
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πώς συνδέεται η παρουσία του επαγγελματία «διασώστη» Ιάσονα Αποστολόπουλου στην «ενημερωτική» εκπομπή της Ναταλίας Γερμανού με τις κραυγές του Στέφανου Χίου στο κανάλι του; Τι ενώνει τον Σαββόπουλο που χουφτώνει μια νεαρά σε νυχτερινό κέντρο[1] με την ορθοπολιτική Lifo και τα αναγνώσματα του Vice; Τι κοινό έχουν κιτς αναπαραστάσεις και τραγικές φιγούρες σε διαδηλώσεις κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού (σωστό ή λάθος δεν το κρίνουμε εδώ) με τον επιτηδευμένο «πλουραλισμό» της πορείας της 17 Νοέμβρη φέτος;


Αυτό που ενώνει και εκφράζει όλα τα έξοχα δείγματα που κατακλύζουν τον δημόσιο χώρο σε «ζωντανή ροή» είναι η κοινή τους αφετηρία και η αντίληψή τους για την ζωή και την κοινωνία: καλωσορίσατε στην ηγεμονία του λούμπεν. Δεν αναφερόμαστε στην εξίσου λούμπεν διαδικτυακή εκπομπή (Luben tv) αλλά σε αυτό που κάποτε ο μεγάλος στοχαστής και επαναστάτης της εργατικής τάξης Καρλ Μαρξ αναφερόταν[2]. Στο ξεπεσμένο δηλαδή τμήμα της μικροαστικής και εργατικής τάξης που επιβιώνει μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και είναι αδύνατο να ενταχθεί κάπου πολιτικά και κοινωνικά και ο ρόλος του, κατά τον μεγάλο επαναστάτη, ήταν φύσει αντιδραστικός. Αυτό γιατί γίνεται εύκολα υποχείριο των κρατούντων και παρακωλύουν τις ζωντανές κοινωνικές διεργασίες…
Τι συμβαίνει όμως όταν το κοινωνικό περιθώριο ηγεμονεύει πολιτικά, ταξικά, κοινωνικά, μορφωτικά και το κυριότερο εντοπίζεται στις περισσότερες μορφές ζωής, καθημερινότητας και διασπείρεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα; Όταν ελλείψει πολιτικής κουλτούρας και παιδείας η ίδια η άρχουσα τάξη της χώρας είναι ταυτόσημη με την παντοκρατορία του κιτς και εν τέλει τροφοδοτεί με παραστάσεις[3] το πανελλήνιο;

Τότε είναι που κατά γενική ομολογία είναι εμφανή δύο πράγματα: α) το αδιέξοδο του ευρύτερου κοινωνικού σχηματισμού και β) η απουσία μιας βιώσιμης, συντεταγμένης, δημοκρατικής και μη αιματηρής διεξόδου για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Στο παρόν σημείωμα θα υποστηρίξουμε ότι η λούμπεν διάσταση είναι το πολιτισμικό προϊόν της αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού σε μια χώρα που δεν διαθέτει ούτε θεσμούς ούτε κύρος. Αρχικά όμως θα κάνουμε μια επίσκεψη σε άλλες χώρες και σε άλλες εποχές για να αναδείξουμε ζητήματα.

[1]https://www.athensvoice.gr/viral/showbiz/499610_kayto-striptiz-ston-savvopoylo-ekeinos-moy-zitise-leei-i-horeytria-evita
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 1η –ΓΕΝΙΚΑ ΜΙΛΩΝΤΑΣ
Γενικά μιλώντας στην πορεία της αστικής κοινωνίας και λόγω της άνισα δομημένης οικονομίας, στοιχίζονταν ένας στρατός από επαίτες και θύματα της εκμετάλλευσης, που είχαν χάσει τον προηγούμενο τρόπο ζωής τους. Το κοινωνικό περιθώριο μπορεί να συμπεριλαμβάνει τα πάντα: εγκληματικά στοιχεία, χρόνια άνεργους, πρώην νοικοκυραίους, μετανάστες, πολίτες δεύτερης κατηγορίας που από εποχή σε εποχή διαφέρουν. Στον μακρό 19ο αιώνα π.χ οι ιερόδουλες ως φορείς γενετήσιων νοσημάτων και οι ομοφυλόφυλοι ως «διεστραμμένοι» ήταν το αγαπημένο θύμα και θέμα της Βικτωριανής ηθικής. Κάπως έτσι η κατάσταση κράτησε μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οπότε και δίνονταν αγώνες για ενσωμάτωση των γνωστών πια μειονοτήτων με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Η νομιμότητα και η επιτυχία του συστήματος, βασίζονταν στην αποτελεσματική αποκοπή από το κοινωνικό σύνολο όλων όσων η άρχουσα τάξη και τα στηρίγματά της δεν ήθελε. Μέρος της «επιτυχίας» του βιομηχανικού συστήματος κυριαρχίας της εποχής ήταν η αποτελεσματική συνοχή και ενότητα της «ορθής» κοινωνίας.
Στις εποχές της ανόδου του κοινωνικού και δημοκρατικού φρονήματος, που κατά γενική ομολογία ταυτίζεται με την χρυσή εποχή του καπιταλισμού (1945-1975), οι Σοσιαλδημοκράτες και Σοσιαλιστές θεωρητικοί, επεξεργάστηκαν το σχήμα της «κοινωνίας των 2/3»[5]. Στη φάση της ανάπτυξης του δυτικού κόσμου και του πλουσιοπάροχου κοινωνικού κράτους, η ευημερία μοιράζεται άμεσα στα 2/3 της κοινωνίας τα οποία απολαμβάνουν των ωφελειών της ανάπτυξης. Όμως επειδή το σύστημα δεν έπαυσε να είναι καπιταλιστικό και άρα άνισο, το 1/3 της κοινωνίας βασίζεται κατά μεγάλο μέρος για την επιβίωσή του στις κοινωνικές παροχές. Είναι τα πιο εκμεταλλευόμενα τμήματα του πληθυσμού. Βεβαίως από την δεκαετία του ’70 κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι. Τα ευτυχισμένα 2/3 έγιναν ολοταχώς 1/3 και οδεύουμε σε αρκετές χώρες του πάλαι ποτέ αναπτυγμένου κόσμου σε ένα ποσοστό μεταξύ ¼ και 1/5. Και οι υπόλοιποι; Άγνωστο. Πότε επιβιώνουν με τις πετσοκομμένες παροχές των καταπιεστικών σε πολλές περιπτώσεις κρατών πρόνοιας, πότε έχουν αφεθεί τελείως στην τύχη τους…
Με την νίκη (πρόσκαιρη ή μη) του νεοσυντηρητισμού τις δεκαετίες του ’80 και ’90 αντιστράφηκε η προσπάθεια μιας, εν πολλοίς καταπιεστικής στο παρελθόν, παράδοσης που έβλεπε την κοινωνία σαν όλον. Η κατάτμηση πήρε την θέση της επίπλαστης ενότητας των δυτικών κοινωνιών και ο ευρύτερος κατακερματισμός και το ξεχαρβάλωμα της πυρηνικής οικογένειας έγινε ο κανόνας. Σήμερα χώρες πρότυπα σαν την Δανία έχουν φτάσει στο σημείο να κατέχουν την πρωτιά στα μονογονεϊκά νοικοκυριά στην Ε.Ε. Με το ποσοστό να αγγίζει το 30%, η Δανία ηγείται της σχετικής λίστας, με την Λιθουανία να έρχεται δεύτερη (28%), την Σουηδία τρίτη (25%), την Βρετανία τέταρτη (21%) και τις Γαλλία και Λετονία πέμπτες στην σχετική κατάταξη (20%)[6]. Αντίθετα η Ελλάδα και η Κροατία έχουν από τα χαμηλότερα ποσοστά (8% και 5% αντίστοιχα). Καταλαβαίνουμε επίσης ότι σε αρκετές χώρες του αναπτυγμένου κόσμου, το οργανωμένο κράτος πρόνοιας είναι η εγγύηση επιβίωσης μεγάλου μέρους της κοινωνίας…
Επομένως κρατάμε στο σημείο αυτό, ότι αυτό που παρουσιάζεται σαν «τάση» και «κανόνας» στις μέρες μας στον δυτικό κόσμο είναι ένας ολοένα και διογκούμενος κατακερματισμός και αποσάθρωση. Εξαφανίζεται επομένως η όποια συνοχή που χώριζε (διακριτά συνήθως) την καθωσπρέπει «νοικοκυρεμένη» κοινωνία από τους «αποκλίνοντες».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 2η –Η ΑΦΡΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ, ΕΝΑ ΘΕΣΜΙΣΜΕΝΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
Υπάρχουν σταθερές αλλά και ασυνέχειες στον τρόπο δόμησης των κοινωνιών του προηγμένου καπιταλισμού. Το κοινωνικό περιθώριο βιώνεται αρκετά διαφορετικά από χώρα σε χώρα και για διαφορετικούς λόγους. Αν σε μια Δανία ισοδυναμεί στο σήμερα με μια κατάσταση που ούτε το (για τα ελληνικά δεδομένα) γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας δεν μπορεί να καλύψει[7], στις ΗΠΑ πριν τα διαπρύσια κηρύγματα του Μάρτιν Λούθερ Κιγκ, ήταν μια θεσμοθετημένη κατάσταση για τον μαύρο πληθυσμό.
Στις ΗΠΑ μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το 90% του μαύρου πληθυσμού ζούσε στον αγροτικό Νότο, δέσμιο των λευκών τσιφλικάδων-πρώην δουλοκτητών. Για αρκετές δεκαετίες ο μαύρος πληθυσμός υποχρεούνταν να δίνει το 40% της σοδειάς του στον λευκό τσιφλικά, ενώ ταυτόχρονα ήταν χρεωμένος με τοκογλυφικά επιτόκια πάλι στον λευκό αφέντη. Η συντριπτική πλειοψηφία των μαύρων κολίγων ζούσε σε αγροικίες δίχως υδραυλικές εγκαταστάσεις, σε συνθήκες μόνιμης πείνας και χωρίς πρόσβαση σε σχολεία. Η βασική καλλιέργεια στις πολιτείες του Νότου ήταν το βαμβάκι, μια άκρως βασανιστική απασχόληση. Με την έλευση, για πρώτη φορά, το 1944 της βαμβακοσυλλεκτικής μηχανής στις ταλαίπωρες πολιτείες του Νότου, συνέβη κάτι ανατρεπτικό. Η μαζική αντικατάσταση των εργατικών χεριών από μια μηχανή στα περισσότερα τσιφλίκια. Λογικό μεν, καθώς μια τέτοια μηχανή έκανε την δουλειά 50 ατόμων σε μια εργάσιμη μέρα… Μέσα σε 15 χρόνια, μεταξύ 1949 και 1964, το 78% του βαμβακιού μαζεύονταν μηχανικά. Με αυτόν τον τρόπο οι λευκοί γαιοκτήμονες διέλυσαν κάθε συγκρότηση στο ολοένα και διαμαρτυρόμενο πλήθος που αναγκάστηκε μαζικά να καταφύγει στις βιομηχανικές πόλεις του Βορρά. Μέσα σε 30 χρόνια υπολογίζεται ότι μετακινήθηκαν παραπάνω από 5 εκ άνθρωποι στις βόρειες πολιτείες. Αν και είδαν πρόσκαιρα μια βελτίωση της τύχης τους, από το 1954 και έπειτα ο μαύρος πληθυσμός σταθερά είχε τα υπερδιπλάσια ποσοστά ανεργίας από τους λευκούς για τουλάχιστον 40 χρόνια. Μόλις προσπάθησαν να ορθοποδήσουν βρέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα της αυτοματοποίησης και ανειδίκευτοι όντες, πετάχτηκαν εκτός παραγωγικού κυκλώματος άμεσα[8].
Από την δεκαετία του ’60 εκτοξεύεται το ποσοστό μαύρου πληθυσμού που ζει στα κέντρα των πόλεων, ενώ ο λευκός πληθυσμός μεταναστεύει στα ασφαλή προάστια. Ο μαύρος πληθυσμός προτιμά τα κέντρα των πόλεων λόγω της πρόσβασης στις δημοτικές υπηρεσίες πρόνοιας, ενώ ο λευκός πληθυσμός προσπαθεί εναγωνίως να αποφύγει την αυξανόμενη εγκληματικότητα του κέντρου. Με αυτά και με τ’ άλλα επιτεύχθηκε και ένας φοβερός διαχωρισμός της μαύρης κοινότητας: από την μια μεριά μία τάξη παριών, μόνιμα ανειδίκευτων και σε αναζήτηση εργασίας και στέγης. Και από την άλλη, μια τάξη σπουδαγμένων και καταρτισμένων κρατικών υπαλλήλων και γραφειοκρατών που ευνοήθηκαν από τις κυβερνήσεις Τζόνσον και έπειτα, με στόχο την διαχείριση της καθημερινής αθλιότητας των υπόλοιπων έγχρωμων. Όσο η διαδικασία μετάβασης στην αυτοματοποίηση είχε την στήριξη του κράτους και υπέκειτο σε έναν κάποιον σχεδιασμό, οι διαλυτικές τάσεις της μαύρης κοινότητας ήταν υπό έλεγχο. Το κράτος επιδοτούσε την ανεργία και πλήρωνε για προγράμματα κατάρτισης. Όταν εγκαταλείφθηκαν ακόμη και αυτά τα προσχήματα, την δεκαετία του ’80, η γκετοποίηση και η εγκληματικότητα έφτασαν σε αστρονομικά ύψη. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ένας στους τέσσερις Αφροαμερικανούς νέους, ήταν είτε εντός φυλακής είτε σε αναστολή. Στην πρωτεύουσα Ουάσιγκτον, το 42% του αφροαμερικανικού αντρικού πληθυσμού από 18 έως 25 ετών ήταν στην φυλακή ή σε αναστολή, ενώ η πρώτη αιτία θανάτων για τους νέους μαύρους ήταν οι φόνοι[9]. Σε έκθεση του μετέπειτα γερουσιαστή Μόινιχαν το 1965 αναφερόταν πως, το 25% των νεογέννητων μαύρων ήταν εξώγαμα, ενώ το ¼ των νοικοκυριών ήταν μονογονεϊκά με γυναίκες επικεφαλής. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 το ποσοστό αυτό άγγιξε το 62% (!). Ο κανόνας ήταν ένας φαύλος κύκλος εξάρτησης από τις υπηρεσίες πρόνοιας και μια αίσθηση αδυναμίας και σήψης. Σε περιόδους έντασης τεχνολογικών αλλαγών και οικονομικών κρίσεων, στην αμερικάνικη κοινωνία σημειώνονται, διόλου τυχαία και φυλετικές εντάσεις μαύρων-λευκών Αμερικανών. Αν στο παζλ αυτό προσθέσουμε και τα εκατομμύρια μεταναστών από άλλες χώρες που έχουν συγκροτήσει τα δικά τους γκέτο και τις δικές τους κοινότητες, καταλαβαίνουμε πως η αρμονική κοινωνική συμβίωση είναι μάλλον αδύνατη.
Η «καινοτομία» όμως του αμερικανικού μοντέλου μετά την δεκαετία του ’70, ήταν ότι επέκτεινε ανησυχητικά το πλαίσιο και την ζωή των περιορισμένων κάποτε γκέτο, στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό της κοινωνίας. Σωστά ο Christopher Lasch ήδη από την δεκαετία του ’70, σημείωνε πως ο καθημερινός κοινωνικός εμφύλιος που ήταν χαρακτηριστικό των γκέτο μεταναστών και ιδίως των μαύρων, έχει επεκταθεί στο σύνολο της μεσαίας τάξης. Σαν να μην έφτανε αυτό, το νέο κατεστημένο της μαζικής κοινωνίας ανέλαβε εργολαβικά να μετασχηματίσει κάθε πτυχή της αμερικάνικης εμπειρίας, στα χαμηλότερα δυνατά standards των καταπονημένων μαύρων κατοίκων των γκέτο. Μία στρατιά διαφημιστών, διαμορφωτών γνώμης, τηλεαστέρων, λευκών, μαύρων και λατίνων ανέλαβε την διαφήμιση αυτού του ασταθούς, άνευ ορίων τρόπου ζωής των γκέτο, ενώ «φιλεύσπλαχνοι» ακτιβιστές (μαύροι ή λευκοί) θεμελίωσαν την νέα θεολογία της πολιτικής ορθότητας. Πλέον τίποτε δεν έχει μείνει όρθιο: σπουδές, ομιλία, συμπεριφορά, απόψεις και ιστορικά γεγονότα περνάνε καθημερινά από το λοιμοκαθαρτήριο της ορθοπολιτικής κοινής γνώμης και πάσα αντίθετη άποψη φιμώνεται. Το χειρότερο όλων είναι ότι αυτό το μοντέλο της αβίωτης «συμβίωσης» στα πλαίσια της pax Americana εξάγεται σε όλον τον κόσμο…
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 3η – Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ, ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Στα παραπάνω πλαίσια, τραντάζονται και χώρες της Ευρώπης με ή και χωρίς αποικιοκρατικό παρελθόν. Το αγγλοσαξωνικό μοντέλο της πολυπολιτισμικότητας έχει διαβρώσει, σε συνδυασμό με τον εφαρμοζόμενο νεοφιλελευθερισμό, την κοινωνική συνοχή χωρών σαν την Γαλλία. Κατά τον Κριστόφ Γκιλουί, η Γαλλία αυτήν την στιγμή χωρίζεται σε δύο ζώνες:[10] την Γαλλία των μητροπόλεων, όπου μαζεύεται η αίγλη του πλούτου του νέου κατεστημένου της ψηφιακο-βιομηχανικής εποχής και η περιφερειακή Γαλλία που μαζεύει τους ηττημένους της νέας συνθήκης. Ένα 60% του πληθυσμού, την πάλαι ποτέ εργατική τάξη, τους αγρότες και τα μικροαστικά ειδικευμένα στρώματα. Η νέα άρχουσα τάξη παίζει πολύ πετυχημένα το χαρτί της «ανοιχτής» κοινωνίας. Ανοιχτή κοινωνία είναι για τους γιάπηδες της νέας εποχής, ένα χωνευτήρι ασύμβατης ετερότητας όπου χωρούν οι πάντες, με εξαίρεση τα παραδοσιακά υποστυλώματα του παλιού έθνους-κράτους[11]. Γκετοποιημένοι μετανάστες, παλιοί και νέοι απόβλητοι, γραφικοί/ες σεξουαλικών μειονοτήτων, όλοι/ες κέρδισαν το «δικαίωμα» να ακούγονται. Κέρδισαν το δικαίωμα να φωνασκούν και να προβάλλονται[12]. Το τίμημα αυτής της διαδικασίας «ανοίγματος» της κοινωνίας ήταν η μαζική φυγή των αυτοχθόνων Γάλλων από τις μητροπολιτικές περιοχές στην περιφερειακή Γαλλία.
Για τον Γκιλουί[13] και την δημογράφο Μισέλ Τριμπαλά η πολιτισμική όσμωση είναι μια αυταπάτη. Επίσημα το 2009, σύμφωνα με τις πανηγυρικές διαπιστώσεις του Γάλλου Υπουργού Εσωτερικών, το 27% των γάμων στη Γαλλία ήταν μικτής φύσεως, δηλαδή το ένα εκ των δύο μερών ήταν Γάλλος πολίτης και το άλλο μέρος αλλοεθνής. Πλην όμως αν εξετάσουμε πόσοι εκ των γάμων αυτών έλαβαν χώρα σε γαλλικό έδαφος τότε το ποσοστό πέφτει στο 13%. Αν εξετάσουμε τι καταγωγής είναι οι Γάλλοι πολίτες, τότε οι υπέρμαχοι της «ανοιχτής κοινωνίας» θα απογοητευτούν διπλά. Όταν διαπιστώσουν πως οι γάμοι με αλλοεθνείς είναι στην πραγματικότητα γάμοι ομοεθνών μεταναστών που απλώς ο ένας εκ των δύο διαθέτει την γαλλική υπηκοότητα. Αυτό που στην πραγματικότητα διαπιστώνεται, είναι ότι σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, τόσο στην Γαλλία, όσο και στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, όσο αυξάνονται οι εθνοπολιτισμικές κοινότητες, τόσο μειώνεται η μεταξύ τους επαφή. Η μαζική φυγή νέων ανθρώπων πολλές φορές, γαλλικής καταγωγής, από τα πάλαι ποτέ λαϊκά και μεσοαστικά προάστια των μεγάλων πόλεων είναι κάθε άλλο παρά «ορθολογική» από οικονομικής απόψεως[14]. Είναι όμως κατανοητή όταν λάβουμε υπόψιν την τρομερή ανασφάλεια των λαϊκών στρωμάτων ενόψει του δημογραφικού ανασχεδιασμού και των μεγάλων μεταναστευτικών ροών, καθώς χάνουν οριστικά το πολιτισμικό τους κεφάλαιο. Ακόμη καλύτερα μας φωτίζει το παράδειγμα των σχολείων. Με την χαλάρωση των κριτηρίων εντοπιότητας, διαπιστώθηκε από το 2007 και έπειτα μια μαζική φυγή όλων των μαθητών γαλλικής καταγωγής και ένας διαχωρισμός που έβγαζε μάτι. Οι νέοι μεταναστευτικής καταγωγής παρέμειναν στα σχολεία των υποβαθμισμένων περιοχών και ακολούθησαν την πορεία του επαγγελματικού Λυκείου, ενώ οι μαθητές γαλλικής καταγωγής φοίτησαν μαζικά σε σχολεία πιο «εξευγενισμένων» περιοχών.
Τις τάσεις αυτές τις ακολουθεί με έναν αντεστραμμένο τρόπο και σε άλλες περιπτώσεις όμοιο τρόπο η νέα κάστα των bobos. Των bohems bourgeois των «εναλλακτικών» δηλαδή ανερχόμενων αστών που κερδίζουν από την μητροπολιτική Γαλλία και τις νέες τεχνολογίες (κατά κύριο λόγο). Ο ανασχεδιασμός της ρυμοτομίας των πόλεων συμπεριλαμβάνει την επιλεκτική αναδόμηση παλαιωμένων «ρετρό» περιοχών που έχουν εγκαταλειφθεί από τους παλαιούς κατοίκους τους και είτε δεν κατοικούνται, είτε κατοικούνται από μετανάστες. Το νέο πρότυπο του ευ ζειν για τους νεόπλουτους αυτούς, περιλαμβάνει την ανοικοδόμηση, ανακαίνιση ή αναστύλωση θυλάκων των υποβαθμισμένων γειτονιών, την περιφρούρηση τους από αστυνομικά τμήματα και εταιρίες security και την διαφήμιση τέτοιων παλαιών ερειπίων ως «μόδα» και «μέλλον». Φυσικά, όπως παρατηρεί ο Γκιλουί, σπάνια θα στείλουν τα παιδιά τους στα ίδια σχολεία με τους μετανάστες, ενώ ουκ ολίγες φορές δεν έχουν ιδέα από την αθλιότητα που μπορεί να επικρατεί λίγους δρόμους παρακάτω από τους ανακαινισμένους «πύργους» τους. Ο μαζικός ερχομός των bobos στις υποβαθμισμένες γειτονιές, συμβάλλει καθοριστικά στην ασταμάτητη άνοδο των τιμών των κατοικιών, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο το πρόβλημα τόσο για τους αυτόχθονες όσο και για τους μετανάστες. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα τους αποτρέψει από το να κηρύττουν την πολυπολιτισμικότητα και την κουλτούρα της «ανοχής».
Αν η παραπάνω συνθήκη είναι η μία όψη του αδιεξόδου των λαϊκών στρωμάτων, η άλλη όψη είναι η πολιτιστική παρακμή της Γαλλίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Όπως σημειώνει ο Γκυ Ντεμπόρ, λίγα πράγματα έμειναν αυθεντικά «γαλλικά» για να τα σαρώσουν οι μεταναστευτικές ροές. Ήδη από το 1985, διαπιστώνει πως η Γαλλία έχει τα προβλήματα της Αμερικής, χωρίς όμως τις δυνατότητες των ΗΠΑ[15]. Που σε τελική ανάλυση είναι η έδρα της παγκόσμιας βιομηχανίας θεάματος και που φροντίζει επιμελώς να διαφημίζει και να εξάγει τα προβλήματά της. Η μέση οικογένεια εξορισμένη από τις πόλεις που ένιωθε οικεία βρίσκεται εκτεθειμένη στα παραπροϊόντα της αμερικάνικης εισβολής της μαζικής βιομηχανίας: τα fast food και την δίχως πάτο υποβάθμιση της γλώσσας…
Ενέργεια που επικροτούν και Υπουργοί ενίοτε. Σαν τον Jack Lang παλιό στέλεχος των Σοσιαλιστών και Υπουργό Παιδείας στην κυβέρνηση Jospin (2000-2002) ο οποίος σε σειρά άρθρων του σε ευυπόληπτες εφημερίδες επικροτούσε τον νέο άνθρωπο της μεταϊστορικής εποχής. Δίχως ρίζες, με περίσσιο θεατρινισμό, πνευματικά και μορφωτικά ρηχό, έρμαιο των τάσεων και της μόδας της εποχής, με μπόλικη χύδην έκφραση. Ένας homo festivus κατά τον Φιλίπ Μυρέ[16], μόνιμα εορταστικός άνθρωπος και πάντα «εναλλακτικός» και ελευθεριάζων…
Απέναντι σε αυτήν την χρόνια υποβάθμιση, η περιφερειακή Γαλλία εξεγείρεται πριν τρία χρόνια με αφορμή μια «περιβαλλοντική» αύξηση της τιμής της βενζίνης. Όπως σημειώνει ο Ζαν Κλωντ Μισεά, τα περίφημα «Κίτρινα Γιλέκα», οι άνθρωποι δηλαδή της εξορισμένης Γαλλίας, δεν έχουν καμία σχέση με το πολυδιαφημισμένο Nuit Debout, μια κίνηση κατά βάση ευκατάστατων φοιτητών του Παρισιού που γρήγορα έσβησε[17] και που περιλάμβανε όλες τις πολιτικά ορθές φυλές του σύγχρονου κόσμου με αντισυστημική κατά τ’ άλλα διάθεση. Τρία χρόνια μετά, τα Κίτρινα Γιλέκα επιμένουν κόντρα στην πολιτισμική και κοινωνική υποβάθμιση της Γαλλίας της παγκοσμιοποίησης και των μητροπόλεων. Οι χίπστερ και εναλλακτικοί;
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 4η –ΠΕΡΙ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ Ο ΛΟΓΟΣ
Η ιδιότητα κάποιου ως μέλους μιας μειονότητας δεν αποτελεί εγγύηση ηθικής τάξης έναντι μιας «αήθους» πλειοψηφίας. Αν θεωρήσουμε ότι κάποτε οι σεξουαλικές μειονότητες (Λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, τρανς, αμφισεξουαλικοί κλπ) ήταν στο στόχαστρο των υπηρεσιών ηθικής, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να τους ανυψώνει σήμερα στο βάθρο του δικαστή της πολιτικής ορθότητας.
Η περίπτωση του Τάσου Ξιαρχό στην χώρα μας είναι τέτοια περίπτωση. Ένας ανισσόροπος επισκέπτης πρωϊνάδικων έγινε το ίνδαλμα της πολιτικά ορθής ορδής τηλεθεατών πριν μερικά χρόνια, καθώς φορούσε τακούνια και διαφήμιζε ένα «αντισυμβατικό» στυλ για τα γούστα της πατροπαράδοτης πλειοψηφίας. Το ίδιο κατινίστικο κοινό όμως σοκαρίστηκε όταν ο εκκεντρικός χορογράφος ξεδίπλωσε την «χοντροφοβική» ρητορική του εις βάρος μιας κορασίδας με περίσσια κιλών… «Είμαστε όλες χοντρές» αναφώνησαν και κατήγγειλαν ως όφειλαν τον «παρεκκλίνοντα» Ξιαρχό…
Στην πιο μακρινή Βρετανία η λεσβία καθηγήτρια Kathleen Stock, αντιμετώπισε την μήνι των ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστών επειδή υποστήριζε την θέση ότι οι τρανς γυναίκες δεν είναι γυναίκες, ενώ ήταν εχθρική στην θεωρία του κοινωνικού φύλου, του φύλου ως κατασκευής[18]. Η καθηγήτρια δέχτηκε καταγγελίες για την ρητορική της που «υποστηρίζει μια προκλητική εκδοχή του «ριζοσπαστικού φεμινισμού» που αποκλείει και θέτει σε κίνδυνο τα τρανς άτομα.» Σε βράβευσή της τον Γενάρη από το Τάγμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας 600 άνθρωποι του Λόγου και της Τέχνης[19] (sic) εξέφρασαν την ανησυχία τους για την «τάση της να παρερμηνεύει τον τρανσφοβικό φόβο που προκαλεί σε πολύτιμα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που σπουδάζουν, και τις επιθέσεις της σε ήδη περιθωριοποιημένους ανθρώπους για τη θαρραλέα άσκηση της ελευθερίας του λόγου.» Φυσικά η εν λόγω καθηγήτρια δεν άντεξε και παραιτήθηκε αφού οι «προοδευτικοί» κατά τα άλλα ακτιβιστές την απειλούσαν κανονικά. Τέτοια ελευθερία επικρατεί στην πολιτισμένη Δύση και στα πανεπιστήμιά της.
Αν για κάποιο λόγο θεωρείτε ότι η άθλια woke κουλτούρα της Βόρειας Αμερικής δεν έχει πέραση στην Ελλάδα και ότι η Queer προπαγάνδα δεν έχει πατήματα, μάλλον έχετε μείνει πίσω. Στην Ελλάδα της βαθιάς Δεξιάς του Μητσοτάκη τέτοιες «μοντέρνες» θεωρήσεις έχουν λόγο και υπόσταση. Το σκηνικό αμερικανοποιείται ταχύτατα. Πρόσφατο παράδειγμα το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής όπου στον τομέα της Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης, αναγκαίας κατά τ’ άλλα, εισάγονται νέες θεωρήσεις για το φύλο. «Η βασική αρχή είναι ότι οι άνδρες και γυναίκες γίνονται δεν γεννιούνται και άρα, όταν κάποιος/α γεννιέται με κάποια ανατομικά χαρακτηριστικά δεν είναι απαραίτητο αυτά να καθορίζουν την ταυτότητά του. Η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα είναι ρόλοι και επιτελούνται. Δικαίωμα αλλά και υποχρέωση, που δημιουργεί καταπίεση. Τα αρσενικά και θηλυκά άτομα γινόμαστε άντρες ή γυναίκες αντιγράφοντας τις συμπεριφορές που βλέπουμε γύρω μας μέσω ανταμοιβής ή τιμωρίας. Γι’ αυτό συμμορφωνόμαστε και μιμούμαστε συμπεριφορές φύλου, δεν τις καθορίζουν τα γονίδιά μας. Η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα είναι προϊόντα κοινωνικής εκπαίδευσης, προϊόντα μίμησης και προσαρμογής σε συμπεριφορές και κοινωνικούς ρόλους ή στερεότυπα. Αυτά τα στερεότυπα είναι η «φυλακή» του φύλου μας.»[20] Αυτά τα ωραία σε θεσμικό πλέον επίπεδο και όλα αυτά σε μαθητές γυμνασίου που δεν έχουν (στις περισσότερες περιπτώσεις) αποσαφηνίσει βασικά θέματα φύλου και σεξουαλικότητας…
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ 5η – Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΟΥΜΠΕΝ
Αν σας μπέρδεψε η προηγούμενη θεματολογία της μετανεωτερικής παγκοσμιοποίησης για τα γκέτο, να επισημάνουμε ότι δεν ευθύνεται άμεσα η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης για την δημιουργία τους. Γκέτο υπήρχαν στην «πολιτισμένη» Δύση επειδή αναπαρήγαγαν τον αποικιοκρατικό ρατσισμό και εντός των συνόρων τους. Αυτό που άλλαξε από την δεκαετία του ’70 και έπειτα, ήταν ο αγώνας των πρωταγωνιστικών ελίτ της παγκοσμιοποίησης: α) Να ρομαντικοποιήσουν την υποκουλτούρα των γκέτο και να την κάνουν mainstream μέσω της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, β) να γκρεμίσουν κάθε συνεκτικό δεσμό κοινότητας και ενότητας πραγματικής ή φανταστικής μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Η επίθεση αυτή μάλιστα είναι εμφανής στις υποβαθμισμένες ανθρωπιστικές σπουδές που μετατράπηκαν σε θιάσους αυτόκλητων «ακτιβιστών». Φυσικά ακολούθησε η επίθεση στην γλώσσα και η γελιοποίηση της γραμματικής και του συντακτικού της λογοτεχνίας και της εθνικής ζωής. γ) Παράλληλα η επιλεκτική ανάδειξη μειονοτήτων δεν σημαίνει και ενσωμάτωση, ούτε βελτίωση της θέσης τους. Είναι μάλλον ένας τρόπος περαιτέρω κατακερματισμού των αδύναμων μαζών και της ανάγκης τους για έκφραση. δ) Στην εποχή που οι χρόνοι μικραίνουν και η αστάθεια βασιλεύει, δεν αρμόζει καμία συνεκτική κοινωνία με ιστορία, αξίες και θεσμούς. Αυτά σε γενικές γραμμές για την δυτική διάσταση. Πάμε στην ελληνική περίπτωση.
Αυτό το οποίο υφίσταται η χώρα μας και αντιμετωπίζει είναι τα εξής προβλήματα/αδιέξοδα: Α) τον ασταμάτητο οικονομικό μαρασμό της σαν συνέπεια της προσάρτησής της στην αυτοκρατορικού τύπου ολοκλήρωση της Ε.Ε και του δυτικού συνασπισμού. Β) Στα πλαίσια αυτής της υποτελούς σχέσης που έχει ενταθεί τα τελευταία 11 χρόνια με τα Μνημόνια, η χώρα με έναν ψυχαναγκαστικό θαρρείς τρόπο, εισάγει όλα τα πολιτισμικά προϊόντα του αδιεξόδου της παγκοσμιοποίησης με ρυθμό εξουθενωτικό για την μεγάλη πλειοψηφία. Αρκεί να θυμίσουμε ότι στην χώρα μας για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού (με κάποιες εξαιρέσεις όπως οι τσιγγάνοι) δεν υπήρχε νοοτροπία γκέτο ούτε διαχωρισμοί «ευγενών» και μη περιοχών, τουλάχιστον όχι στην ένταση που αντιμετωπίζει η Γαλλία και ο αγγλοσαξωνικός κόσμος. Γ) Προβλήματα υπαρκτά ή κατασκευασμένα έξωθεν, συναντιόνται ορμητικά με χρόνια προβλήματα και παθήσεις του εθνικού κορμού. Αυτό που βιώνουμε είναι (προσωρινά) μια εκρηκτική συνύπαρξη δύο παρακμιακών καταστάσεων: μιας χρόνιας σαπισμένης δομής που παρήγαγε υπερβολή και καρικατούρες συντηρητικών δήθεν αξιών (ειδικά σε επαρχιακά και τουριστικά μέρη) και μιας επιβεβλημένης έξωθεν «προοδευτικής» θεματολογίας των σπουδαγμένων «λογιότατων» νέων και μη. Η μεν πρώτη κατηγοριοποίηση χάνει πόντους στο μιντιακό κατεστημένο που δεν αντέχει πλέον καρικατούρες σαν τον Σεφερλή και βήμα το βήμα περιορίζεται από τα οικονομικά και θεσμικά κέντρα, όμως διαθέτει περισσότερη πέραση σε ό,τι αφορά το κοινό. Η δεύτερη κατηγοριοποίηση έχει κερδίσει τις εντυπώσεις στο μεταναστευτικό και έχει καταλάβει βήμα το βήμα τα κοινωνικά δίκτυα και τα ΜΜΕ και αρκετούς κρίσιμους θεσμούς και πόστα στο πολιτικό σύστημα. Στερείται όμως εύρους κοινού.
Με τον επιλεκτικό αναδασμό χώρων/περιοχών του κέντρου της Αθήνας και την δημιουργική δημογραφία των φιλανθρωπικών ΜΚΟ και των μνημονιακών κυβερνήσεων, μπορούμε πλέον να πούμε ότι είμαστε περήφανα μέλη της δυτικής οικογένειας. Πλέον αντιμετωπίζουμε την μεταμοντέρνα σήψη και αποσύνθεση με όλα τα αδιέξοδα της. Η διαφορά είναι ότι η κατάσταση αυτή, προστίθεται σε μια χρόνια έκπτωση αξιών (ας είναι καλά το πολιτικό μας σύστημα) και σε μια ραγδαία αποσυγκρότηση της εθνικής μας κυριαρχίας (ελέω Μνημονίων). Άλλη ιδιαιτερότητα της χώρας είναι το γεγονός ότι ανέκαθεν οι σχέσεις κράτους-πολίτη ήταν προβληματικές ενώ κανένας κρατικός θεσμός (πλην της Εκκλησίας και ίσως των Ενόπλων Δυνάμεων) δεν είχε κύρος και διείσδυση στον πληθυσμό. Η κοινωνία ήταν παραδοσιακά ανοργάνωτη (πολιτικά-θεσμικά) σε σχέση με την συντεταγμένη προσέγγιση των δυτικών κρατών[21].
Με την φυγή μεγάλου τμήματος του εργατικού και επιστημονικού προσωπικού στο εξωτερικό και την βίαιη δημογραφική αλλαγή κρίσιμων αστικών περιοχών, η παράλυση του κοινωνικού ιστού είναι ένα γεγονός χωρίς αμφισβήτηση. Εάν τώρα προστίθενται νέοι παράγοντες αποσταθεροποίησης του γενικού φρονήματος, τότε η απελπισία φουντώνει έτι περαιτέρω. Δεν ξέρουμε αν η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη, ωστόσο σίγουρα είναι σημαντικότατη. Σημαντικότατη γιατί γενιές και γενιές Ελλήνων εθίστηκαν προηγούμενα στην κιτς θεματολογία επί δεκαετίες και το κυριότερο; Οι μέχρι πρότινος καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες που πρωτοστάτησαν στην Μεταπολίτευση προσκύνησαν στο μεγαλύτερο μέρος τους την μιντιακή παρακμή, όταν όλα έδειχναν ρόδινα. Και έκαναν λάστιχο τους αισθητικούς γνώμονες που αν μη τι άλλο οι λαϊκές τάξεις διέθεταν, δεν διέθετε όμως το κράτος και η κρατούσα τάξη[22]. Και ενώ όλα αυτά ήταν εμφανή, έπρεπε να εθιστούμε σταδιακά και στο «πολιτισμικό» κεφάλαιο που μας φέρνει η παγκοσμιοποίηση. Το κοινωνικό περιθώριο να πάψει να έχει ακόμη και αυτό ταυτότητα, και να διαχυθεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, έτσι ώστε να μην διαφέρουμε και πολύ μεταξύ μας. Να μας ενώνει ένας «ευγενών» προθέσεων εκβαρβαρισμός… Όλοι μαζί ενωμένοι προσπαθούν σκληρά να εκχυδαΐσουν και να στραπατσαρίσουν την παλιά αξιοπρέπεια των μεσαίων στρωμάτων. Ατζέντηδες, καναλάρχες, παρακμιακοί καλλιτέχνες, υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων, επαγγελματίες ακτιβιστές και τρολς του διαδικτύου, έχουν πείσει πολλούς ότι δεν χρειάζεται να προσπαθούμε να μείνουμε ακέραιοι στον οχετό του σήμερα. Ας γίνουμε όλοι ένας χυλός…
Αυτά τα ολίγα για να προειδοποιήσουμε για την αναταραχή που έρχεται. Ας μην επιτρέψουμε τα ορόσημά μας, είτε λέγονται 25η Μαρτίου, είτε 17 Νοέμβρη να κατρακυλήσουν σημασιολογικά και αισθητικά όπως κάποιοι θέλουν. Και το κυριότερο; Ας μην αφήσουμε τις κοινωνικές συγκρούσεις να εκτραπούν εθνοπολιτισμικές συρράξεις ανάλογες του Brixton και των γαλλικών banlieues… Και ας αντισταθούμε έστω για λίγο στην εξίσωση προς τα κάτω που προωθεί ο «προοδευτικός» χώρος και στην ψεύτικη λάμψη των μιντιακών προβολών και υπερβολών (που παραδοσιακά ανήκε στο «βαθύ σύστημα»).

6) Κλασσικό απαύγασμα επαναστατικής σκέψης του σήμερα. Η τραμπούκικη επίθεση τύπου μπράβων στον αιμόφυρτο Ζακ, έλαβε αμέσως έμφυλα χαρακτηριστικά, σαν κάποιοι να είναι έτοιμοι από καιρό.
[1] Μια ξένη απόκοσμη όψη της ζωής εν πολλοίς ξεχασμένη στα πλαίσια της κορωνοπαράκρουσης. Όταν το επιτρέψουν οι προστάτες μας και η «υγεία» μας μπορεί και να ξανανοίξουν όπως τα θυμόμαστε… Και δεν εννοούμε όλους τους «ναούς» της νυχτερινής ζωής αλλά σε τελική ανάλυση την ίδια την έννοια νυχτερινή ζωή…
[2] https://www.kathimerini.gr/opinion/687030/h-lexi-loympen/
[3] Μέσω των καναλιών της, των εντύπων της και του τρόπου ζωής της.
[4]https://www.athensvoice.gr/viral/showbiz/499610_kayto-striptiz-ston-savvopoylo-ekeinos-moy-zitise-leei-i-horeytria-evita
[5]http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=650&Itemid=29 Ενδιαφέρον επίσης το έργο των Ιοαχίμ Ράσκε και Ηλία Κατσούλη κα, «Τα πολιτικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης», Εκδόσεις Εγνατία 1985.
[6]https://socialpolicy.gr/2017/06/%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CF%8E%CE%BD-%CE%BC%CE%B5-%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%AC-%CF%83%CF%84%CE%B7.html Στοιχεία του 2016, γι’αυτό και συμπεριλαμβάνουμε και την Βρετανία.
[7] Ένα σε γενικές γραμμές μικρό ποσοστό φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
[8] Jeremy Rifkin, «Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της», σελ. 159-170, Εκδόσεις Λιβάνη, 1996
[9] Το ίδιο, σελ. 172
[10] Ο συγγραφέας του βιβλίου «No Society-Το τέλος της μεσαίας τάξης της Δύσης»
[11] Αν δεν υπάρχει λόγω ιστορικής συνθήκης έθνος κράτος, τότε το ονομάζουμε αλλιώς: παλιά Αγγλία, «βαθιά» Αμερική κοκ.
[12] Μήπως στο τέλος ορίζουν αυτοί τους κανόνες; Αμ δε! Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ταινία Arthur Rambo που προβλήθηκε στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θες/νικης φέτος το 2021. Εκεί φαίνεται εκκωφαντικά ποιοι κάνουν κουμάντο.
[13] Κριστόφ Γκιλουί, «Ζώντας μαζί» ή χωριστά; Η πολυπολιτισμικότητα και η ρήξη του κοινωνικού δεσμoύ», Περιοδικό Πρόταγμα, σελ 114-148, τεύχος Νοεμβρίου 2015
[14] το 46% των θέσεων εργασίας στην Γαλλία εντοπίζεται σε 12 πόλεις-μητροπόλεις, την αφρόκρεμα της νέας «ανοιχτής» Γαλλίας…
[15] https://www.lifo.gr/culture/vivlio/guy-debord-simeioseis-pano-sto-metanasteytiko-zitima
[16] https://www.respublica.gr/2018/03/post/festivisme
[17] https://www.respublica.gr/2018/12/post/michea-2
[19] Αρνούμαι να τους χαρακτηρίσω «φιλοσόφους» όπως μας το αναφέρει το παραπάνω άθλιο σάιτ.
[21]Άλλη σημαντική λεπτομέρεια ήταν ότι σαν χώρα δεν υπήρξαμε ποτέ αυθεντικά αποικιοκράτες…
[22] Για την αστική μας τάξη τι να πρωτοπούμε; Θα αρκεστούμε σε αυτό που έλεγε παλιά η 17 Νοέμβρη, «Λούμπεν μεγαλοαστική τάξη» τον τίτλο τον κέρδισε επάξια…
Πάρις Θασίτης, Νομικός