Η πολιτιστική διπλωματία συνιστά έναν τρίτο πυλώνα άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Παρόλα αυτά όμως, δεν είναι ένα επιστημονικό πεδίο θεωρίας και πρακτικής, το οποίο αναπτύσσεται συγχρονικά, αλλά ιστοριογράφοι ανά τους αιώνες αναγράφουν στα έργα τους την διακρατική σχέση μεταξύ των ηγεμόνων, η οποία ξεκινάει τουλάχιστον την πρώτη χιλιετία π.Χ. Στις ιστορικές πηγές αναγράφεται καθαρά η ανταλλαγή δώρων, πολύτιμων λίθων και καλλιτεχνικών έργων ως ένδειξη σεβασμού τους ενός ηγεμόνος προς τον “αντίπαλο” ηγεμόνα του.
Επομένως, η κυριαρχία και η υπεροχή μιας αυτοκρατορίας στηρίζεται στις διακρατικές σχέσεις της με τις άλλες περιοχές, κάτι το οποίο γίνεται αντιληπτό από την αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρώμης του Ιουλίου Καίσαρα, όσον αφορά τα Σούσα, το Αφγανιστάν, την Αίγυπτο και τη Γαλατία. Η πρωτόλεια όμως, μορφή ήταν οι επιμειξίες των κατακτημένων περιοχών με τον κατακτώντα πληθυσμό, το οποίο είχε ως συνέπεια την ομοιογένια και την ανταλλαγή των πολιτικών και πολιτιστικών απόψεων για τη δημιουργία ενός ενιαίου status quo.
Ένα ακόμα κομμάτι της πολιτιστικής διπλωματίας είναι η σύζευξη των πληθυσμών, όπως συνέβη με τον Έλληνα Σέλευκο και τον Ινδό Τσαντρακούπτρα τον 4ο αιώνα π.Χ., στον οποίο εγκαινιάστηκε η ενδυνάμωση του ελληνοϊνδικού πολιτισμού καθώς και η καλλιέργεια των σχέσεων μεταξύ του βυζαντινού και του σλαβικού κόσμου με τον εκχριστιανισμό και εκπολιτισμό των Σλάβων στην καμπή της δεύτερης χιλιετίας.
Υπάρχουν μελετητές, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο πυλώνας της πολιτιστικής διπλωματίας χτίστηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους, αλλά μια τέτοια εκτίμηση βρίσκεται πολύ μακριά από τα επιστημονικά τεκμήρια, τα οποία παραθέτονται από τις πηγές. Εντούτοις, υποστηρίζεται ορθά ότι ανά τους αιώνες η πολιτιστική διπλωματία έχει φτάσει στην ακμή της δίνοντας παραδείγματα στους συγχρονικούς αιώνες. Σύμφωνα με αυτήν την εκτίμηση οι μελετητές έχουν φτάσει στην επιστημονική άποψη ότι υπήρχαν κάποιες αυτοκρατορίες, οι οποίες αξίζουν την εμβάθυνση της έρευνας ως προς τον τρόπο διαχείρισης της πολιτιστικής τους διπλωματίας.
Μία τέτοια αυτοκρατορία είναι η βυζαντινή. Στη βυζαντινή διπλωματία λοιπόν, συμπυκνώνονται ένας μοναδικός συγκερασμός συντηριτισμού και ευελιξίας, υπερχειλίζουσας υπεροψίας και εξαιρετικής οξυδέρκειας, επιθετικού ιμπεριαλισμού και πολιτικής γενναιοδωρίας. Ο συνδυασμός αυτός αποτέλεσε βασικό συστατικό στοιχείο και απαραίτητη προϋπόθεση, καθώς συνέτεινε στην παράταση του βίου τηςαυτοκρατορίας, ακόμα και σε περιόδους που η οικονομική και στρατιωτική αποδυνάμωση και εξαθλίωσή της καθιστούσε την αποτελεσματικότητά της αμφίβολη. Η επιτυχία της ιδεολογίας και στοχοθεσίας της υπήρξε εμφανής.
Η Ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, σε όλη τη διάρκεια της υπερχιλιετούς ιστορίας της, ούσα μία πολυεθνική υπερδύναμη σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα, υποχρεώθηκε σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας της να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της συμβίωσης αυτοχθόνων και ετεροχθόνων σε ένα εχθρικό περιρρέον περιβάλλον. Και βέβαια, το ζήτημα της άμυνας και της αντιμετώπισης των εχθρικών διενέξεων είχε ανατεθεί στον οργανωμένο στρατό και στόλο του Βυζαντίου. Όμως, οι Βυζαντινοί ακόμα και στις περιόδους, κατά τις οποίες αισθάνονταν και ήταν ισχυροί, απέφευγαν να χρησιμοποιούν τον πόλεμο αφειδώλευτα και δεν αναλώνονταν σε ανούσιες ένοπλες ρήξεις, ρισκάροντας την ευοίωνη πορεία του κράτους. Καθώς οι πόλεμοι ήταν και τότε εξαιρετικά δαπανηροί, επαγόμενοι την οικονομική αφαίμαξη των πληθυσμών της αυτοκρατορίας και επέτειναν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ενώ ταυτόχρονα, υπήρξαν αμφίβολοι ως προς το αποτέλεσμα και δεν διασφάλιζαν πάντα τις παραμεθόριες (τουλάχιστον) επαρχίες του κράτους από τη λεηλασία και την καταστροφή.
Πηγή:
Βασιλειάδης Ν., Πολιτιστική διπλωματία. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Αθήνα 2015
Άντα Σαμαρά, Φιλόλογος