Συχνά ο άνθρωπος ξεχνά ή επιλέγει να αγνοεί το γεγονός πως ο ίδιος συναποτελεί μόνο ένα μέρος του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει, ενισχύοντας κατά αυτό το τρόπο μία ψευδαίσθηση σχεδόν απόλυτης και αποκλειστικής κυριαρχίας του απέναντι σε αυτό.
Η εκβιομηχάνιση, η αστικοποίηση, η υπερεκμετάλλευση και εξάντληση φυσικών πόρων και πηγών ενέργειας διαταράσσει κάθε ισορροπία του οικοσυστήματος, υποβαθμίζοντας την ίδια στιγμή την ποιότητα ζωής μας. Η συνεχής και κακοποιητική προσπάθεια απομύζησης του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους μέσα από την κατασπατάληση κάθε φυσικού πόρου οδεύει σαφώς σε ολέθριες συνέπειες. Παρά τις εμφανείς και ήδη επιδεινούμενες καταστροφές -στην δημιουργία των οποίων ο ανθρώπινος παράγοντας υπήρξε καθοριστικός- εξακολουθούμε να υποβαθμίζουμε, να απειλούμε και τελικά να εξολοθρεύουμε αυτό που μας δίνει ζωή.
Ο σύγχρονος άνθρωπος υπηρετεί ως επί των πλείστων έναν καταναλωτικό τρόπο ζωής. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όπου βρισκόμαστε στην δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, σημειώνεται μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας και υπάρχει έντονος αποικιοκρατικός ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών. Αρχίζει λοιπόν να ωριμάζει ο καπιταλισμός και να εισαγόμαστε σε έναν κόσμο με νέα χαρακτηριστικά. Εμφανίζεται η ιδέα του Homo Economicus, ο οποίος θεωρεί ότι ζει σε έναν κόσμο όπου οι πρώτες ύλες και τα αγαθά είναι πλέον πεπερασμένα, ορίζοντας νέες απεριόριστες, καταναλωτικές ανάγκες τις οποίες μεταφράζει ως ‘’πρωταρχικές’’. Ωστόσο, τα μέσα που διαθέτει για την υλοποίηση αυτών των αναγκών είναι περιορισμένα. Βρίσκεται λοιπόν σε μία διαρκής αναζήτηση της μέγιστης ωφέλειας για τον εαυτό του, γεγονός που τον οδηγεί στην κατάχρηση των δυνατοτήτων της φύσης. Αναντίρρητα, η καταναλωτική κοινωνία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κατασπατάληση των φυσικών πόρων και υλών, καθώς συμβάλλει έντονα σε αυτήν μέσω της αλόγιστης μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης προϊόντων.
Οι περισσότεροι θεωρούμε ότι οι κοινωνίες αφθονίας είναι αυτές που παράγουν πολλά και ασταμάτητα, ο M.Sahlins όμως θα υποστηρίξει ότι μπορούμε να φτάσουμε στην αφθονία ζητώντας λίγα. Στο έργο του “Η πρώτη κοινωνία της αφθονίας” υπογραμμίζει ότι στα βιομηχανικά κέντρα μπορεί να υπάρχει πλούτος αλλά αυτός είναι για λίγους, με άλλα λόγια υπάρχει αφθονία αλλά υπάρχει και φτώχεια. Αντίθετα, στο δεύτερο τύπο αφθονίας θα αναφερθεί στις κοινωνίες των κυνηγών τροφοσυλλεκτών, οι οποίες βασίζονται στην “αρχή ήσσονος προσπάθειας”. Σύμφωνα με αυτήν, οι άνθρωποι εργάζονται για να παράγουν τα απαραίτητα που χρειάζονται για να ζήσουν. Καταφέρνουν λοιπόν να επιβιώσουν μέσα στο περιβάλλον στο οποίο ζουν, αδιαφορώντας για υλικά και αντικείμενα τα οποία θεωρούν βάρος. Έτσι μη έχοντας απεριόριστες ανάγκες απολαμβάνουν έναν πιο χαλαρό τρόπο ζωής.
Βασικό του επιχείρημα του Sahlins είναι ότι αν κοιτάξουμε τις συγκεκριμένες κοινωνίες με την ματιά του δυτικού ορισμού για την οικονομία, τότε θα μας φανούν μίζερες, ενώ αν προσπαθήσουμε να δούμε τους ανθρώπους αυτούς με τον τρόπο που οι ίδιοι βλέπουν και αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, θα κατανοήσουμε ότι δεν πρόκειται για φτωχές κοινωνίες που ζουν δύσκολα. Για παράδειγμα ο ίδιος, ανάμεσα σε άλλα, θα αναφέρει ότι διαθέτουν πλούσιο διατροφολόγιο, το οποίο περιλαμβάνει κάποια πράγματα που εμείς δεν θα επιλέγαμε να φάμε, όπως έντομα, καθώς το τι θεωρείται βρώσιμο και τι όχι πλαισιώνεται κάθε φορά κοινωνικά. Μπορεί το έργο του να έχει δεχτεί κριτικές, ωστόσο η αξία του βασικού του επιχειρήματος παραμένει.
Συμπεραίνουμε λοιπόν πως είτε μιλάμε για κοινωνίες με έντονες καταναλωτικές τάσεις είτε για κοινωνίες με κυνηγετική- συλλεκτική οικονομία, ο άνθρωπος είναι απόλυτα εξαρτημένος από το φυσικό περιβάλλον. Συνεπώς αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε ένα βιώσιμο μέλλον είναι αναγκαίο να προστατεύουμε τη φύση και όχι να την πολεμούμε.
Νικολέτα Χριστίνα Βαλσαμίδου, Φοιτήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας