Μόλις λίγες εβδομάδες πριν, καλωσορίσαμε το νέο έτος με ευχές λίγο πολύ παρόμοιες ο καθένας μας. Αυτό που σίγουρα δεν ευχήθηκε η πλειοψηφία, ήταν η κατακόρυφη αύξηση στις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Πράγματι, τα περισσότερα νοικοκυριά αλλά και επιχειρήσεις βρέθηκαν αντιμέτωποι με «φουσκωμένους» λογαριασμούς σε μία περίοδο όπου η οικονομία της χώρας βρίσκεται κυριολεκτικά ίσως στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Όπως ήταν αναμενόμενο οι αντιδράσεις ήταν έντονες και η απελπισία των πολιτών οφθαλμοφανής. Οι αιτίες της κρίσης αυτής χρήζουν ενδελεχούς μελέτης με σκοπό την κατανόηση του προβλήματος και της -όσο το δυνατό- άμεσης επίλυσής του.
Στην κορυφή της λίστας των αιτιών της πρωτοφανούς αυτής κρίσης εντοπίζεται σαφώς η σταδιακή επιστροφή στην προ covid καθημερινότητα, η οποία βρήκε την αγορά πλήρως απροετοίμαστη και ανίκανη να ικανοποιήσει τις αυξημένες ανάγκες για ενέργεια. Η ζήτηση υπήρξε υψηλή και τα αποθέματα λιγοστά σε Ευρώπη, Ασία και Αμερική. Παρατηρούνται κινήσεις πανικού από ισχυρές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο (λ.χ. Κίνα) με σκοπό να αγοράσουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο για μόλις έναν χρόνο, επιβεβαιώνοντας τις δυσοίωνες προβλέψεις για σοβαρές και ανεπανόρθωτες ελλείψεις πριν το τέλος του έτους! Τα μεγάλα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας σε Ασία (Ινδία) και Ευρώπη (Ρωσία και Νορβηγία) δηλώνουν πως τα αποθέματα στις εγκαταστάσεις τους βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα για την εποχή. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την μη εύνοια του καιρού οδήγησαν στην φανερά μειωμένη παραγωγή από τις ανεμογεννήτριες καθιστώντας έτσι το φυσικό αέριο απαραίτητο στις περισσότερες περιπτώσεις. Το φυσικό αέριο εννοείται ότι είναι λιγότερο επιβλαβές για το περιβάλλον σε σχέση με τον λιγνίτη, εξακολουθεί όμως να είναι σαφώς ακριβότερο από αυτόν. Στο σημείο αυτό, κρίνεται αναγκαίο να δοθεί μία σημαντική διευκρίνιση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια έχεις ορθώς στραφεί προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με το πράσινο σύμφωνο αποσκοπώντας στην προστασία του περιβάλλοντος. Είναι δεδομένο ότι η σκέψη αυτή και σωστή είναι και οφείλει να γίνει πράξη! Το λάθος βρίσκεται στη βιασύνη της όλης διαδικασίας. Μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, ότι η μετάβαση αυτή στην «πράσινη πραγματικότητα» δε θα γίνει με τους ίδιους ρυθμούς σε όλα τα κράτη-μέλη. Δεν έχουν όλες οι χώρες τα ίδια ενεργειακά και ορυκτά αποθέματα και κυρίως την οικονομική ευχέρεια για να εισέλθει τόσο γρήγορα στο σύμφωνο αυτό. Ένα λοιπόν από τα αποτελέσματα της εμμονής αυτής για απολιγνιτοποίηση της Ευρώπης είναι και η ραγδαία αύξηση στις τις τιμές της ενέργειας.
Πέραν όμως του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, μία άλλη εξίσου σοβαρή αιτία της ενεργειακής αυτής κρίσης που βιώνει σχεδόν ολόκληρος ο πλανήτης δεν είναι άλλη από τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται γύρω από αυτήν. Με πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτό της πολεμικής κατάστασης ανάμεσα σε Ουκρανία και Ρωσία, αποκρυσταλλώνεται η γεωστρατηγική υπόσταση που λαμβάνει το ζήτημα. Όντας κύριος πάροχος ενέργειας στην Ευρώπη, αυτήν τη στιγμή η Ρωσία βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση να διαπραγματεύεται το ενεργειακό μέλλον της ηπείρου. Αποσαφηνίζει πως ακόμα και με τα μειωμένα αποθέματά της αναζητά συμμάχους και υποστηρικτές που θα τους ανταμείψει αναλόγως. Σε συνεργασία με το Αζερμπαϊτζάν (από τους βασικότερους παίκτες στην ενεργειακή σκακιέρα) ελέγχει τη ροή του πετρελαίου όχι μόνο σε Ευρώπη, αλλά και σε Ασία! Σε συνδυασμό μάλιστα με τις χαμηλές θερμοκρασίες που παρατηρούνται τις τελευταίες εβδομάδες στην Ευρώπη, η θέση της Ρωσίας γίνεται ακόμα πιο εύκολα κατανοητή.
Και η Ελλάδα, που βρίσκεται μέσα σε όλο αυτό το ενεργειακό «χάος»; Η χώρα μας, όπως και τις περισσότερες φορές άλλωστε, δε βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Το 78% της ενέργειας που καταναλώνουμε ως χώρα είναι εισαγόμενο. Αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στο έλεος των όποιων μεταβολών επιβάλλει η εκάστοτε χώρα εισαγωγής. Με λίγα λόγια, το ελληνικό κράτος δε μπορεί να ελέγξει και εν συνεχεία να καθορίσει αυθαίρετα τις τιμές πετρελαίου, φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού γιατί πολύ απλά δεν είναι δικής του παραγωγής! Είναι βέβαια γνωστό ότι η Ελλάδα διαθέτει πλούσιο ορυκτό πλούτο όπου μέχρι στιγμής καμία κυβέρνηση δε στάθηκε ικανή να τον εκμεταλλευτεί σωστά. Αν λοιπόν δε θέλουμε στο μέλλον να διπλασιαστούν ή και να τριπλασιαστούν σε κάποιες περιπτώσεις τα νούμερα στους λογαριασμούς, οφείλουμε σαν χώρα να εκμεταλλευτούμε τον πρωτογενή μας τομέα ώστε να μειωθεί σταδιακά η υπέρμετρη εισαγωγή ενέργειας και, γιατί όχι, κάποια στιγμή όταν και αν το επιτρέψουν οι συνθήκες να προχωρήσουμε και σε εξαγωγές. καθώς η κατακόρυφη αυτή αύξηση των τιμών είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο ότι θα οδηγήσει σε πληθωρισμό όπου η χώρα εν προκειμένω δε δύναται να διαχειριστεί.
Ασημίνα Σταυριανού, Πολιτικός Επιστήμονας