Με την πτώση της ΕΣΣΔ και την επικράτηση του καπιταλισμού σε όλο τον κόσμο, η ελευθερία της αγοράς στις χώρες της Δύσης αναδείχθηκε ως το ιδανικό σύστημα μέσω του οποίου οι επιχειρήσεις μπορούν να επιτύχουν την οικονομική τους μεγέθυνση και άρα να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής των πολιτών. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα; Μπορεί η ελεύθερη αγορά που στηρίζεται στις αξίες του ανταγωνισμού και της ανισότητας να μειώσει τις κοινωνικές ανισότητες που η ίδια υπαινίσσεται ότι είναι πανάκειες; Η ιστορία της e-food μάλλον δίνει από μόνη της απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
Η ελεύθερη αγορά, ή αλλιώς οικονομία της αγοράς, αποτελεί ένα οικονομικό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου το είδος, η ποσότητα των αγαθών και η τιμολόγησή τους εξαρτώνται αποκλειστικά από τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των καταναλωτών και των εμπόρων. Η τιμή ενός προϊόντος ανεβαίνει όταν υπάρχει ζήτηση από τους καταναλωτές για αυτό και πέφτει όταν δεν υπάρχει ζήτηση, ενώ παράλληλα οι τιμές καθορίζουν και το ύψος των μισθών (Hughes & Kroehler, 2007: 470-471).

Πάνω στις αξίες της ελεύθερης αγοράς που είναι η ελευθερία και ο ανταγωνισμός βασίστηκε η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών των κρατών. Κεφάλαια, προϊόντα, υπηρεσίες και εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα και τις νομικές καλύψεις να μετακινούνται από τη μία χώρα στην άλλη γρήγορα και με ελάχιστο κόστος. Το διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να προβάλλουν τις παροχές τους σε όλο τον κόσμο. Μια επιχείρηση μπορεί να έχει τους τόπους παραγωγής αγαθών και προώθησης των υπηρεσιών της σε τοποθεσίες που της προσφέρουν μέγιστο κέρδος και όσο γίνεται ελάχιστο κόστος. Αντίστοιχα, εργαζόμενοι έχουν την επιλογή της αναζήτησης απασχόλησης εκτός της χώρας όπου μεγάλωσαν. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των δυνατοτήτων επιλογής καταναλωτικών αγαθών και την αύξηση του εξωτερικού εμπορίου (Μουσούρου, 2005).
Το θεωρητικό υπόβαθρο της ελεύθερης αγοράς είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος δίνει έμφαση στις αρετές του ατομικισμού, υποστηρίζει ότι οι πολίτες οφείλουν να είναι υπεύθυνοι και προσαρμοσμένοι στο σύστημα που κατευθύνεται από την αγορά. Σε ένα τέτοιο καθεστώς, οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να μεγιστοποιούν, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις, τα κέρδη τους και με αυτό τον τρόπο αναπόφευκτα μειώνεται η φτώχεια, με αποτέλεσμα οι πολίτες να ενθαρρύνονται να αναζητήσουν τρόπους διαφυγής από την αρνητική για αυτούς οικονομική κατάσταση από την αγορά και όχι από ένα κράτος πρόνοιας που τους μετατρέπει σε ανεύθυνους και «παθητικούς πολίτες» (Καραγκούνης, 2008).
Η οικονομία της αγοράς έχει δεχθεί κριτική από τον αριστερό πολιτικό και κοινωνικό χώρο. Σοσιαλιστές και θεωρητικοί της αριστεράς καταλογίζουν στους καπιταλιστές ότι αξιοποιούν το σύστημα της ελεύθερης αγοράς για να αποσπούν μέρος της υπεραξίας και του εισοδήματος που οι εργαζόμενοι παράγουν. Με άλλα λόγια, οι κάτοχοι του κεφαλαίου εκμεταλλεύονται τους εργαζομένους τους για να αποσπάσουν μέσα από αυτή τη διαδικασία οικονομικά κέρδη. Υποστηρίζουν επίσης ότι οι καπιταλιστές μέσω της ελεύθερης αγοράς αποκτούν οικονομική και πολιτική δύναμη, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις των κρατών να μην έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε παρεμβάσεις για τη δημιουργία μιας κοινωνίας που να βασίζεται στη κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη (Hughes & Kroehler, 2007).

Το παράδειγμα της e-food φαίνεται να δικαιώνει την κριτική των μαρξιστών θεωρητικών. Θα περίμενε κανείς από μια εταιρεία που πλούτισε τα τελευταία χρόνια ότι θα σέβεται τους υπαλλήλους της και ότι θα τους ανταμείβει με ικανοποιητικές παροχές και προνόμια, από την στιγμή που εκείνοι με τον αγώνα τους οδήγησαν την εταιρεία στην οικονομική επιτυχία. Αντί για αυτό, εκβίασε με ωμό τρόπο τους εργαζομένους της, υποχρεώνοντάς τους είτε να παύσουν να είναι μισθωτοί και να δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της εταιρείας ως αυτοαπασχολούμενοι είτε να βρεθούν μέσα σε μία μέρα σε καθεστώς ανεργίας. Η e-food απέδειξε με αυτή την ενέργεια ότι η οικονομική μεγέθυνση μιας εταιρείας δε συνεπάγεται απαραίτητα τη βελτιστοποίηση του βιοτικού επιπέδου των υπαλλήλων της και ότι είναι πρόθυμη να τους μετατρέψει σε πιόνια δίχως δικαιώματα για να αποσπάσει ακόμα περισσότερα κέρδη. Φανέρωσε μάλιστα την αδυναμία αλλά και την απάθεια του ελληνικού κράτους να υπερασπιστεί τους εργαζόμενους απέναντι στην αυθαιρεσία της μισθοδοσίας. Η επιχείρηση δεν άλλαξε το μήνυμα της προς τους εργαζόμενους λόγω κάποιας κρατικής παρέμβασης -άλλωστε η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τον νόμο Χατζηδάκη έχει δώσει το ελεύθερο στη μισθοδοσία να διαμορφώνει τα ωράρια και τις συμβάσεις εργασίας χωρίς περιορισμούς- αλλά έκανε την αλλαγή και ζήτησε από υπαλλήλους της να ανανεώσουν τις συμβάσεις εργασίας με τους όρους μισθωτής απασχόλησης, εφόσον το επιθυμούν, λόγω της κοινωνικής αντίδρασης των πολιτών στα social media. Οι καταναλωτές κατακεραύνωσαν την εταιρεία για τη πολιτική της απέναντι στους υπαλλήλους της και στάθηκαν στο πλευρό τους. Μια αυθόρμητη συλλογική ενέργεια «από τα κάτω» χάλασε τα σχέδια των καπιταλιστών της e-food, οι οποίοι φυσικά φοβήθηκαν ότι θα έχαναν τη θέση τους στην αγορά εργασίας λόγω του κοινωνικού αναβρασμού που προκάλεσαν οι ίδιοι.
Η ιστορία της e-food μας διδάσκει ότι μια καπιταλιστική αγορά απελευθερωμένη από κρατικές παρεμβάσεις και έλεγχο είναι το όνειρο των λίγων και ο εφιάλτης των πολλών. Επίσης, αναδείχθηκε για άλλη μια φορά η δύναμη των πολιτών, οι οποίοι αυθόρμητα και συλλογικά πάλεψαν για την απόδοση της δικαιοσύνης και της ισότητας. Ο λαός δε χρειάζεται κάποιον σωτήρα γιατί πολύ απλά, ο λαός σώζει τον λαό.
Βιβλιογραφία
Hughes, M. & Kroehler, C. (2007), Κοινωνιολογία οι βασικές έννοιες, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική
Καραγκούνης, Β. (2008), Κοινοτική εργασία & τοπική ανάπτυξη, Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος
Μουσούρου, Μ. (2005), Οικογένεια και οικογενειακή πολιτική, Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Πέτρος Νικολούδης, Κοινωνικός Επιστήμονας – Φοιτητής Κοινωνικής Εργασίας