεξέλεγκτα. Ο Παπαφλέσσας, μαζί με μια ομάδα ενόπλων, συναντήθηκε με Φιλικούς και κατευθύνθηκαν προς την Βοστίτσα, το σημερινό Αίγιο. Εκεί, συναντήθηκε στα τέλη του Ιανουαρίου, με ορισμένους Προεστούς της Αχαΐας και συζητήθηκε ο χώρος και ο χρόνος εκδήλωσης της Επανάστασης, με τους κοινοτικούς άρχοντες, να ζητούν μια περαιτέρω προθεσμία, ώστε να εξετάσουν το αληθές των λεγομένων του Παπαφλέσσα, ο οποίος ζητούσε να ξεκινήσει η επανάσταση στα τέλη Μαρτίου, υπό την προστασία του Τσάρου της Ρωσίας, σε συνδυασμό με την άφιξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στον Μοριά. Παρόλα αυτά, οι μεταξύ τους αντιθέσεις, έκανα αδύνατη την λήψη, οποιασδήποτε κοινής απόφασης, με την τρόμο και την ανησυχία, να είναι έκδηλα.

Αφού εγκατέλειψε την Βοστίτσα, ο Παπαφλέσσας συναντήθηκε με άλλα μέλη της εταιρίας, όπως ο Νικόλαος Σολιώτης και ο Παναγιώτης Καρατζάς. Στα τέλη Φεβρουαρίου, έφθασε στα Μεσσηνία, οπού κατάφερε να προετοιμάσει το «υλικό» κομμάτι του Αγώνα, συλλέγοντας όπλα και πυρομαχικά, χρησιμοποιώντας πολλές φορές, ψευδείς πληροφορίες, με σκοπό την κινητοποίηση των ανθρώπων της περιοχής. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η έναρξη της επανάστασης έδειχνε να μην αποτελεί πια απόφαση των κοτζαμπάσηδων, που δρούσαν με σύνεση φοβούμενοι την αντίδραση των Οθωμανών, αλλά των «εξωλέστατων[1]» της εποχής. Ο Παπαφλέσσας, ούτως η άλλως τους είχε προειδοποιήσει, στη σύσκεψη της Βοστίτσας, ότι θα ξεκινούσε την Επανάσταση ακόμα και μόνος του [«(…) σεις δε κάμετε ότι θέλετε με τους Τούρκους»[2]], πράγμα το οποίο φάνταζε διόλου απίθανο, αν αναλογιστεί κανείς το πάθος και τη θέληση που επικρατούσε όσον αφορά στον ξεσηκωμό.
Μετά τις πρώτες δέκα μέρες του Φεβρουαρίου, ο επαναστατικός αναβρασμός απλωνόταν παντού. Οι Μουσουλμάνοι της περιοχής ήταν ανήσυχοι, αντιλαμβανόμενοι τον εσωτερικό κίνδυνο, ενώ οι Αγάδες, επισκέπτονταν την Τριπολιτσά, που λειτουργούσε ως κέντρο διοίκησης, για να λάβουν πληροφορίες. Ο Χουρσίτ Πασάς, επέλεξε να καλέσει τους κοτζαμπάσηδες και τους Αρχιερείς στην Τριπολιτσά, με σκοπό να ελέγξει τις κινήσεις τους, καθώς στο μυαλό του, θεωρούνταν οι μόνοι ικανοί, να ξεσηκώσουν τους Χριστιανούς και ότι η παρουσία τους εκεί, θα άφηνε «ακέφαλη» οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση. Η λανθασμένη αυτή κίνηση επιτάχυνε τις εξελίξεις. Όσοι προεστοί αρνήθηκαν να προσέλθουν στο κάλεσμα του Πασά, ήταν πιά εκτεθειμένοι, ως πρωτεργάτες της επικείμενης εξέγερσης. Με τον τρόπο αυτό, κάμφθηκε η αντίσταση και των τελευταίων αρνητικών για το ξέσπασμα του Αγώνα.

Μετά από σύσκεψη στην μονή της Αγίας Λαύρας, στις (10 ή 13 Μαρτίου), με στόχο των καθορισμό των κινήσεων τους, οι προεστοί της εποχής, διασκορπίστηκαν και κατέφυγαν στα Νεζερά ( Παλαιών Πατρών Γερμανός, Ανδρέας Ζαΐμης), στην Κερπινή (Ασημάκης Ζαΐμης, Ασημάκης Φωτήλας), στη Ζαρούχλα (Σωτήρης Χαραλάμπης, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος) και στο Διακοφτό (Ανδρέας Λόντος), όπου συντόνισαν τη δράση τους και τους ενόπλους της εκάστοτε περιοχής. Πράγματι, από τα μέσα Μαρτίου, μικρές ένοπλες ομάδες περιφέρονταν στις διαβάσεις που συνέδεαν τα Καλάβρυτα με την Τριπολιτσά και την Πάτρα, οργανώνοντας ενέδρες σε μουσουλμάνους. Στις δράσεις αυτές, πρωτοστατούσαν άνθρωποι των όπλων, όπως οι Πετμεζαίοι, οι Χονδρογιανναίοι, ο Σολιώτης κ.α., παρακινημένοι από τον Παπαφλέσσα και τους Κοτζαμπάσηδες της περιοχής.
Όλα αυτά προκάλεσαν πανικό στους Τούρκους. Στην Πάτρα συγκεκριμένα, επέλεξαν να κλειστούν στο Φρούριο και στις 21 Μαρτίου προχώρησαν πρώτοι σε επιθέσεις. Ένα ένοπλο σώμα, εξήλθε του φρουρίου και έκαψε κτίρια στην αγορά, ενώ κανονιοβολισμοί έπλητταν την Μητρόπολη και τις χριστιανικές συνοικίες. Η απάντηση ήλθε από κατοίκους της πόλης, κατά βάση Κεφαλονίτες και Ζακυνθινούς, οι οποίοι οδηγούμενοι από τους Βαγγέλη Λιβαδά και Νικόλαο Γερακάρη, αλλά και τον πατρινό Παναγιώτη Καρατζά, τους χτύπησαν με τα όπλα και τους υποχρέωσαν να επιστρέψουν στο Φρούριο. Στη συνέχεια ειδοποίησαν τους Αχαιούς προύχοντες, ζητώντας ενισχύσεις.

Με τον τρόπο αυτό, στις 23 Μαρτίου, εισήλθαν στην πόλη της Πάτρας οι αδελφοί Κουμανιώτες με τους ενόπλους τους, παρακινημένοι από τους Π.Π. Γερμανό και Ζαΐμη, ενώ την επομένη έφθασαν ο Λόντος, ο Γερμανός, ο Κερνίκης Προκόπιος, ο Ζαΐμης κ.α. Όλοι αυτοί συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Αγ. Γεωργίου, οπού πραγματοποιήθηκαν οι συσκέψεις, τελέστηκε δοξολογία (24 Μαρτίου), συγκροτήθηκε το Διευθυντήριο (25 Μαρτίου), συντάχθηκε προκήρυξη (26 Μαρτίου) και οργανώθηκε η πολιορκία του Φρουρίου. Δημιουργήθηκε κανονιοστάσιο, με δωρεά επτανήσιων καπετάνιων, φτιάχτηκε οπλοποιείο, νοσοκομείο, διακόπηκε η υδροδότηση του Φρουρίου και επιχειρήθηκε η ανατίναξή του, με τη μέθοδο του λαγουμιού. Ωστόσο, η στρατιωτική απειρία από τους επικεφαλής της πολιορκίας, αλλά και οι μεταξύ τους έριδες, σε συνδυασμό με την έλλειψη πειθαρχίας των πρόχειρα εξοπλισμών χωρικών και κατοίκων της πόλης, εξασθένιζαν την επιχειρησιακή ικανότητα των επαναστατών. Έτσι στις 3 Απριλίου 1821, ο Γιουσούφ Πασάς πέρασε από τη Ρούμελη στο Ρίο, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Οι απειροπόλεμοι Έλληνες εγκατέλειψαν τα οχυρά σημεία που συνέδεαν το Ρίο με την Πάτρα και κατέφυγαν στα ορεινά, αφήνοντας την πόλη εκτεθειμένη στους εισβολείς. Αυτό είχε ως συνέπεια, την είσοδο του Γιουσούφ Πασά στην Πάτρα, ο οποίος συνεπικουρούμενος από τη φρουρά του, προέβη σε σφαγές και καταστροφές.
Κατά τα μέσα Απριλίου, νέες ενισχύσεις κατέφθασαν στην περιοχή, με επικεφαλής τον Μουσταφάμπεη, αυτή τη φορά πιο ισχυρές και οργανωμένες, καταπνίγοντας την επανάσταση στη Βοστίτσα. Παρόμοια τύχη, είχε και το στρατόπεδο του Ζαΐμη στο Βοϊβοντά. Μια επιστολή του Ανδρέα Λόντου στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, το καλοκαίρι του 1827, αναφέρεται στην κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή: «Μετά την φυγήν μου εκείθεν, φθάσας εις Βοστίτζαν εύρον ένδον της πόλεως τους εχθρούς, επροσπάθησα συμβοηθούμενος παρά του κυρίου Ζαΐμη να υπερασπισθώ τας κωμοπόλεις και τας επαρχίας εκείνης από τας επιδρομάς του εχθρού, εφρόντισα να ενθαρρύνω τους δειλιάσαντας και να εμποδίσω πολλούς κακοήθεις από το να κάμψωσι τον αυχένα, πτοηθέντες, εις τον τυρρανικόν ζυγόν[3]». Παρόμοια ήταν η κατάσταση στις περισσότερες επαρχίες της βόρειας και κεντρικής Πελοποννήσου. Η εξέλιξη των απειροπόλεμων επαναστατών σε ικανούς πολεμιστές, δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια εύκολη υπόθεση. Χρειάστηκαν μερικές εβδομάδες, έως ότου έρθουν οι πρώτες νίκες, ιδίως στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά στα μέσα Μαΐου, οι οποίες κατάφεραν να δώσουν μια νέα πνοή στην Επανάσταση.
Οδυσσέας Δημόπουλος, Ιστορικός
[1] Έτσι αποκαλούσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τον Παπαφλέσσα. Αυτός που δρα με απείθεια. Λειτουργεί μόνο με το συναίσθημα.
[2] Φωτάκος, Βίος Παπαφλέσσα, σελ.21
[3] Δημοσιεύεται στο Νύσης Μεταξάς Μεσσηνέζης, Το Αίγιον στον Αγώνα, Αθήνα, 1949, σ.29-30.