Την Παρασκευή 28/8/2020, τα παιδιά που έδωσαν πανελλαδικές εξετάσεις έμαθαν τα αποτελέσματα των κόπων τους. Σίγουρα πολλά παιδιά θα πέτυχαν τους στόχους τους, θα μπήκαν στη σχολή που ήθελαν εξαρχής, άλλα παιδιά θα έχουν περάσει σε μια σχολή που δε τη γνωρίζουν και γενικά κάποιοι/ες θα χάρηκαν και άλλοι/ες όχι. Συγχαρητήρια λοιπόν στα παιδιά που κατάφεραν να εισαχθούν στη σχολή που επιθυμούν και να έχουν μια καλή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Ένα μπράβο φυσικά πρέπει να δοθεί και στα παιδιά που προσπάθησαν, έδωσαν εξετάσεις αλλά δε πέτυχαν το επιθυμητό για αυτά αποτέλεσμα. Να θυμούνται, τόσο τα παιδιά αυτά όσο και οι γονείς τους, ότι έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους.
Αυτό το άρθρο δε γράφεται απλά για να συγχαρεί τα παιδιά αυτά, το μέλλον αυτού του τόπου. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να αποτελέσει την αφετηρία για μια συζήτηση γύρω από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ένα σύστημα που έχει διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να γεννά νικητές και χαμένους. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο αυτό θα σχολιαστούν κάποια θέματα που αφορούν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και θα παρατεθούν κάποιες προτάσεις για βελτίωσή της.
Στην Ελλάδα, παράλληλα με τα δημόσια σχολεία, υπάρχουν τα ιδιωτικά φροντιστήρια. Πολλοί γονείς στέλνουν τα παιδιά τους στα φροντιστήρια γιατί θεωρούν ότι εκεί τα παιδιά τους θα λάβουν ακόμα περισσότερα εφόδια από αυτά που μπορεί να τους προσφέρει το δημόσιο σχολείο. Αυτό έχει όμως ως αποτέλεσμα οι γονείς να δίνουν από τη τσέπη τους λεφτά στα φροντιστήρια. Δίνουν χρήματα σε ιδιωτικούς παρόχους εκπαίδευσης, κάτι που από μόνο του αμφισβητεί τον δημόσιο χαρακτήρα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, χρήματα τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να τα έχουν στην άκρη για την ακαδημαϊκή και επαγγελματική σταδιοδρομία των παιδιών τους, ή και στη χειρότερη με αυτά τα χρήματα να καλύψουν άλλες ζωτικές για μια οικογένεια ανάγκες.
Στην αντίπερα όχθη, βρίσκονται οι γονείς οι οποίοι λόγω οικονομικών δυσκολιών αδυνατούν να δώσουν χρήματα στα ιδιωτικά φροντιστήρια. Τα παιδιά τους δεν απολαμβάνουν τα εκπαιδευτικά οφέλη των φροντιστηριών. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί δάσκαλοι/ες που είναι άξιοι/ες και θέλουν να προσφέρουν έργο. Οι δυσκολίες όμως που αντιμετωπίζουν είναι δομικές, έτσι ώστε να μην μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η έλλειψη μόνιμου διδακτικού προσωπικού στα σχολεία, η απουσία νέων σε ηλικία δασκάλων, οι παλαιωμένες και μερικές φορές ετοιμόρροπες σχολικές εγκαταστάσεις, οι χαμηλοί μισθοί των δασκάλων, είναι μερικά από τα υπαρκτά προβλήματα των σχολείων της χώρας μας και κανένας δε πρέπει να τους γυρνάει τη πλάτη. Τέτοια προβλήματα δε λύνονται με μάσκες, παγουρίνια και τσιρλιντινγκ.
Η ενίσχυση των σχολείων με μόνιμο διδακτικό προσωπικό θα ωφελήσει τα σχολεία τόσο των αστικών όσο και των αγροτικών και νησιωτικών περιοχών, καθώς εκεί υπάρχουν οι μεγαλύτερες ελλείψεις σε δασκάλους. Ένα σκέλος της ίδιας πρότασης περιλαμβάνει τη συνταξιοδότηση του «γηρασμένου» διδακτικού δυναμικού (εννοείται με αξιοπρεπείς συντάξεις αφού έχουν προσφέρει τόσα πολλά στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και όχι με συντάξεις πείνας) και την είσοδο νέων σε ηλικία δασκάλων που έχουν όρεξη για δουλειά και θέλουν να καινοτομήσουν στον χώρο της εκπαίδευσης. Δάσκαλοι/ες σε νέες ηλικίες, είναι πιο κοντά στις ηλικίες των μαθητών (ιδιαίτερα των γυμνασιόπαιδων και των λυκειόπαιδων) και μπορούν να αντιληφθούν καλύτερα τις ανάγκες τους.
Μια δεύτερη πρόταση για τη δημιουργία ενός ισότιμου δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος είναι η είσοδος σε όλα τα σχολεία της χώρας κοινωνικών λειτουργών (ΚΛ). Οι κοινωνικοί λειτουργοί μπορούν να διαπιστώσουν με ακρίβεια ποια παιδιά έχουν μαθησιακές δυσκολίες και εάν πίσω από αυτές τις μαθησιακές δυσκολίες κρύβονται ψυχολογικά ή κοινωνικά/οικονομικά αίτια. Οι κοινωνικοί λειτουργοί με εξειδίκευση σε θέματα παιδιών και οικογένειας, μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές/μαθήτριες να διαχειριστούν το άγχος και το στρες που προκαλεί η εκπαιδευτική διαδικασία, να υποστηρίξουν με επαγγελματισμό τα παιδιά που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας και γενικότερα να συνδέσουν τα παιδιά και τις οικογένειές τους με προγράμματα ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και πρόνοιας. Με λίγα λόγια, η είσοδος κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία μπορεί να συμβάλει στην ισότιμη συμμετοχή όλων των μαθητών/-τριών στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Τέτοιες πολιτικές και άλλες βέβαια, όπως η ανακαίνιση των κτιριακών δομών των σχολείων θα οδηγήσουν στη δημιουργία ενός εθνικού εκπαιδευτικού δημοσίου συστήματος υψηλού επιπέδου με πραγματικό δημόσιο χαρακτήρα, καθώς θα δίνει ευκαιρίες σε όλους τους μαθητές ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης να αναπτύξουν τις δεξιότητες και τις ικανότητες τους. Οι γονείς, βλέποντας ότι οι φόροι τους πιάνουν τόπο, θα πιστέψουν πάλι στο ελληνικό σχολείο, το οποίο μπορεί να καλύψει σε ικανοποιητικό βαθμό τις ανάγκες των παιδιών τους. Ακόμα και οι δάσκαλοι/ες των ιδιωτικών φροντιστηρίων θα είχαν όφελος από αυτές τις πολιτικές, γιατί θα τους δινόταν η ευκαιρία να εισέλθουν στον δημόσιο τομέα της εκπαίδευσης, και να ξεφύγουν από την επισφάλεια τις στρεσογόνες καταστάσεις που σε πολλές φορές προκαλεί ο ιδιωτικός τομέας στους εργαζομένους του.
Σίγουρα ένα τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα χρειάζεται γενναιόδωρες κρατικές χρηματοδοτήσεις τόσο για να δημιουργηθεί όσο και για να συντηρηθεί. Η προοδευτική φορολογία, η ορθολογική χρήση των φόρων που πληρώνουν οι πολίτες σε αυτόν τον τόπο και τα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν ως προς την κατεύθυνση αυτή. Επίσης, δε μπορεί να διαμορφωθεί ένα τέτοιο εκπαιδευτικό σύστημα από τη μία στιγμή στην άλλη. Χρειάζεται λοιπόν χρόνος και επιμονή. Το σημαντικότερο όμως που χρειάζεται για να υλοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο, είναι μια κυβέρνηση με πολιτική βούληση να επενδύσει στη δωρεάν δημόσια εκπαίδευση και που θα έχει προοδευτικό χαρακτήρα και δε θα αποδίδει συνέχεια την ευθύνη στο άτομο για τη μοίρα του, αλλά θα αναλαμβάνει κι εκείνη τις ευθύνες της. Δυστυχώς, ενώ η πανδημία ήταν και παραμένει μια πολύ καλή ευκαιρία τόσο για ενίσχυση του ΕΣΥ αλλά και των δημόσιων σχολείων και πανεπιστημίων της χώρας, η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από την μάσκα της ατομικής ευθύνης, αρνούμενη πεισματικά να αναλάβει τις δικές της ευθύνες. Ενώ ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για αύξηση των εκπαιδευτικών και για μονιμοποίησή τους, για ανακαίνιση των κτιρίων και για είσοδο των ΚΛ στα σχολεία προκειμένου να μάθουν στους μαθητές/-τριες τη χρήση μάσκας αλλά και για να μπορέσουν να προσφέρουν όλα αυτά που μπορούν να κάνουν (βλ. παραπάνω), η κυβέρνηση ανοίγει τα σχολεία απλά μοιράζοντας δωρεάν μάσκες, κάτι το οποίο το δήλωσε ότι θα το κάνει αφού βγήκε όλη η κοινωνία στα «κάγκελα», οι προσλήψεις γίνονται με το σταγονόμετρο και φυσικά ούτε λόγος για αξιοποίηση των ΚΛ.
Στην Ιταλία, η ιταλική κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο ενίσχυσης του εκπαιδευτικού της συστήματος εν μέσω πανδημίας, αυξάνοντας τον αριθμό των εκπαιδευτικών και των σχολικών της μονάδων, για να διεξάγεται η εκπαιδευτική διαδικασία με ασφάλεια τόσο για τους μαθητές όσο και για το διδακτικό προσωπικό. Η Ιταλία βρίσκεται σε αδύναμη θέση οικονομικά όπως η δική μας χώρα και μάλιστα χτυπήθηκε ανεπανόρθωτα από τον Covid-19. Παρ’ όλα αυτά, η υπουργός παιδείας της φαίνεται να έχει τη θέληση να επενδύσει στην εκπαίδευση, παρά τις δυσκολίες που επικρατούν.
Η Ελλάδα έχει το ανθρώπινο δυναμικό για να κάνει προσλήψεις δασκάλων, υπάρχουν έτοιμα κτίρια που θα μπορούσαν να γίνουν σχολικές μονάδες. Αυτό που χρειάζεται είναι η κυβέρνηση να πάρει την απόφαση να επενδύσει στην εκπαίδευση των μαθητών/-τριών, όπως έκανε και η κυβέρνηση της Ιταλίας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου, ικανού και χωρίς πληγές δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, που δε θα έχει τίποτα να ζηλέψει από τα εκπαιδευτικά συστήματα της Βόρειας και της Δυτικής Ευρώπης.
Πέτρος Νικολούδης, Κοινωνικός Επιστήμονας-Φοιτητής Κοινωνικής Εργασίας