Στο άκουσμα της λέξης “πραξικόπημα”, ο λογισμός των περισσότερων Ελλήνων τρέχει στην περίοδο της 7ετίας και στην “Χούντα των Συνταγματαρχών”. Κατά την περίοδο αυτή, το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας καταλήθηκε από ένα στρατιωτικό καθεστώς και το κλίμα της εποχής συνδέθηκε άρρηκτα με βασανισμούς και διώξεις πολιτικών προσώπων, αλλά και απλών πολιτών με αντίθετες, προς το καθεστώς, απόψεις. Αρκετοί, ωστόσο, από όσους δεν βίωσαν εκείνη την εποχή, δεν γνωρίζουν με λεπτομέρειες όσα συνέβησαν στη διάρκεια της δικτατορίας, αλλά και όσα ακολούθησαν τον πρώτο καιρό της μεταπολίτευσης. Ένα από αυτά τα γεγονότα είναι και η καταστολή ενός νέου πραξικοπήματος σαν σήμερα, πριν καν αυτό συμβεί.
Μέσα στην περίοδο της δικτατορίας, η λαϊκή αντίθεση προς το καθεστώς και η κοινωνική δυσαρέσκεια συσωρεύτηκαν, οδηγώντας τους πολίτες στους δρόμους και τους σπουδαστές στην κατάληψη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου των Αθηνών. Η εξέγερση αυτή αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την πτώση του Παπαδόπουλου, με τον ταξίαρχο Ιωαννίδη να εκμεταλλεύεται την έκρυθμη κατάσταση και να ανατρέπει το υπάρχον καθεστώς με νέο πραξικόπημα. Το δικτατορικό καθεστώς φάνηκε να φτάνει στο οριστικό του τέλος τον Ιούλιο του ‘74, με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο να βαρένει τον “Αόρατο δικτάτορα”. Ο επαναπατρισμός και η ανάληψη της κρατικής ηγεσίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή έμοιαζε ως μια λύση που θα οδηγούσε την Ελλάδα και πάλι σε πολιτική, αλλά και κοινωνική σταθερότητα.
Ο βασικός, λοιπόν, στόχος ήταν η αποκατάσταση της τραυματισμένης δημοκρατίας. Ωστόσο, μεγάλο στοίχημα αποτέλεσε και η εκκαθάριση του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας από τα φιλοδικτατορικά στοιχεία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ήταν έτοιμος να “πάρει κεφάλια”. Φοβούμενος την εύθραυστη κατάσταση που προκλήθηκε από τον δεύτερο “Αττίλα” στην Κύπρο και προσπαθώντας να μην προκαλέσει αναταραχές και βίαιες αντιδράσεις στον πυρήνα των υποστηρικτών της δικτατορίας, που υπήρχε ακόμα μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, προχώρησε σε μερικές αποστατεύσεις ανώτερων αξιωματικών το καλοκαίρι του 1974.
Από την άλλη, η ελληνική κοινωνία ασκούσε πιέσεις στον Καραμανλή και την κυβέρνηση για την εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και την παραδειγματική τιμωρία των πρωτεργατών και όσων διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο κατά την διάρκεια της επταετίας. Οι εκκλήσεις του λαού, εντέλει, εισακούστηκαν. Στις 17 Ιανουαρίου του 1975, το ελληνικό κοινοβούλιο προχώρησε στην έγκριση του Δ Ψηφίσματος. Το συγκεκριμένο ψήφισμα δήλωνε χαρακτηριστικά πως “η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη”, ενώ παράλληλα προσέδιδε τον χαρακτηρισμό “πραξικόπημα” στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος τον Απρίλιο του 1967, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την καταδίκη των πρωταιτίων της Χούντας. Κάτι τέτοιο, ασφαλώς δεν θα μπορούσε να αφήσει άπραγους τους υποστηρικτές της δικτατορίας.
Το διάστημα εκείνο, άρχισε να συνασπίζεται μια ομάδα Ιωαννιδικών αξιωματικών που υπηρετούσαν σε διάφορες μονάδες και φρουρές της χώρας. Πρωτεργάτες της ομάδας φαίνεται να ήταν ο υποστράτηγος Παπαδάκης, οι ταξίαρχοι Ντερτιλής και Μανιάτης και ο ταγματάρχης Μπόλαρης. Οι τέσσερις αυτοί αξιωματικοί κατάφεραν να μυήσουν στην ομάδα τους αρκετούς ακόμα αντιδημοκρατικους αξιωματικούς και πραγματοποιούσαν συνωμοτικές συναντήσεις σε διαμερίσματα της πρωτεύουσας. Στόχοι της ομάδας δεν ήταν η ανατροπή του τότε πρωθυπουργού και η κατάλυση της δημοκρατίας, αλλά η αποφυλάκιση των προφυλακισθεντων για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και η παύση της δίωξης “εθνικοφρόνων πολιτών”. Το σχέδιο που είχαν καταστρώσει δεν διέφερε και πολύ από τις πρακτικές που είχαν εφαρμώσει οι υπόδικοι συνταγματάρχες το 1967. Κατάληψη στρατιωτικών μονάδων της Αττικής, της Θεσσαλονικης και της επαρχίας, κατάληψη του ελληνικού κοινοβουλίου με τεθωρακισμένα, και ενδεχομένως σύλληψη σημαντικών προσώπων της πολιτικής σκηνής της χώρας.
Ωστόσο, ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελος Αβέρωφ, είχε προβλέψει πολύ νωρίτερα τέτοιες συνωμοτικές κινήσεις. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντα του, σχημάτισε εντός των ενόπλων δυνάμεων ένα δίκτυο νομιμοφρονων αξιωματικών, το οποίο θα ενίσχυε τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1975, έφτασε σε κυβερνητικούς αξιωματούχους η πληροφορία πως η συνωμοτική ομάδα ήταν έτοιμη να προχωρήσει στην εφαρμογή του αντι δημοκρατικού σχεδίου της. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, διατάχθηκε η σύλληψη των αξιωματικών που συμμετείχαν στην εν δυνάμει σκευωρία και τέθηκαν άμεσα σε διαθεσιμότητα. Οι αρχές προχώρησαν σε συλλήψεις πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος. Ο υπουργός Αβέρωφ “βάφτισε” την κίνηση αυτή με τον χαρακτηρισμο “κίνημα της πιτζάμας”, καθώς οι περισσότεροι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν μέσα στον ύπνο, ενώ παράλληλα ήθελε να καθησυχάσει τον ελληνικό λαό, δείχνοντας πως δεν ήταν κάτι τόσο σοβαρό.
Αντιθέτως όμως, η καταστολή του “κινήματος της πιτζάμας” αποτελεί σημαντικό σταθμό στις προσπάθειες εκδημοκρατισμού του Ελληνικού κράτους κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης. Αποτέλεσε μια βάση δίνοντας την ευκαιρία στην τότε κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια γενικότερη εκκαθάριση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, με αποστρατεύσεις και ποινικές διώξεις. Για την ιστορία, θα ήταν σημαντικό να αναφερθεί πως από τα 21 μέλη του “κινήματος της πιτζάμας” που βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, τα 14 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 4 έως 12 ετών, ενώ τα 7 αθωώθηκαν.
ΠΗΓΕΣ:
https://www.kathimerini.gr/politics/1091397/to-praxikopima-tis-pitzamas/
https://www.sansimera.gr/articles/747