Θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικότητας του ανθρώπου είναι η ελευθερία έκφρασης γνώμης. Χωρίς το φόβο επιβολής κυρώσεων, το άτομο μπορεί να ασκήσει κριτική, να αμφισβητήσει, ακόμα και να προτείνει λύσεις. Το άρθρο 14 παράγραφος 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης και διάδοσης στοχασμών προφορικά, γραπτά και δια του τύπου, με την τήρηση των νόμων του κράτους. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, αναδύθηκε το ζήτημα των fake news. Είναι όμως κάθε χρήστης ελεύθερος να διαδίδει ψευδείς ειδήσεις;
Οι ψευδείς ειδήσεις λοιπόν,διαχωρίζονται σε δυο κατηγορίες,στις λανθασμένες και στις επιζήμιες.Μετά την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα,εντός της έννοιας των fake news φαίνεται να εντάσσεται και η συνείδηση του ψέματος αν και δεν είναι απαραίτητο να επέλθει κάποιο ζημιογόνο γεγονός.Τι σημαίνει αυτό;Ότι το έγκλημα αυτό είναι δυνητικής διακινδύνευσης,αρκεί δηλαδή για να τιμωρηθεί κάποιος που διαδίδει ψευδείς ειδήσεις,αυτές να είναι ικανές να προκαλέσουν φόβο ή ανησυχία στους πολίτες.Στο ποινικό δίκαιο όμως,δεν υπάρχει αντικειμενική ευθύνη και αυτό στην πράξη σημαίνει ότι πρέπει να αποδειχθεί ότι το άτομο γνώριζε και αποδεχόταν την διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Το πιο δύσκολο ίσως είναι,ο περιορισμός του διαδικτυακού ανώνυμου λόγου που εμπεριέχει ψευδείς ειδήσεις.Αποτέλεσμα αυτού,είναι ότι γίνονται διώξεις αλλά σπάνια αυτές καταλήγουν σε καταδίκες λόγω της δυσκολίας απόδειξης.
Αξίζει να σημειωθεί η αστοχία στη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα εφόσον δε δίνεται ορισμός για αυτά που περιέχει,ούτε ορίζει ποιος αποφασίζει τι είναι ψευδής είδηση.Συνεπώς,το να προσδιορίζει κάποιος τι είναι ψευδές με βάση το αποτέλεσμα της είδησης,που είναι η διασπορά ταραχής,θα μπορούσε κανείς να το ταυτίσει με μια αληθή είδηση που προκαλεί πανικό.Στην πράξη,ποινικοποιείται η προσωπική άποψη και η έκφρασή της στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στο διαδίκτυο,ενώ δεν αποτελεί είδηση αλλά προσωπική κρίση.Έτσι λοιπόν,προκύπτει το ζήτημα της ενδεχόμενης παραβίασης της ελευθερίας της πληροφόρησης,ως επιμέρους έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης.Και τούτο γιατί στις διατάξεις του Νόμου υπάρχουν ορισμοί αόριστοι που επιδέχονται κατάχρησης καθώς δεν ζούμε σε έναν αγγελικά πλασμένο κόσμο.
Ακόμη,όσα κράτη δεν έχουν ήδη εφαρμόσει συγκεκριμένα μέτρα,βασίζονται σε εσωτερικούς κανονισμούς ιστοσελίδων όπως για παράδειγμα του Facebook και άλλων.Αν λοιπόν οποιαδήποτε εταιρεία που παρέχει υπηρεσίες βρει περιεχόμενο το οποίο απαγορεύεται,τότε πρέπει αμέσως να σταματήσει την μετάδοση του,να σβήσει την πληροφορία,να κρατήσει όμως τα σχετικά τεκμήρια και να καταγγείλει το περιεχόμενο σε κάποια αρμόδια κυβερνητική αρχή.
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι ψευδείς ειδήσεις γίνονται ευρέως γνωστές (virals) λόγω του τίτλου ή και του περιεχομένου τους.Αναμφισβήτητα λοιπόν,η παραπληροφόρηση μπορεί να είναι εσκεμμένη αλλά μπορεί και όχι.Ποιος όμως θα κρίνει το ικανό ή μη της ψευδούς είδησης,να προκαλέσει φόβο και ανησυχία στο κοινό;Η διεύρυνση αυτή του αξιόποινου χαρακτήρα του αδικήματος αναμφισβήτητα δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με την πρακτική εφαρμογή του.
Νίκη Φαντάκη, Δικηγόρος