Με αφορμή την Παγκόσμια ημέρα Πολιτισμικής Ποικιλομορφίας για τον Διάλογο και την Ανάπτυξη..
Είμαι πρώτα Άνθρωπος και μέτα Γάλλος, αφού είμαι κατ’ ανάγκη Άνθρωπος ενώ Γάλλος μόνο από τύχη.
~Montesquieu~
Τον Νοέμβριο του 2001, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ανακηρύσσει την 21η Μαΐου ως «Παγκόσμια Ημέρα Πολιτισμικής Ποικιλομορφίας για το Διάλογο και την Ανάπτυξη» (World Day for Cultural Diversity for Dialogue and Development), με σκοπό την αναγνώριση και αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας και την σημαντική συμβολή της στη παγκόσμια ειρήνη, ευημερία και ανάπτυξη. Ένα νεφελώδες ερώτημα που προκαλείται με την ανάγνωση της ονομασίας της ημέρας, είναι τι ορίζει η έννοια της πολυπολιτισμικότητας;
Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Michel Wieviorka (Νοταράς 2015:118), η πρώτη εμφάνιση του όρου σε λεξικό, γίνεται στο Harpers Collins Dictionary of Sociology το 1991, όπου ο ορισμός που δίνεται είναι ο εξής:
Η παραδοχή και προαγωγή του πολιτισμικού πλουραλισμού ως χαρακτηριστικό πολλών κοινωνιών (…) η πολυπολιτισμικότητα εξυμνεί και στοχεύει να προστατέψει την πολιτισμική ποικιλία, για παράδειγμα μειονοτικές γλώσσες. Την ίδια στιγμή εστιάζει στη συχνή άνιση σχέση των μειονοτήτων με τις επικράτουσες κουλτούρες.
Η πολυπολιτισμικότητα περιγράφει μία μη καινοφανή κοινωνική πραγματικότητα, στην οποία αναθεωρείται η ουσιοκρατική και νατουραλιστική σύνδεση έθνους και πολιτισμού. Πρόκειται δηλαδή για το φαινόμενο του πολιτισμικού πλουραρισμού, όπου στις οριογραμμές ενός κράτους εντοπίζονται πληθυσμοί που εμφορούνται διάφορα πολιτισμικά συστήματα, τα οποία ταξινομούνται και εγγράφονται ως διαφορετικά σε σύγκριση με ηγεμονικές και αντικειμενικές μορφές πολιτισμού, με βάση γλωσσικά, θρησκευτικά, εθνοτικά ή άλλα κριτήρια. Το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας είναι εξαιρετικά εμφανές στα κράτη που δημιουργήθηκαν από τη μετανάστευση και τον αποικισμό ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία), αλλά και στο πλαίσιο μίας γενικότερης διασποράς, μαζικών κινήσεων πληθυσμών και πολιτισμικών μετατοπίσεων, όπου ακόμα και οι άνθρωποι που παραμένουν σε οικεία μέρη τα συναντούν αμετάκλητα διαφοροποιημένα και αλλαγμένα, με αποτέλεσμα να κλονίζεται η σχέση τους με τις ψευδείς πολιτισμικές βεβαιοτήτες και της αντίληψης της χαρτογράφησης του κόσμου ως ένα σύστημα διάκριτων και στατικών πολιτισμικών οντοτήτων. Η συγκεκριμένη προσέγγιση του πολιτισμού, στην οποία εν μέρει βασίζεται η έννοια της πολυ-πολιτισμικότητας ονομάζεται κουλτουραλισμός.
O κουλτουραλισμός προσλαμβάνει τον πολιτισμό ως ένα διαχρονικά σταθερό, οριοθετημένο και συνεκτικό σύνολο χαρακτηριστικών, πρακτικών, ηθικών και αισθητικών αξιών, όπου είναι ιστορικά συνδεδεμένο με ένα συγκεκριμένο μέρος. Επομένως υπό αυτή τη προσέγγιση, ο πολιτισμός έχει εγγενή χαρακτηριστικά που δεν μεταβάλλονται ουσιωδώς και οι όποιες αλλαγές είναι περισσότερο επιφανειακές που δεν αλλοιώνουν τα ήδη προσδιορισμένα νοήματα του. Υπό το πρίσμα αυτό οι άνθρωποι είναι φορείς μίας συγκεκριμένης κουλτούρας. Αυτός ο τύπος θεώρησης του πολιτισμού έχει τις καταβολές του ήδη από το Διαφωτισμό, από τα γραπτά του Ρουσσώ και του Χέρντερ, τα οποία συσχέτιζαν τη μορφολογία της κουλτούρας και του χαρακτήρα με το κλίμα και την οικολογία κάθε επιμέρους περιοχής και στάθηκε ιδιαίτερα εύκολο από εκεί και πέρα να δημιουργηθεί μία ευνοϊκή αναγωγή, ότι όσοι είναι γεννημένοι σε ‘’απολίτιστα’’ περιβάλλοντα είναι εκ φύσεως κατώτεροι και διαφορετικοί από τους ανθρώπους της μητρόπολης και δεν θα έπρεπε να μετέχουν σε ανώτερα αξιώματα.
Η συγκεκριμένη πολιτισμική αντίληψη του κουλτουραλισμού συνέτεινε στη κατασκευή δύο σημαντικών πολιτικών κοινοτήτων, του έθνους και του λαού (Πασχαλίδης 1999:74), αποτελώντας την ιδανική διατύπωση για τη συγκρότηση του πολιτικού προγράμματος του εθνικισμού, όπου κάθε έθνος εκφράζει ένα αυτόνομο, περιχαρακωμένο και ιδιαίτερο πολιτισμικό σύμπαν και δικαιούται να συστηματοποιήσει ένα ξεχωριστό κράτος που θα διασφαλίσει την διαιώνιση των συγκεκριμένων πολιτισμικών και κοινωνικών στοιχείων, ώστε να διατηρήσει τη πολιτισμική ομοιογένεια, με αποτέλεσμα η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, ο αποκλεισμός – που διέπουν σήμερα την αστική ιδεολογία – και η προστασία των συνόρων να εντάσσονται στο πλαίσιο ενός πολιτικού σχεδίου. Με αυτόν τον τρόπο η ‘’έθνικότητα’’ αντικαθρεφτίζει μία μορφή κοινωνικής οριοθέτησης που αποκλείει τους κατηγοριοποιημένους ως ‘’άλλους’’ απο την συμμετοχή τους στα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, ορίζοντας την εθνική κοινότητα. Επομένως ο λόγος της πολυπολιτισμικότητας ως πολιτική της αναγνώρισης, σύμφωνα με την άποψη της γράφουσας, φαίνεται να διατηρεί την αποδοχή ενός κυρίαρχου εθνικού-πολιτισμικού μοντέλου, το οποίο καθορίζουν οι εθνικές ελιτ στη βάση του οποίου οι ‘’άλλοι’’ ετεροπροσδιορίζονται σε σχέση με αυτό και αγωνίζονται για το δικαίωμα τους στη διαφορά και την ένταξη για ίσες ευκαιρίες άρα και για το δικαίωμα τους στην ομοιογένεια, ενισχύοντας την ανωτερότητα του εθνικισμού και τη φυσικοποίηση της ιδιοπροσωπίας, όπου αντιμετωπίζει με ανεκτικότητα τους ‘’άλλους’’. Επιπρόσθετα η πολυπολιτισμική προσέγγιση προκαλεί ένα επιπλέον ακανθώδες ζήτημα.
Το κοινωνικό-πολιτικό υποκείμενο χρησιμοποιώντας ως όπλο τον πολιτισμό για περαιτέρω διεκδικήσεις, και κατά συνέπεια η ιδιότητα της ταυτότητας του απορρέει μόνο από αυτόν, αντιμετωπίζεται με μονόπλευρο τρόπο ως πολιτισμικό απότοκο ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, αναμένοντας να δράσει με έναν επίσης συγκεκριμένο τρόπο. Όμως οι άνθρωποι, ιδιαίτερα στα συμφραζόμενα της επικοινωνιακής επανάστασης, των πολλαπλών πηγών γνώσης και της αλληλεπίδρασης με το διαπολιτισμικό χώρο συμμετέχουν σε ποικίλους κοινωνικούς χώρους και ταυτίζονται με ποικίλες κοινότητες, συλλέγοντας ένα συνονθύλευμα πολιτισμικών κομματιών που συναποτελούν ένα πολύπλοκο και ξεχωριστό πολιτισμικό παζλ, από το οποίο αντλείται η υποκειμενική πραγματικότητα του κάθε ατόμου. Συνεπώς, ίσως, η μετατόπιση από τον Πολιτισμό στους πολιτισμούς που πρότειναν οι Sapir και Benedict (Νοταράς 2015: 124), μία δηλαδή περισσότερο σχετικιστική προσέγγιση είναι απαραίτητη, όπως επίσης η αμφισβήτηση της ύπαρξης σταθερών, ακραιφνών και αυθεντικών πολιτισμικών οντοτήτων εντός μίας φαντασιακής κοινότητας, όπως χαρακτήρισε ο Benedict το έθνος, οι οποίες ορίζουν και κατατάσσουν τους ανθρώπους εκ των προτέρων και τελός η προσπάθεια κατανόησης των ‘’άλλων’’ και της ταξινομημένης διαφοράς ύπο την οπτική μίας δέσμης σχέσεων εξουσίας που δημιουργεί κατασκευασμένες διαφορές στην ιστορική διαδρομή, ώστε να ερευνηθούν τα αίτια της συγκεκριμένης διαδικασίας.
Πηγές:
Akhil, Gupta και James Ferguson. 2006 [1992]. «Πέρα από την κουλτούρα: Χώρος, Ταυτότητα και η Πολιτική της Διαφοράς». Μτφρ. Γιάννης Κυριακάκης. Στο Γιάννης Κυριακάκης και Μάρθα Μιχαηλίδου (επιμ.), Η Προσέγγιση του Άλλου: Iδεολογία, Mεθοδολογία και Eρευνητική Πρακτική. Αθήνα: Μεταίχμιο. 71-100.
Γρηγόρης, Πασχαλίδης. 1999. «Η Πολιτισμική Ταυτότητα ως Δικαίωμα και ως Απειλή: Η Διαλεκτική της Ταυτότητας και η Αμφιθυμία της Κριτικής». Στο Γερμανός Δημήτρης, Κωνσταντοπούλου Χριστιάνα, Μαράτου – Αλιμπράντη Λάουρα, Θεόδωρος Οικονόμου (επιμ.), “Εμείς” και οι “Άλλοι”. Αθήνα: Τυπωθήτω. 73-83.
Λίνα, Βεντούρα. 2004. «Εθνικισμός, Ρατσισμός και Μετανάστευση στη Σύγχρονη Ελλάδα». Στο Μίλτος Παύλου και Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα της Μετανάστευσης. Αθήνα: Κριτική. 174- 204.
Μπένεντικτ, Άντερσον. 1997. «Φαντασιακές Κοινότητες: Στοχασμοί για τις Απαρχές και τη Διάδοση του Εθνικισμού». Μτφρ. Ποθητή Χαντζαρούλα, επιμ. Έφη Γαζή. Αθήνα: Νεφέλη
Νοταράς, Ανδρέας. 2015. «Ανθρωπολογία και Πολυπολιτισμικοτήτα: Όψεις μίας Αμφίσημης Σχέσης». Αξιολογικά 29(6): 115-142.
Χρυσώ Νικολάου, Φοιτήτρια Μουσικών Σπουδών-Εθνομουσικολογίας και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας