Ολόκληρος ο πλανήτης βιώνει μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Ο νέος κορωνοϊός έχει εξελιχθεί σε μια επικίνδυνη πανδημία, που απειλεί ανθρώπινες (και όχι μόνο) ζωές, καταστρέφει οικονομίες και μοιραία επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις και την καθημερινότητά μας. Στο πλαίσιο αυτό, η σκέψη όλων μας εύλογα πηγαίνει στον χώρο της υγείας και της στήριξης του εκάστοτε συστήματος, για να περιοριστεί ο αριθμός των κρουσμάτων και των θανάτων. Όμως, η πανδημία αφορά και άλλους χώρους, ένας εκ των οποίων είναι αυτός της εκπαίδευσης.
Για να προστατέψουμε τον εαυτό μας αλλά και τους συνανθρώπους μας, οι περισσότεροι πολίτες της γης, έχουμε περιορίσει τις μετακινήσεις μας και παραμένουμε το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας εντός του σπιτιού μας. Το εργασιακό περιβάλλον έγινε οικιακό και οι περισσότερες συναλλαγές γίνονται εξ αποστάσεως. Την εποχή όπου οι ηλεκτρονικές αγορές προϊόντων είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και αναγκαίες, η εκπαίδευση και η μάθηση μεταφέρθηκε και αυτή στον κυβερνοχώρο και τις πλατφόρμες του.
Στο εσωτερικό της Ελλάδας, το μοντέλο που υιοθετήθηκε είναι αυτό της εξ αποστάσεως διδασκαλίας των σχολικών και πανεπιστημιακών μαθημάτων μέσω της χρήσης κατάλληλων εφαρμογών, αλλά και διάφορα άλλα μέσα όπως η εκπαιδευτική τηλεόραση στα δημόσια κανάλια. Ο τρόπος αυτός μάθησης γνωστικών αντικειμένων δημιουργεί νέα προβλήματα, τα οποία πιθανόν να αυξηθούν, αν ο ιός δεν υποχωρήσει σύντομα, αλλά και νέα ερωτήματα για το μέλλον της διαδικασίας μετάδοσης της γνώσης.
Αρχικά, από την πλευρά του εκπαιδευόμενου υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις άνισης πρόσβασης στο μέσο για την εξ αποστάσεως διδασκαλία. Για παράδειγμα, μπορεί σε ένα σπίτι να υπάρχει ένας υπολογιστής που να είναι αναγκαίος και σε άλλα μέλη της οικογένειας ή ο εκπαιδευόμενος να μη γνωρίζει πως να εγκαταστήσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Εξάλλου, οι υπηρεσίες που μπορούν να βοηθήσουν υπολειτουργούν και συνήθως είναι δύσκολο να εξυπηρετήσουν ποιοτικά σε αυτές τις συνθήκες.
Το σημαντικότερο όμως, είναι ότι μπορεί μια οικογένεια να μη διαθέτει καμία συσκευή με την οποία να μπορεί να γίνει η εξ αποστάσεως διδασκαλία. Με τα μέτρα στήριξης προς αυτή την κατεύθυνση να απουσιάζουν και την απαγόρευση της κυκλοφορίας σε ισχύ, πως μπορεί ένα παιδί ή ένας ενήλικας να «συνδεθεί» στο μάθημά του αν δεν διαθέτει τα στοιχειώδη μέσα;
Επίσης, είναι γνωστό ότι υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων που ανήκουν στο μαθητικό ή το φοιτητικό πληθυσμό, που έχουν έναν αποκλειστικό τρόπο εκμάθησης όσων χρειάζονται για τις σπουδές τους. Στο περιβάλλον του υπολογιστή ένας μαθητής μπορεί να δυσκολευτεί να προσαρμοστεί, να συγκεντρωθεί και εν τέλει να κατανοήσει το εκάστοτε μάθημα. Το ίδιο ισχύει και για τις συσκευές κινητού τηλεφώνου ή τα tablets, όπου η μικρότερη οθόνη δυσχεραίνει την κατάσταση.
Οι μαθητές και οι φοιτητές έχουν να αντιμετωπίσουν την ύλη των εξετάσεων και τον προγραμματισμό των σπουδών τους. Οι παράμετροι αυτοί σε συνδυασμό με την ψυχολογική πίεση λόγω της πανδημίας και της καραντίνας, αλλά και με τις εκάστοτε προσδοκίες του ίδιου του ατόμου ή του περίγυρού του, οδηγούν σε μια ψυχολογική κατάσταση, που δεν επιτρέπει στο άτομο να μπορεί να αφιερώσει στις σπουδές του τον χρόνο που θα αφιέρωνε πριν μερικούς μήνες.
Συνεχίζοντας, από την πλευρά των εκπαιδευτικών, πέραν του ζητήματος της ανισότητας πρόσβασης στα μέσα που εξακολουθεί να υπάρχει, θεωρείται και «πρόκληση» για τον καθηγητή και τον δάσκαλο, να καταφέρει να μεταφέρει το περιβάλλον του αμφιθεάτρου ή της τάξης σε μια μικρή οθόνη. Το διδακτικό προσωπικό όμως, πιέζεται να παραμείνει παραγωγικό μέσα στο πλαίσιο του σπιτιού του και να δουλεύει δημιουργικά, με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτόν που γνώριζε εκτός καραντίνας.
Επιπλέον, η εργασιακή επισφάλεια των διδασκόντων αποτελεί ένα «αγκάθι», όπως η συνέχεια των συμβάσεων τους, η πληρωμή τους αλλά και οι περιπτώσεις ασθένειας και κάλυψης ωρών στη συνθήκη της απομακρυσμένης εκπαίδευσης. Η επισφάλεια δεν αποτελεί «κινητήριος δύναμη» για την παραγωγή εκπαιδευτικού έργου, και είναι αντιφατική με τις απαιτήσεις του συστήματος παιδείας.
Το ζήτημα της ύλης αλλά και του υλικού που μπορεί να εφοδιάσει τους εκπαιδευόμενους ο διδάσκων «περνάει από τις Συμπληγάδες πέτρες»: είναι συνετό να δώσει περισσότερο υλικό ή όχι; Στην κατάσταση αυτή, ο διδασκόμενος έχει περισσότερο χρόνο για μελέτη στο σπίτι του ή το δημόσιο έχει «εισέλθει» στο ιδιωτικό, παράγοντας πολλά προβλήματα; Για παράδειγμα, οι οικογενειακές υποχρεώσεις συγκρούονται με τις εκπαιδευτικές, και η οργάνωση του προγράμματος των μαθημάτων δεν μπορεί να «συμβαδίσει» με τις ανάγκες ενός νοικοκυριού. Αυτό ισχύει και για των διδάσκων και τον διδασκόμενο.
Θέλω να αναφερθώ και σε ζητήματα που αφορούν ευρύτερα την εκπαιδευτική εξ αποστάσεως διαδικασία. Όπως σημείωσα και στην αρχή του κειμένου, ήδη λειτουργεί το μέσο της εκπαιδευτικής δημόσιας τηλεόρασης, το οποίο αφορά κυρίως παιδιά μικρών ηλικιών. Το τηλεοπτικό μέσο όμως, έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει την εμπειρία και την ουσία της σχολικής τάξης; Ο έλεγχος για την εμπέδωση της γνώσης δεν υπάρχει και η επαφή (έστω ηλεκτρονική) με τον διδάσκοντα δεν είναι δυνατή. Επιπροσθέτως και τα προγράμματα και οι πλατφόρμες που χρησιμοποιούνται από μεγαλύτερες ηλικίες, ενέχουν τον κίνδυνο να φορτωθούν υπερβολικά και να μην λειτουργούν για κάποιο χρονικό διάστημα, το οποίο είναι πολλές φορές ποιοτικά σημαντικό.
Τελευταίο σημείο σχετικά με την διαδικασία και την οργάνωση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, είναι οι ιδιαίτερες περιπτώσεις που η φύση της μάθησης του γνωστικού αντικειμένου δεν μπορεί να υποστηριχθεί στο ψηφιακό περιβάλλον. Θα αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα. Ένα εργαστήριο σε κάποιον κλάδο φυσικών επιστημών, το οποίο είναι απαραίτητο για τους επιστήμονες του χώρου αυτού. Ακόμα και αν ο φοιτητής μπορεί να δει το πείραμα από την οθόνη του, σίγουρα δεν μπορεί να το εκτελέσει στο σπίτι του. Υπάρχει και το παράδειγμα παιδιών μικρής ηλικίας (νηπιαγωγείου) που η εκπαιδευτική διαδικασία περιλαμβάνει πειραματισμούς με την ύλη, το παιχνίδι και δραστηριότητες και όχι το διάβασμα εγχειριδίων και η καταγραφή σημειώσεων. Η συνθήκη αυτή υπάρχει μόνο στον σχολικό χώρο.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι στον χώρο της παιδείας καταβάλουν προσπάθειες για να συνεχίσει να υπάρχει εκπαίδευση μέχρι να μπορούμε όλοι μας ασφαλής να γυρίσουμε στην καθημερινότητά. Παρόλα αυτά, η εξ αποστάσεως διδασκαλία γεννά κάποια ερωτήματα για το μέλλον του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και για τους περαιτέρω αποκλεισμούς που μπορεί να παραχθούν.
Πρώτον, υπάρχουν κοινωνικές και οικονομικές ομάδες του πληθυσμού που δεν έχουν πρόσβαση στα απαραίτητα μέσα ή η κατάσταση τους θα επιβαρυνθεί περισσότερο. Πέραν ατόμων που δεν διαθέτουν μέσα ή τα μοιράζονται (όπως ανέφερα παραπάνω), υπάρχουν ομάδες μαθητικού πληθυσμού που ήταν περιθωριοποιημένες πριν ξεκινήσει η εξ αποστάσεως διδασκαλία. Προσφυγόπουλα, μειονοτικές ομάδες και άτομα με ειδικές ανάγκες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο αποκλεισμό από την εκπαιδευτική διαδικασία λόγω των νέων συνθηκών, και αντίστοιχα εργαζόμενοι ενήλικες που δουλεύουν εξ αποστάσεως ή με φυσική παρουσία δεν μπορούν και τώρα να παρακολουθήσουν τα απαραίτητα μαθήματα.
Δεύτερον, υπάρχει πιθανότητα η χρήση της τεχνολογίας με αυτόν τον τρόπο να είναι η αρχή για μια επερχόμενη αλλαγή στον τρόπο διδασκαλίας. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η χρήση των ψηφιακών μέσων θα χρησιμοποιείται πιο ποιοτικά στο μέλλον ή πιο ποσοτικά. Στην δεύτερη περίπτωση, η μάθηση κινδυνεύει να χάσει την σχέση της με την άμεση επαφή. Αν το υλικό υπάρχει έτοιμο «προς κατανάλωση» (ήδη οι πληροφορίες και οι δυνατότητες που διαθέτει το διαδίκτυο είναι απεριόριστες), η οθόνη μπορεί να αντικαταστήσει και τον διδάσκοντα και τον διδασκόμενο.
Τρίτον, το ζήτημα της ιδιωτικότητας αποτελεί μια βασική παράμετρο για την μετάβαση σε μια νέα εποχή για την εκπαίδευση. Εντός του σπιτιού τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου γίνονται ιδιαιτέρως ρευστά. Ο προσωπικός οικιακός χώρος για ξεκούραση παύει να υπάρχει και καλύπτεται από αυτόν της εργασίας ή των υποχρεώσεων. Η εναλλαγή εικόνων εκτός σπιτιού απουσιάζει και η ζωντάνια εξαφανίζεται και για την εκπαίδευση αλλά και για την προσωπική ζωή.
Καταλήγω στο ότι η συνθήκη του περιορισμού μας στα πλαίσια του «μένουμε σπίτι» (που κρύβει το γεγονός πως αρκετοί άνθρωποι δεν διαθέτουν σπίτι), μοιραία αλλάζει την καθημερινότητά μας και την εκπαιδευτική διαδικασία. Αναγκαστικά «επιστρατεύεται» η εξ αποστάσεως διδασκαλία, η οποία όμως αγνοεί και παράγει ζητήματα ανισοτήτων και μελλοντικών προβλημάτων. Παρά τα όσα επισήμανα δεν είναι αναγκαίο να καταφύγουμε σε έναν τεχνοφοβικό λόγο, αλλά δεν πρέπει και να αγνοούμε τους κινδύνους που κρύβουν οι νέες καταστάσεις.
Γιώργος Λαμπρόπουλος, Φοιτητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας