Το 2021 είχα γράψει ένα κείμενο σχετικά με την ελάχιστη βάση εισαγωγής για
δημοσίευση, το οποίο όμως δεν ήταν πλήρως ολοκληρωμένο και έτσι το άφησα στην
άκρη. Είχε τίτλο «ΕΒΕ: και τώρα τι;». Εξέφραζα τις ανησυχίες μου για το νέο
σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα το μικρό αυτό
κείμενο ήταν το εξής:
«Με τις ανακοινώσεις των φετινών βάσεων εισαγωγής, και επίσημα είδαμε την
σημαντική μείωση των εισακτέων για φέτος στις σχολές, κάτι το οποίο βέβαια
περιμέναμε από όταν θεσμοθετήθηκε η ελάχιστη βάση εισαγωγής. Το ζητούμενο
είναι τι κάνουμε από εδώ και πέρα: δηλαδή απλά κάνουμε έναν θλιβερό συλλογισμό
για όσους δεν τα κατάφεραν και τέλος; Χρησιμοποιούμε την κλασσική ατάκα «δεν
είναι όλοι για να γίνουν φοιτητές»; Συνειδητοποιούμε πως έτσι έχουν τα πράγματα
από εδώ και πιο πέρα και προχωράμε παρακάτω; Νομίζω πως αυτό που οφείλουμε να
κάνουμε (αν βέβαια καταλάβουμε σοβαρά πως η εκπαίδευση των νέων είναι το
μέλλον της χώρας-αναφέρομαι στη δημόσια εκπαίδευση που ένα κράτος παρέχει σε
όλους) είναι να αναρωτηθούμε ποιο είναι το σχέδιο. Εντάξει ας πούμε ότι όσοι δεν τα
κατάφεραν δεν είχαν διαβάσει και είναι λογικό να μην πέρασαν. Ας ξεχάσουμε πως
πέρσι θα περνούσαν. Και λοιπόν; Τι έχει κάνει το κράτος για την συνέχεια; Ποια είναι
η προτεινόμενη λύση, που λογικά θα μας την παρουσιάσουν με έναν αλαζονικό ως
συνήθως τρόπο; Ιδιωτικά κολλέγια, ανεργία, στρατιωτική θητεία, χαμηλός μισθός και
έχει ο Θεός, ακόμα και αν δεν το πουν. Που είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες του νέου
συστήματος εισαγωγής, ώστε όσοι δεν επιτύχουν στις εξετάσεις να έχουν
ενναλακτικές; Πότε περιμένουν να μας τις αναλύσουν; Εκτός αν δεν υπάρχουν, διότι
δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα και αντιδράσεις: δεν είναι δυνατόν να μην
υπάρχει σχέδιο! Η συνέχεια θα δείξει: ποιο είναι το σχέδιο για αυτά τα παιδιά, για
τους μαθητές, για τους φοιτητές, για τους καθηγητές και τους δασκάλους, για τα
πανεπιστημιακά ιδρύματα, τις σχολές και τα τμήματα, όπως και το εκάστοτε
προσωπικό πέραν του διδακτικού. Νομίζω πως οι απαντήσεις δεν θα έρθουν ποτέ, θα
αργήσουν ή θα είναι απλά λόγια του αέρα». Θα προσπαθήσω λοιπόν σήμερα, 2024
πλέον, να αναλύσω αυτές τις σκέψεις με βάση τις εξελίξεις στον χώρο της παιδείας.
Αρχικά, όσον αφορά την ίδια την βάση εισαγωγής, το αν τελικά πέτυχε ή όχι είναι
σχετικό. Σχετικό υπό την έννοια πως δεν γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα ποιος ήταν ο
στόχος της. Πρακτικά έκλεισαν πανεπιστημιακά τμήματα και μειώθηκαν οι
εισακτέοι. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να υποστηρίξει πως με αυτόν τον τρόπο
«καθάρισε το τοπίο» και πλέον τα τμήματα που λειτουργούν είναι αυτά που πρέπει,
και όσοι δεν κατάφεραν να περάσουν σε ένα τμήμα, δεν ήταν καλά προετοιμασμένοι
άρα θα δοκιμάσουν ξανά ή απλά δεν είναι για αυτούς οι σπουδές. Από την άλλη, οι
πολέμιοι του νέου συστήματος εισαγωγής, θα πουν πως αυτός ήταν ο σκοπός: να
κλείσουν τμήματα και να μείνουν αρκετοί νέοι μακριά από τα πανεπιστήμια.
Πιστεύω πως η αλήθεια είναι κάπου στη μέση ή καλύτερα ισχύουν και τα δύο. Για να
κατανοήσουμε το επιχείρημά μου, πρέπει πρώτα να δούμε το πώς λειτουργεί το
σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων. Με βάση τα γραπτά ενός μαθητή σε
συγκεκριμένα μαθήματα (τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τις μετέπειτα σπουδές
του) αξιολογείται, μαζεύει μόρια και κατατάσσεται με βάση αυτά σε μια λίστα με
άλλους υποψήφιους. Στο τέλος το εκάστοτε τμήμα θα πάρει όσους έχει ήδη ορίσει ότι
έχει ανάγκη, και ο τελευταίος εισακτέος θα δημιουργήσει την βάση εισαγωγής.
Πολλά έχουν γραφτεί για το συγκεκριμένο σύστημα και πολλές αλλαγές έχουν γίνει
και στα εξεταζόμενα μαθήματα. Μην ξεχνάμε την αφαίρεση των Λατινικών και την
εισαγωγή της Κοινωνιολογίας, τις αντιδράσεις και την αλλαγή ξανά στη συνέχεια.
Βέβαια κανείς δεν σκέφτηκε πως τα Λατινικά ίσως θα χρειάζονταν σε έναν υποψήφιο
μιας φιλολογικής σχολής, και η Κοινωνιολογία έναν μιας κοινωνιολογικής. Έτσι θα
λυνόταν το θέμα, και θα άλλαζε θεωρώ και το σύστημα προς το καλύτερο: με
περισσότερες δηλαδή επιλογές και «δικλείδες ασφαλείας». Το σύστημα όμως των
γραπτών εξετάσεων παραμένει. Το πρόβλημα είναι οι αντιλήψεις.
Εξηγώ και σημειώνω τις απόψεις οικογενειών και κοινωνικών στρωμάτων πως
υπάρχουν καλές και κακές σχολές, δύσκολες και εύκολες, και πως η «αξία» των
σπουδών μετριέται στα μόρια εισαγωγής. Τα μόρια όμως μαζεύονται και οι βάσεις
δημιουργούνται από την εκάστοτε ζήτηση, δηλαδή από την δημοφιλία μιας σχολής
και όχι από την «αξία» της. Παράλληλα, με το νέο σύστημα της ελάχιστης βάσης το
κράτος έρχεται «από τα πάνω» και ορίζει μόνο του την βάση, και δεν αφήνει να
δημιουργηθεί από μόνη της με βάση τη ζήτηση και τις επιδόσεις των μαθητών. Είναι
λογικό αυτό; Πιστεύει κανείς πως μπορεί να δουλέψει, χωρίς έστω να έχουν γίνει
κάποιες ευρύτερες αλλαγές στις πανελλαδικές;
Τα τελευταία χρόνια μειώθηκαν αισθητά τα κονδύλια των δημοσίων πανεπιστημίων.
Επιπλέον, μια οικογένεια πληρώνει την εκπαίδευση των παιδιών της από το δημοτικό
μέχρι το διδακτορικό, με φροντιστήρια, νοίκια, βιβλία και πολλά άλλα (μην ξεχνάμε
τα απαράδεκτα συστήματα πτυχιακών εργασιών επί πληρωμή). Όσες πιστοποιήσεις
χρειάζεται ένας νέος (υπολογιστές, ξένες γλώσσες) δεν δίνονται δωρεάν από το
δημόσιο σύστημα παιδείας. Τελικά, όντως στην πράξη υπάρχουν πλέον κι άλλοι νέοι
χωρίς δυνατότητα απόκτησης πτυχίου, υποβαθμίστηκε περαιτέρω το σύστημα
εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση και έκλεισαν τμήματα. Δεν πιστεύω πως το νέο
σύστημα φταίει για όλα, και ότι οι μαθητές που απέτυχαν θα τα κατάφερναν πριν
μερικά χρόνια αναγκαστικά, αλλά σίγουρα δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως
δημιουργείται μια τάση παραίτησης από όλες τις πλευρές. Μια αίσθηση ματαιότητας.
Θα μπορούσα εδώ να τελειώσω το κείμενό μου, όμως πλέον επίσημα από το αρμόδιο
Υπουργείο και την νέα πλέον κυβέρνηση (σε σχέση με το 2021 του τελευταίου μου
άρθρου) προωθείται η δημιουργία κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Η
πανεπιστημιακή κοινότητα τα θεωρεί ήδη απλά ιδιωτικά κολλέγια, οι αντιδράσεις
είναι οξύτατες και οι κινητοποιήσεις ήδη άρχισαν. Υπάρχει φυσικά ο φόβος της
εμπορευματοποίησης της παιδείας με ολοκληρωτικό τρόπο και της υποβάθμισης των
πτυχίων των δημοσίων πανεπιστημίων. Αν λοιπόν συνδέσουμε την ΕΒΕ με τις νέες
αυτές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης στον χώρο της παιδείας, μπορούμε τουλάχιστον
να προβληματιστούμε ή όσοι από εμάς ασχολούμαστε με αυτόν τον χώρο μπορούμε
(και δικαιούμαστε) και να θυμώσουμε. Προσωπικά θεωρώ ότι ακόμα και αν το
νομοσχέδιο δεν υιοθετεί τις πιο «ακραίες» ρυθμίσεις για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια,
είναι απαράδεκτο εν μέσω πλήρους υποβάθμισης της δημόσιας παιδείας, η
προτεραιότητα μιας κυβέρνησης να είναι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Η ανάγκη βέβαια
που παρουσιάστηκε ήταν το να γίνει η χώρα μας σαν όλες τις άλλες στον τομέα της
παιδείας, κάτι που είχε ακουστεί και για την πανεπιστημιακή αστυνομία (η οποία
τελικά ποτέ δεν κατάφερε να εφαρμοστεί). Ξεχνάμε όμως για άλλη μια φορά την
απουσία της δημόσιας παιδείας από τις άλλες χώρες. Την παράδοση στις ιδιωτικές
σπουδές, που υπάρχει εκτός συνόρων, όπως και την «παραφροσύνη» της ισοτιμίας
ενός ακαδημαϊκού τίτλου δημόσιου φορέα, που κάποιος απέκτησε «εισαγόμενος»
από τις πανελλαδικές, με τον τίτλο ενός ιδιωτικού φορέα άλλων κριτηρίων, όσο
καλός και αν είναι αυτός.
Οι αντιδράσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας έχουν ξεκινήσει, και σχεδόν αμέσως
άρχισαν να ακούγονται θεωρίες για κακούς φοιτητές που κάνουν καταλήψεις (λες και
με τα νέα τεχνολογικά μέσα μπορεί να χαθεί η εξεταστική), εισαγγελικές έρευνες και
άλλα παρόμοια και εξίσου τρομακτικά (σαν να μην υπάρχουν πλέον δικαιώματα). Η
ουσία είναι πως και οι δυο θεωρίες που ανέφερα στην αρχή τελικά ισχύουν: η ΕΒΕ
(και πλέον η συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια) ήταν η αιτία του κακού για
τους πολέμιους του νέου συστήματος, και μια ελπιδοφόρα αλλαγή για τους
υποστηρικτές του. Τα αποτελέσματα είναι τα ίδια, όπως τα βλέπουν και οι δυο
πλευρές, αλλά η κάθε πλευρά τα αξιολογεί με διαφορετικό τρόπο.
Οι προτεραιότητες, ειδικά ανάλογα τις περιστάσεις, δείχνουν την προσωπικότητα και
τα μελλοντικά σχέδια όλων μας, όπως και της κυβέρνησης. Όλοι θα κριθούμε. Και η
Πολιτεία, που δείχνει τι επιθυμεί για παράδειγμα με την μείωση των επιστημονικών
ερευνητών, και εμείς που διαφωνούμε, αλλά έχουμε κάτι να αντιπροτείνουμε. Όμως
μέχρι στιγμής, όπως έδειξα στο άρθρο, κάθε φορά που η εκπαιδευτική κοινότητα
τρέμει τα χειρότερα, τελικά επιβεβαιώνεται. Για αυτό και η επανάληψη είναι η
μητέρα της μάθησης: ας διδαχτούμε από το παρελθόν πριν να είναι πολύ αργά
Γιώργος Λαμπρόπουλος, Κοινωνικός Ανθρωπολόγος